Health & Fitness

Ανάμνηση καλοκαιριού

Η στήλη για το τρέξιμο στην πόλη

aggeliki-kosmopoulou_1.jpg
Αγγελική Κοσμοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
106703-211666.jpg

Έβγαινα από τη μεγάλη κατηφόρα του Λυκαβηττού στον περιφερειακό, Σάββατο πρωί, επιστρέφοντας στο σπίτι από την προπόνηση. Στα ακουστικά μου, ο μουσικός απόηχος της εξόδου –τραγούδια αγαπημένα, συνυφασμένα με χιλιόμετρα. Λίγο πιο δυνατή σε ένταση η μουσική όσο έφτανα στο τέλος της διαδρομής, λίγο πιο γρήγορα τα βήματα πριν κλείσει ο δρομικός κύκλος της μέρας.

Μια νεαρή γυναίκα μου έκανε νόημα από το απέναντι πεζοδρόμιο. Παρότι μισώ την ευκολία με την οποία ορισμένοι σταματούν τον δρομέα στην προπόνηση, in medias res, σταμάτησα, στο ένα πόδι. Έβγαλα βιαστικά τα ακουστικά να ακούσω τι θέλει. «Τι ώρα είναι;», με ρώτησε. «Δεν ξέρω», απάντησα. «Μα πώς;», συνέχισε παραξενεμένη, κοιτάζοντας τον καρπό μου για κάποιου είδους χρονόμετρο. Κατάλαβα. «Δεν φοράω ρολόι», απάντησα, ξαναβάζοντας τα ακουστικά για να φύγω. «Μα πώς;», ξαναρώτησε, με ειλικρινή περιέργεια αυτή τη φορά. «Δεν τρέχω με ρολόι», απάντησα, «τρέχω για τη χαρά». Κι έφυγα πάλι μπροστά, στη μέρα.

Ναι, αρκετά χρόνια τώρα τρέχω για τη χαρά. Χωρίς ρολόι και χωρίς άλλο μέτρο παρά το πώς νιώθω, τι θέλω και πόσο μπορώ. Πόση ελευθερία αποζητώ ή, αντίστροφα, πόση κούραση αντέχω. Με οδηγό την αίσθηση της κάθε μέρας, τον ρυθμό της. Με δίκαια κατανομή ανάμεσα στο «θέλω» και στο «δεν θέλω», στο «μπορώ» και στο «δεν μπορώ».

Δεν πάει πολύς καιρός που επέστρεψα από διακοπές. Εκεί, «μακριά απ’ τη λοιμική της πολιτείας», έτρεξα ανάμεσα στη θάλασσα και στα βράχια. Σε χωμάτινα μονοπάτια με φυτεμένες πέτρες, δίπλα σε μυρωδάτες συκιές, σε περήφανα αθάνατα, σε φρεσκοκομμένα στάχυα. Δίπλα σε βάρκες αφημένες ήσυχα στο λιμάνι -σαν από πάντα. Πάνω και κάτω στα καλντερίμια και στις δαιδαλώδεις κλίμακες. Άγνωστη στον κόσμο και χαμένη εντός του. Ρούφηξα κάθε ώρα της μέρας, κάθε μυρωδιά, κάθε «φωτογραφία». Ένιωσα το σώμα μου να ζει ξανά και να ελευθερώνεται στην κίνηση, να ρέει στο τοπίο. Μάζεψα στιγμές για το χειμώνα που έρχεται, βγάζοντας από πάνω μου το φθαρμένο πουκάμισο του προηγούμενου χειμώνα. Ανάσανα και γέμισα ομορφιά.

Επέστρεψα σε μια ζεστή, άδεια και άνευρη πόλη -σχεδόν σε άλλο κόσμο, σε λίγες μόνον ώρες. Σε μια καθημερινότητα που πρόσφατα έχασε κάθε ίχνος κανονικότητας, που είδε τη ζωή όπως την ξέραμε μόλις λίγους μήνες να εξανεμίζεται, στην πράξη και στην αίσθηση. Στο άγνωστο, λευκό χαρτί που περιμένει να ξαναγεμίσει, με λέξεις που έχουν αλλάξει νόημα. Με οικείες έννοιες προς διερεύνηση: «δουλειά» και «ικανοποίηση», «αισιοδοξία» και «αγωνία», «προσδοκώ» και «επιμένω», «ανησυχώ».

Το επόμενο πρωί ξαναβγήκα στο δρόμο. Τα πόδια μου, κακομαθημένα από ελευθερία και χώμα, ζωντανεμένα από γρατζουνιές και μικρά στραβοπατήματα, κακοκαρδίστηκαν στην άσφαλτο. Ο ανοιχτός ορίζοντας που ενώνει θάλασσα και ουρανό συρρικνώθηκε στο τέλος του δρόμου, περιορίστηκε στο «ως τη στροφή». Το πάτημα γύρισε από τη μαλακή χρυσαφένια σκόνη στην καυτή άσφαλτο. Μα το βλέμμα θυμάται, όπως και το σώμα. Φέρνει μαζί του, εδώ στην άσφαλτο, κάτι από την εξοχή, κάτι από την ανεμελιά της. Κουβαλάει ένα αεράκι και μυρωδιές που δεν είναι εδώ τώρα, μα άφησαν ίχνος - άρα συνέβησαν. Κι αυτό που μένει, καλοκαίρι με καλοκαίρι και βήμα με βήμα, είναι ένα άθροισμα ομορφιάς που μας ακολουθεί.

Στον αθηναϊκό δρόμο ξανά. Με το βαθύ καλοκαίρι ήδη παρελθόν, μα με τα «ξέφτια» του να κρατούν ακόμα. Χωρίς τη θάλασσα, χωρίς το χώμα, χωρίς την πρόσκαιρη ανεμελιά του Αυγούστου. Με πιο γεμάτες αποσκευές στην επιστροφή απ’ ότι στην αφετηρία. Με αρκετές σημειώσεις «εις εαυτόν» στο άγραφο προσωπικό ημερολόγιο των διακοπών. Με φαρέτρα γεμάτη από όσα φέρνουν οι δρόμοι του καλοκαιριού. Με βλέμμα που οξύνθηκε στους ορίζοντες. Και με προσήλωση σε μια απόφαση χρόνων: να μη χαθεί αυτή η χαρά των δρόμων, να μην ευτελιστεί. Να μείνει ζωντανή, τρέχουσα, ανεπηρέαστη από το χώρο. Να αντλήσει από τις καλοκαιρινές στιγμές για να μπολιάσει τις αστικές διαδρομές της κάθε μέρας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ