Health & Fitness

Οι μαμάδες

Η στήλη για το τρέξιμο στη πόλη

aggeliki-kosmopoulou_1.jpg
Αγγελική Κοσμοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
96594-193715.jpg

Γιορτή της μητέρας σήμερα και ανάμεσα στις αναμνήσεις όσων πέρασαν, τη συγκίνηση για όσους έφυγαν και τη χαρά για όσους πορεύονται δίπλα μας, οι μαμάδες έχουν την τιμητική τους. Το ίδιο κι οι ιστορίες τους – καθημερινές και δρομικές μαζί. Τέτοιες, δρομικές και αθλητικές της μέρας, θυμήθηκα κι εγώ.

Τον Νοέμβριο του 2005 ήμασταν με τον Κωστή στη Φλωρεντία για να τρέξουμε τον μαραθώνιο. Μαζί στην παρέα και οι μαμάδες μας – για το ταξίδι. Η δική μου ήταν τότε λίγο πριν τα εβδομήντα, στα πόδια της παρά την πολύχρονη, σταθερή μάχη με την αρρώστια. Η δική του κόντευε τα ενενήντα, πάντα θαλερή.

Μας περίμεναν κι οι δυο στον τερματισμό. Θα ήταν εκεί καμιά ώρα, μέσα στο κρύο του χειμώνα και την υγρασία της εποχής. Όρθιες στις κερκίδες που είχαν στηθεί για την περίσταση περίμεναν να δουν «τα παιδιά», να τα καμαρώσουν. Όταν τερμάτισε ο Κωστής, πρώτος, λίγο πριν τις τρισίμισυ ώρες, τις ρώτησε με έγνοια αν ήταν καλά κι αν κρύωναν. Καμιά τους δεν ήθελε να κουνηθεί. Με περίμεναν κι εμένα που έφτασα ένα τέταρτο αργότερα. Μετά τις αγκαλιές και τα μπράβο πάλι καμιά τους δεν ήθελε να κουνηθεί. Είχαν μαγευτεί από τις εικόνες του τερματισμού, από τα πρόσωπα των αθλητών, από τις ιστορίες που μπορούσαν να εικάσουν από χειρονομίες και αγκαλιές.

Και οι δυο τους επηρεάστηκαν βαθιά. Την επόμενη χρονιά, η μαμά μου, εμπνευσμένη από αυτήν την αίσθηση του τερματισμού κι από τις δικές μας δρομικές περιπέτειες που παρακολουθούσε χρόνια, αποφάσισε να κάνει τα δέκα χιλιόμετρα του μαραθωνίου της Αθήνας. Περπατώντας και τρέχοντας, βήμα-βήμα, κατάφερε να μπει στο Καλλιμάρμαρο, ξεπερνώντας τις δυσκολίες μίας ασθένειας δύσκολης, βγάζοντας τη γλώσσα στην κινδυνολογία των γύρω της και υπερβαίνοντας τις χημειοθεραπείες που ήδη τη βασάνιζαν πάνω από δεκαετία. Ήμουν κι εγώ εκεί και, έχοντας τερματίσει νωρίτερα, ήταν η δική μου σειρά να την περιμένω όλο συγκίνηση στον τερματισμό και να τη δω να παίρνει με παιδιάστικο ενθουσιασμό το μετάλλιό της. Έκτοτε βρέθηκε εκείνη ξανά σε δικούς μου τερματισμούς, όπως κι εγώ σε δικούς της, με αποκορύφωμα τη χρονιά που περπάτησε ξανά τα δέκα χιλιόμετρα ενός άλλου αγώνα, στη Μεσσήνη, με τον Οδυσσέα μόλις ενός χρόνου στο καρότσι, υπερβαίνοντας τις δυνατότητες και την αντοχή της. Όχι για να δείξει κάτι στους άλλους, όχι για να πείσει ματαιόδοξα πως μπορεί, μα για να θυμηθεί η ίδια τη δική της δύναμη – να πιαστεί από αυτήν.

Η άλλη μαμά, η Έλλη –η πεθερά μου– δεν έτρεχε. Περπατούσε, πολύ. Και κυρίως, έκανε γυμναστική. Καθημερινά, ανελλιπώς, για περισσότερα από πενήντα χρόνια, από τότε που ένας γιατρός στη Θεσσαλονίκη, καλή του ώρα, της είχε πει πως αν έκανε γυμναστική θα γλύτωνε τη βέβαια επέμβαση στη μέση της που τόσο την έτρεμε.

Πήρε τα λόγια του τοις μετρητοίς και άρχισε αμέσως. Πενήντα χρόνια δεν έπαψε στιγμή να γυμνάζεται για μία ώρα το λιγότερο μόνη της στο σπίτι. Σε ασκήσεις απλές, με «όργανα» ένα παιδικό καρεκλάκι, ένα σκουπόξυλο και κάτι μαντήλια. Για χρόνια υπέστη τη διακωμώδηση του σκληρού και είρωνα πεθερού μου που δεν καταλάβαινε από τέτοια – μα συνέχιζε σταθερά, βάζοντας μπροστά την ανάγκη της και τη βεβαιότητα πως αυτό της έκανε καλό. Έτσι τη γνώρισα κι έτσι τη χαιρόμουν για χρόνια. Αυτόνομη, δυνατή, ευλύγιστη, έτοιμη για όλα –ποτέ «γριά», κι ας είχε περάσει τα ενενήντα, κι ας ήταν η ιστορία της η ιστορία της Ελλάδας, με προσφυγιά, εκτελέσεις μπροστά στα μάτια της, πολέμους, εξορίες και δουλειά με τα χέρια ως τα περασμένα ογδόντα– από άποψη κι από διάθεση. Δεν το ‘βαζε κάτω κι όλο ήθελε να μαθαίνει. Για αυτό στις διακοπές που κάναμε όλοι μαζί, σε ευτυχισμένες μέρες, όταν κάναμε κοιλιακούς και push ups στο πάτωμα στεκόταν όρθια επάνω μας και παρατηρούσε, για να μάθει καινούργιες ασκήσεις. Και δεν το’χε σε τίποτα να ξαπλώσει δίπλα μας –με όποια δυσκολία– για να τις μάθει σωστά κι από πρώτο χέρι.

Όταν έγινα κι εγώ μαμά κι ο Οδυσσέας άρχισε να διαμαρτύρεται που τον άφηνα κάποιες ώρες για να τρέξω, αντέτεινα πως θα έρθει η μέρα που θα χαίρεται που η μαμά θα μπορεί να παίζει μαζί του αντί να τον «παρκάρει» στις παιδικές χαρές, που θα καμαρώνει που θα τρέχουμε σε αγώνες και προπονήσεις μαζί. Το έμαθε γρήγορα. Και σήμερα, που τρέχαμε κι οι τρεις μαζί, σε προετοιμασία για την επόμενη Κυριακή, στον δικό του άνετο διασκελισμό μας έβλεπα όλους μαζί. Πρώτα τις μαμάδες μας, με τη δύναμη που έβγαζαν οι ίδιες στη ζωή και μας την πέρασαν απλόχερα. Με το πείσμα τους, με τη διάθεση να ξεπερνούν τις δυσκολίες κι ας ήταν φαινομενικά ανυπέρβλητες. Με την πίστη και των δυο πως αν θέλεις μπορείς και αξίζει να δοκιμάσεις, κι ας μην τα καταφέρεις. Αυτά είναι η κληρονομιά τους, κι αυτά –μαζί με τη χαρά των κάθε λογής ανοιχτών δρόμων– θέλω να αξιωθώ να μοιραστώ με τον δικό μου γιο.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ