Health & Fitness

Ο πρώτος μου Μαραθώνιος

Ένας δρομέας θυμάται την πρώτη φορά που ξεπέρασε τον εαυτό του 

330116-682958.jpg
Κωστής Σφυρικίδης
ΤΕΥΧΟΣ 590
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
330118-682962.jpg

Όλα άρχισαν στο περιστύλιο του Καυταντζόγλειου στη Θεσσαλονίκη, χρόνια πριν. Με το παλιό αναλογικό ρολόι του πατέρα μου, προσπαθώντας να χρονομετρήσω τις στροφές, μ’ ένα ιταλικό περιοδικό να ξεσηκώνω προπονήσεις, με άσπρες-μπλε «ελβιέλες» στα πόδια, με τις σκληρές πλάκες πεζοδρομίου για τερραίν και τη ρυθμική αναπνοή του φίλου μου δίπλα. Απόλαυση.

Απόλαυση να μη σε νοιάζει αν κάνει κρύο, να μη σε νοιάζει αν βρέχει, με το σώμα να ανταποκρίνεται, να δυναμώνει, να αντέχει, με την ανεπανάληπτη αίσθηση αθανασίας της νεότητας.

Διαβάσαμε για πρώτη φορά για μια «εξωτική» σειρά ασκήσεων που λεγόταν στρέτσινγκ και που υπόσχονταν ακόμα καλύτερες επιδόσεις. Αφεθήκαμε στη συγκίνηση του να ανακαλύπτεις κάτι για πρώτη φορά.

Οι απαιτήσεις μας μεγάλωσαν, οι ελβιέλες παροπλίστηκαν, αποκτήσαμε ωραία Ασίκς, που τότε λέγονταν «Ονιτσούκα».

Ώσπου μια μέρα είπες: «Σκέψου να λέμε “Έχω τρέξει Μαραθώνιο”». Αυτό ήταν. Να τρέξεις τον άθλο των άθλων!

Αυτά σκεπτόμουν χρόνια μετά στο ανεμοδαρμένο Staten Island της Νέας Υόρκης ένα πρωινό του Νοεμβρίου του ’91, περιμένοντας την πιστολιά του πρώτου μου μαραθωνίου. Με τα Air Μax στα πόδια, με το Casio (αυτό με τα δύο κόκκινα κουμπάκια) στον αριστερό καρπό, με τη στρατηγική μου στο μυαλό, με το φόβο στην καρδιά. Θα τα καταφέρω;

Και να που παρατασσόμαστε, να που πετάμε τα περιττά ρούχα, να που μηδενίζουμε τα ρολόγια, να η πιστολιά.

Δέκα λεπτά έκανα να φτάσω τη γραμμή εκκίνησης. Ήμασταν είκοσι επτά χιλιάδες...

Να ’μαι, περνάω τη μεγαλοπρεπή γέφυρα που ενώνει το Staten Island με το Brooklyn στο ρυθμό που έχω προαποφασίσει, και νιώθω καλά. Κοιτάζω το πολύχρωμο πλήθος γύρω μου, τρέχουμε συντηρητικά δεν υπάρχει χώρος. Μυρμηγκιά...

Είμαστε στο Brooklyn, άγνωστοι δρόμοι, ήλιος και κρύο, κόσμος παρακολουθεί, μας εμψυχώνει. Looking good! Αυτή η φράση θα ακούγεται στ’ αυτιά μου μέχρι το τέλος, καθώς οι θεατές είναι πολλοί, χειροκροτούν, μας τείνουν τις παλάμες τους, παίζουν μουσικές. Γιορτή για την πόλη.

Περνάω την πρώτη γέφυρα, μπαίνω στο Queens, αρχίζω να βαραίνω, μάλλον δεν είμαι σε καλή μέρα. Μέχρι να φτάσω στην Queensboro bridge, τη γέφυρα που ενώνει το Queens με το Manhattan, νιώθω την κόπωση να με κυριεύει. Θα τα καταφέρω;

Περνάω απέναντι κι αρπάζω ένα μήλο, το τρώω λαίμαργα. Ύστερα μια μπανάνα. Μάλλον το γλυκογόνο μου έχει πέσει, σκέπτομαι, το ’χω μάθει το μάθημα.

Είμαι στην πρώτη λεωφόρο και νιώθω κάπως καλύτερα, ελαφριά ανηφόρα, τη νιώθω στα πόδια μου, ατελείωτη ευθεία, αλλά είμαι στο Manhattan, εδώ θα τερματίσω, έστω κι αν πρέπει πρώτα να περάσω από το Bronx...

Μια κυρία μού δίνει ένα πορτοκάλι, το απομυζώ ηδονικά, συνεχίζω. Ατελείωτη η Πρώτη Λεωφόρος, πού και πού περπατάω, πρέπει να αντέξω ως το τέλος. Σκέψου, σκέψου να τερματίζεις, μου λέω, η αγαπημένη μου με περιμένει.

Περνάμε στο Bronx κι αρχίζω να κόβω γωνίες. Δεν είναι ηθικό, δεν πειράζει, κερδίζω μερικά μέτρα.

Ξαναπερνάμε στο Manhattan, είμαστε στην τελική ευθεία, βέβαια έχουμε ακόμα δρόμο αλλά στο τέλος είναι το πάρκο. 

Να ’το στα δεξιά μου, κάπως με ανακουφίζει η θέα την δέντρων, κάπως δροσίζομαι. Μπαίνουμε μέσα μετά από λίγο, ο δρόμος ωραίος, γραφικός, αλλά κυματιστός, κάτι που τώρα μοιάζει μαρτύριο. Αρχίζω να περπατάω στις ανηφόρες αλλά πλησιάζω, όλο και πλησιάζω. Οι δρομείς έχουν αραιώσει γύρω μου, δεν αντέχουν όλοι αλλά εγώ κάπως αντέχω. Αυτός που βάδιζε από το Staten Island και τον πέρασα εδώ και ώρα, τώρα βαδίζοντας με περνάει, πω-πω ντροπή. Bγαίνουμε πάλι για λίγο έξω και να ’μαι στο κάτω μέρος του πάρκου, με το Plaza αριστερά μου. Ο κόσμος ζητωκραυγάζει και κλαίω, κλαίω. Ναι, τα καταφέρνω, τα κατάφερα. Τερματίζω, είμαι στην αγκαλιά της, βλέπει το πλήθος των ανθρώπων που παλεύουν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και κλαίει κι αυτή. Τι άλλο να ζητήσω, την αγαπώ. Πρώτος μαραθώνιος, λέω.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ