Health & Fitness

Έπρεπε να αλλάξω εγώ

...πριν ζητήσω από τον άλλο να αλλάξει

aggeliki-kosmopoulou_1.jpg
Αγγελική Κοσμοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
99789-199445.jpg

Επιστρέφοντας από το σαββατιάτικο τρέξιμο στην αγαπημένη μου αθηναϊκή διαδρομή, σταμάτησα για δυο λεπτά στο γνωστό καφέ της πλατείας, για να ζητήσω ένα ποτήρι νερό πριν ανηφορίσω ως το σπίτι. Χρόνια τώρα, από τον Ιούνιο που πιάνουν οι ζέστες ως τα τέλη του Σεπτέμβρη, είναι αρκετές οι φορές που κάνω αυτή τη στάση, κι αυτό το μικρό διάλειμμα και η κουβέντα με τον συμπαθή barista είναι ανάσες της δρομικής καθημερινότητας. Τελείωνα το ποτήρι με το ζεστό νερό –«για να μην κρυώσετε», όπως μου είπε ο προσφέρων- καί γυρίζοντας τυχαία το κεφάλι στο εσωτερικό του μαγαζιού, είδα μια καθιστή μορφή που κάτι μου θύμιζε. Πριν προλάβω καλά-καλά να θυμηθώ, με φώναξε εκείνος. Ήταν ένας παλιός γνώριμος, σχεδόν δεκαπενταετίας, από το ιστορικό γυμναστήριο της γειτονιάς, κομβικό σημείο για κάθε λογής γνωριμίες και συζητήσεις, χάριν των θαμώνων του.

Η εικόνα του μεσήλικα με αρκετά περιττά κιλά και βάρος εν γένει δεν θύμιζε σε τίποτα τον μάλλον λεπτό και αθλητικό σαραντάρη που είχα γνωρίσει. «Κολλημένος» με το γυμναστήριο, από εκείνους που δεν έχαναν ούτε μέρα προπόνησης και έκαναν τα πάντα –ομαδικά μαθήματα, ατομικά μαθήματα, βάρη και μηχανήματα– κάποια στιγμή «κόλλησε» με το τρέξιμο. Κι έτσι τρέξαμε αρκετές φορές δίπλα-δίπλα στους διαδρόμους και μαζί σε κάποια δεκάρια της πόλης, πριν ισάριθμα χρόνια και βάλε. Είχα να του μιλήσω χρόνια, και στις λίγες φορές που τον έπαιρνε το μάτι μου τυχαία στη γειτονιά, έβλεπα έναν άντρα δυνατό και αθλητικό, καλοστεκούμενο που, από την εικόνα του και μόνον, έμοιαζε κάποτε να έχει κολλήσει λίγο περισσότερο από ότι «πρέπει» με την εικόνα, τη διάπλαση και το βάρος του.

Με χαιρέτισε εγκάρδια, με ρώτησε για την οικογένεια και στο τέλος με κοίταξε πάνω-κάτω και ρώτησε πόσα χιλιόμετρα τρέχω. «Αυτόν τον καιρό τρέχω 30-40 την εβδομάδα» απάντησα «δεν καταφέρνω περισσότερα». «Λίγα είναι» ανταπάντησε εκείνος κάπως υποτιμητικά, «εσύ παλιά έτρεχες πολλά». Ετοιμάστηκα να πω κάπως αμυντικά πως παλιά ήταν όλα αλλιώς, μα ευτυχώς η σύνεση επικράτησε και απέφυγα την κουβέντα. Πράγματι, παλιά ήταν όλα αλλιώς, κι αυτό αρκεί ως διαπίστωση, με ό,τι περιλαμβάνει – πικρίες, θλίψη, απελευθέρωση, απενοχοποίηση, όλα μαζί. Πράγματι, παλιά ήταν αλλιώς η ζωή, αλλιώς κι εγώ. Στα χρόνια που γνωριζόμασταν, ήμουν συχνά με το ρολόι στο χέρι, έτρεχα κι εγώ από προπόνηση σε προπόνηση κι από αγώνα σε αγώνα, δεν τερμάτιζα ούτε μία χαλαρή διαδρομή αν δεν είχαν τελειώσει στο ακέραιο ο χρόνος ή η απόσταση που είχα προδιαγράψει. Επίσης, δεν έπινα ούτε γουλιά αλκοόλ, η ζυγαριά ήταν ο χειρότερος εχθρός μου και ήταν πολλές οι μικρές απολαύσεις που παρέκαμπτα ή θυσίαζα στο όνομα της επόμενης μέρας. Τέλος, δεν ήμουν ακόμα μαμά, ζούσα σε μια «συζητήσιμη» ευμάρεια και είχα βρει αυτήν την εμμονή ως τρόπο να αποφεύγω αρκετά δυσάρεστα, προβάλλοντας στο τρέξιμο πέρα από την αναμφίβολη χαρά και έναν κάποιο «στρουθοκαμηλισμό».

Μα ο χρόνος τα ρυθμίζει όλα αυτά, τα τακτοποιεί, κι έτσι στον καιρό που ακολούθησε άλλαξα προτεραιότητες και συνήθειες και ματιά στη ζωή, χωρίς να χάσω αυτό που αγαπούσα. Δεν ήταν εύκολο πάντοτε, κι ας το έκανα να μοιάζει έτσι. Δεν ήταν εύκολο να αποδεχτώ αρκετές από τις αλλαγές που ήρθαν στη ζωή μου έκτοτε, μα τις αποδέχτηκα και τις ενσωμάτωσα αξιοποιώντας το τρέξιμο ως «φίλο» κι όχι ως περιθωριοποιώντας το ως «εχθρό». Το αποδέχτηκα ως συνοδοιπόρο στην αλλαγή κι όχι ως υπενθύμιση του «πώς ήμουν κάποτε». Κι αυτό, πέρα από τους μικρούς πρακτικούς συμβιβασμούς, όπως στον ρυθμό μου και στον αριθμό των χιλιομέτρων που διανύω κάθε εβδομάδα, έφερε κι άλλες αλλαγές μέσα μου. Με πρώτη την αίσθηση πως η χαρά που μένει στο τέλος της διαδρομής και η πληρότητα που γεννά σήμερα η προσπάθεια δεν απέχουν πολύ από τον αντικατοπτρισμό τους στο παρελθόν. Έχουν ίδια βάση, κι ευτυχώς δεν αμβλύνονται από λίγα δευτερόλεπτα κάτω στο χρόνο, ούτε από λιγότερα χιλιόμετρα στο κοντέρ, ούτε από ένα-δυο κιλά παραπάνω.

Για όλα αυτά, στη σύντομη κουβέντα με τον φίλο Α., κατάλαβα εξ αρχής πως δεν είχε νόημα ούτε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, ούτε να σχολιάσω περαιτέρω τον ίδιο. Εγώ ήμουν εκεί, στο σαββατιάτικο πρωινό, ιδρωμένη και σκονισμένη, με τη λάμψη της αθηναϊκής βόλτας να με περιβάλλει προστατευτικά κι εκείνος ήταν γκρίζος και βαρύς, μα έτοιμος για κριτική.

Κράτησα την κουβέντα μας στο ελάχιστο, βοηθούμενη από τη συνθήκη. Φεύγοντας, στο τελευταίο διακοσάρι της διαδρομής, θυμήθηκα μια από τις πολλές ιστορίες για τον Γκάντι. Μια μητέρα, απελπισμένη με τον γιο της που κατανάλωνε πολλή ζάχαρη με αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία του, αποφάσισε να τον πάει στον γκουρού Γκάντι και να ζητήσει τη βοήθειά του. Βλέποντάς την, ο Γκάντι ρώτησε τι τους έφερνε, μητέρα και γιο, στην πόρτα του και η μητέρα εξήγησε πως ήθελε τη συνδρομή του για τον μικρό. Χωρίς να πει τίποτε άλλο, ο Γκάντι είπε: «να φύγετε και να τον φέρεις ξανά σε δύο εβδομάδες» χωρίς άλλη εξήγηση. Δυο εβδομάδες αργότερα, μητέρα και γιος επανήλθαν. Ο Γκάντι στάθηκε μπροστά στον μικρό και του είπε με σταθερή φωνή: «παιδί μου, να σταματήσεις να τρως ζάχαρη, είναι καταστροφική για το σώμα και τη σκέψη σου». Ο μικρός υποσχέθηκε πως θα σταματούσε και η μητέρα, ευγνώμων κι έκπληκτη μαζί, ευχαρίστησε με θέρμη τον άνδρα. Πριν φύγουν, δεν έχασε την ευκαιρία να τον ρωτήσει για ποιο λόγο δεν είχε δώσει τη συμβουλή του με την πρώτη. «Πριν του δώσω αυτή τη συμβουλή, έπρεπε πρώτα να κόψω εγώ ο ίδιος τη ζάχαρη» απάντησε ο Γκάντι με την παροιμιώδη του απλότητα. «Πριν ζητήσω από τον άλλο να αλλάξει, έπρεπε να αλλάξω εγώ».

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ