Βιβλιο

Παρίσι στον Κύβο

Απόσπασμα από το βιβλίο της Βίκυς Μωραγιάννη (εκδόσεις Bell)

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 621
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
362200-749635.jpg

Μέσα από τα μάτια τριών κοριτσιών που θα βρεθούν στην Πόλη του Φωτός για μεταπτυχιακές σπουδές και με τον αναγνώστη να μπαινοβγαίνει από το μυαλό της μίας στο μυαλό της άλλης, με ρυθμό κινηματογραφικής ταινίας, το Παρίσι στον Κύβο είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, κάποιες (πολλές) φορές ξεκαρδιστικό, κάποιες άλλες νοσταλγικό και συγκινητικό.

Τα τρία κορίτσια:

Αλίκη

Παιδί των βορείων προαστίων, πολυλογού, καλόκαρδη κι ενθουσιώδης, συχνά υπέρ το δέον. Δύο είναι τα όνειρά της: να γίνει διάσημη –δεν ξέρει ακριβώς σε τι, αλλά έχει όλο τον καιρό μπροστά της να το ανακαλύψει– και να παντρευτεί τον μεγάλο της έρωτα, τον Κωνσταντίνο.

Μαρίνα

Μοναχοπαίδι μεσοαστικής οικογένειας του Πειραιά, υπεύθυνη, έξυπνη, αυτοσαρκαστική και πνευματώδης. Άριστη μαθήτρια, μεγαλωμένη «με γαλλικά και πιάνο», αυτό που αποζητά είναι να αποκτήσει επιτέλους την ανεξαρτησία της ξεφεύγοντας, για πρώτη φορά, από την ασφυκτική αγάπη της… Μανούλας.

Νατάσσα

Γεννημένη στο Περιστέρι, ντόμπρα και δυναμική, έχει αδυναμία στα βιβλία, στα στριφτά τσιγάρα, στο αλκοόλ και στους άντρες που κάνουν έρωτα με το μυαλό της. Αθυρόστομη και κυνική, αλλά ταυτόχρονα ευαίσθητη, έφυγε από το σπίτι της πολύ νωρίς για να σταθεί στα πόδια της μόνη της, κι αν υπάρχει μία λέξη που τη χαρακτηρίζει, αυτή είναι το πάθος.

Απόσπασμα

Νατάσσα

Σεισμός! Μαλάκα, γίνεται σεισμός! Αυτό ήτανε, θα πέσει να με πλακώσει το σαπιόσπιτο. Πώς φωνάζουνε βοή­θεια στα γαλλικά; Κοίτα να δεις τώρα, κόλλησε το μυα­λό μου... Το βρήκα: Au secours! Άι σιχτίρ!

Αλλά σεισμός είναι, δε με κλέβουνε, τι βοήθεια και μαλακίες, στο σεισμό τρέχεις έξω, δεν έρχονται οι άλλοι μέσα να σε σώ­σουνε! Ουφ, πέρασε. Τι ήταν κι αυτό το πράμα, χέστηκα πάνω μου. Ακόμα τρέμω. Εντύπωση μου κάνει όμως ρε γαμώτη, δεν έχω ξανακούσει να γίνεται σεισμός στο Παρίσι τα τελευταία χρό­νια. Για την ακρίβεια, δεν έχω ακούσει ποτέ να γίνεται σεισμός στο Παρίσι.

Ρε, λες να μην ήταν σεισμός τελικά; Όχι, όχι, δεν μπορεί... όλο αυτό το κούνημα να ήταν... το τρένο που περνάει από κάτω...; Καλά, και δε θα μου το ανέφερε η ιδιοκτήτρια; Να μου πεις, γιατί, ανέφερε η ιδιοκτήτρια ότι η μοναδική ντουλάπα του σπιτιού είναι εκείνη η τρύπα στον τοίχο, ή ότι η τουαλέτα είναι χημική, ότι η κλειδαριά είναι χαλασμένη και ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης εί­χε κάνει τάμα στον Άγιο Μπίχλα;

Αλλά έτσι είναι, όταν ψάχνεις για σπίτι επί δύο μήνες κι έχεις αρχίσει σιγά σιγά να κοιτάς με τρόπο τους άστεγους να δεις ποιος φαίνεται καλό παιδί να στήσεις το τσαρδί σου δίπλα του, παίζει πολύ να σε πιάσουν κότσο. Πόσω μάλλον στη Γαλλία, που έχουν κι αυτόν το μαλακισμένο όρο με τους εγγυητές. Δε σ’ το νοικιά­ζουν λέει άμα δεν έχεις Γάλλο εγγυητή να υπογράψει για σένα. Λες και οι ορδές Κινέζων και Αφρικανών που έρχονται εδώ πέρα να σπουδάσουν έχουν όλοι κι από ένα Γάλλο μπάρμπα. Το παί­ζουν μια χαρά το παιχνιδάκι τους οι ιδιοκτήτες: άπαξ και βρεις εσύ ένα Γάλλο κακομοίρη και τον δωροδοκήσεις για να πει ότι σε ταχτάριζε στα γόνατά του και ότι ήταν μπροστά όταν έφαγες το πρώτο σου καμαμπέρ στην τρυφερή ηλικία των δύο και ότι είσαι άριστη φοιτήτρια και σεμνή κοπέλα και ότι δε θα του ανατινά­ξεις την πολύτιμη περιουσία του με μολότοφ και ότι όλα όσα έχει ακούσει κατά καιρούς για τους Έλληνες είναι αισχρά ψεύδη και πειστεί να σου το νοικιάσει, έχεις φάει πια τέτοια αγωνία για το αν θα πει το ναι, που ξεχνάς να ελέγξεις πόσα ρούχα σου χωράνε στην ντουλάπα κουτί, στα πόσα κατσαρολικά μια κουζίνα θεωρεί­ται υπερεξοπλισμένη και αν το τρένο που περνάει από κάτω θα σου κόβει το αίμα πενήντα φορές τη μέρα. Και βέβαια μετά, όταν έχεις πια σκάσει την προκαταβολή κι έχεις υπογράψει τα χαρτιά, δεν υπάρχει πισωγύρισμα. Δε χεζόμαστε λέω εγώ!

Άντε να δω τώρα πόσες ώρες θα μου πάρει να καθαρίσω αυτό το αχούρι. Πάλι καλά που είναι μόνο δεκατέσσερα τετραγωνικά. Έτσι είπε αυτή δηλαδή, δεν έβγαλα και το μέτρο να μετρήσω. Αλλά με τόση μάκα που υπάρχει παντού, πιστεύω ότι αν ξεβρο­μίζω ένα τετραγωνικό την ώρα, σε δεκατέσσερις ώρες θα το έχω καθαρίσει. Άντε να δούμε. Ίσα ίσα θα προλάβω την πρώτη πα­ράδοση αύριο στη Σορβόννη. Ουφ! Άλλο άγχος κι αυτό. Ώρες ώρες χέζομαι τόσο πολύ πάνω μου, που μου έρχεται να πάρω το αεροπλάνο και να γυρίσω τα πίσω μπρος. Αλλά αυτό βέβαια δεν υπάρχει σαν επιλογή. Όχι μετά από τόσο κόπο που έκανα για να φτάσω μέχρι εδώ. Ακόμα δεν μπορώ καλά καλά να χωνέψω ότι συμβαίνει. Αν όλα πάνε καλά, σε πέντε χρόνια περίπου από τώρα θα έχω διδακτορικό. Δε φαντάζομαι να υπάρχει πιο ευτυχισμένος άνθρωπος τότε.

Αλλά μέχρι τότε, διάβασμα και σκληρή δουλειά και τίποτε άλ­λο. Θα γίνω καθηγήτρια πανεπιστημίου, πάει και τελείωσε. Και οι έρωτες μπορούν άνετα να πάνε να γαμηθούνε. Δεν ξεσκίστηκα στης ποτέ ξανά. Τελείωσε, από δω και πέρα θα κάνω μόνο σεξ και τίποτε άλλο. Θα εφαρμόσω όλη τη «Φιλοσοφία στο Μπουντου­άρ» του Σαντ. Θα αναστενάξουν οι σομιέδες του σαπιοκρέβατου εδώ πέρα (να θυμηθώ να πάω να αγοράσω οινοπνεύματα και απο­στειρωτικά να περάσω και το στρώμα δυο τρεις φορές). Θα επι­κοινωνήσω σαρκικά με όλο το μεταναστευτικό κύμα της Γαλλίας. Μαρόκο, Αλγερία, Ισπανία, Νότια Αφρική, η Νατάσσα θα είναι η χαρά και η παρηγοριά σας. Ελευθερία, Ισότης, Αδερφότης. Ζήτω το εργατικό κίνημα. Και όσο λιγότερο μιλάμε τόσο το καλύτερο. Θα τα λέει όλα το κορμί. Κουλτούρα και μαλακίες τέλος.

«Ναι γεια σου, πόσο τον έχεις; Ωραία, μου κάνεις. Τι; Τόσο μικρό; Λυπάμαι, δεν ευκαιρώ αυτή την εβδομάδα».

Ναι, είδα και τα χαΐρια μου με το Μάκη, που ήταν μορφωμέ­νος. Αλλά και τι ελπίδα να έχεις όταν ερωτεύεσαι έναν άνθρωπο όσο ερωτεύτηκα εγώ τον άχρηστο; Είσαι εξαρχής καμένο χαρτί.

Τώρα που τρίβω τη χέστρα με λύσσα, συνειρμικά συνειδητο­ποιώ ότι πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από την πρώτη φορά που αντίκρισα τη σκατόφατσά του. Μόλις είχα ξεκινήσει δουλειά ως καθηγήτρια Γαλλικών σ’ ένα φροντιστήριο στο κέντρο. Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλυκόπικρο συναίσθημα. Χαρά από τη μία, επει­δή ξεκινούσα επιτέλους να κάνω μια δουλειά που αγαπάω, και πίκρα από την άλλη που έπρεπε να χαιρετήσω το όνειρο των με­ταπτυχιακών σπουδών στο Παρίσι. Είχαμε πάει με κάτι συναδέλ­φους από το φροντιστήριο σ’ ένα μικρό καφέ στα Εξάρχεια μετά το μάθημα. Γούσταρα πάντα τη φάση «συναντήσεις για φιλοσοφι­κές συζητήσεις μέχρι τελικής πτώσης», και το συγκεκριμένο πα­ρεάκι αποτελούσε ιδανική συντροφιά για κάτι τέτοιο.

Μετά από τέσσερα χρόνια με όλες τις βλαμμένες της Γαλλικής που κοίταγαν μόνο πώς θα κοκαλώσουνε τη βλεφαρίδα στις εφτά η ώρα το πρωί και πώς θα κάνουνε πασαρέλα στο αίθριο, ήταν φο­βερή ανακούφιση να συζητάω με ανθρώπους επιπέδου. Σε κάποια φάση, η Βάσια η Γερμανικού είπε κοκκινίζοντας ότι αν δε μας  πείραζε θα ερχόταν κι ένας φίλος της στην παρέα, και συγγνώμη που δε μας ρώτησε νωρίτερα. Και χωρίς να τη ρωτήσει κανένας, έπλεξε κι ένα σύντομο εγκώμιο σχετικά με την εξυπνάδα, τη μόρ­φωση και την απίστευτη ευφράδειά του. Όση ώρα μας έλεγε ότι είναι καθηγητής Νομικών σε δύο σχολές δημοσιογραφίας, ότι έχει κάνει διδακτορικό στο Παρίσι και ότι κατά καιρούς δουλεύει και ως νομικός σύμβουλος σε διάφορες εταιρείες, εγώ σκεφτόμουνα ότι το κακόμοιρο το κοριτσάκι είναι τελείως καμένο και ότι τον γουστάρει τρελά. Αλλά φυσικά είχα ιντριγκαριστεί απίστευτα να δω τι σόι διάνοια θα ήταν ο τύπος. Βασικά, ήμουν απόλυτα βέ­βαιη ότι θα επρόκειτο για άλλον έναν επηρμένο παπάρα που κάνει επίδειξη σε κοριτσάκια σαν τη Βάσια για να έχει να γαμάει. Και ήμουν απόλυτα βέβαιη ότι είχε γαμήσει και τη Βάσια. Και φυσικά είχα ετοιμαστεί να τον συνθλίψω.

Κατάλαβα ότι είχε φτάσει, όταν είδα τη Βάσια να γελάει σαν ηλίθια και να χαιρετάει προς την είσοδο του μαγαζιού. Δεν μπο­ρούσα να πιστέψω ότι χαιρέταγε τον σαρανταπεντάχρονο (και βά­λε) καλικάντζαρο που πλησίαζε προς το μέρος μας. «Μα τι ποντί­κι είναι αυτό;» σκεφτόμουνα απομέσα μου και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άκυρο για να μη χεστώ στα γέλια. Αυτός της αντα­πέδωσε το χαμόγελο με κάτι δόντια κατακίτρινα από το τσιγάρο. «Μη γελάς πανάθεμά σε!» άκουγα τον αντίλαλο της φωνής μέσα μου με συνοδεία βροντερών γέλιων που συνέχιζα να κάνω υπερ­προσπάθεια να συγκρατήσω.

Αφού τους χαιρέτησε όλους ευγενικά, ήρθε και η σειρά μου. Φυσικά όλη η τσίτα μου είχε εξαφανιστεί μετά από τόσο σιωπηλό γέλωτα και είχα αρχίσει να τον ψιλολυπάμαι κιόλας που ήταν σαν γαμώ το κέρατό του.

«Μάκης», άπλωσε το χέρι του για χειραψία.

«Νατάσσα», άπλωσα το χέρι μου για χειραψία.

«Νατάσσα, χαίρομαι πραγματικά πάρα πολύ που σε γνωρίζω», μου έσφιξε το χέρι, που χάθηκε μέσα στο δικό του. Ήταν απαλό κι ένιωσα τις γραμμές στη μέσα μεριά.

«Κι εγώ, Μάκη».

Από μέσα μου συνέχιζα να κοπανιέμαι στο γέλιο και να σκέ­φτομαι ότι αυτό δεν είναι όνομα για docteur και ποιος ξέρει πώς σκατά τον λένε κανονικά και το έκανε Μάκης. Βαρθολομαίος- Βαρθολομάκης, Νεοπτόλεμος-Νεοπτολεμάκης, Σεραφείμ-Σερα­φειμάκης κι ένα σωρό τέτοιες αηδίες.

«Λοιπόν, Νατάσσα, πώς σου φαίνεται η δουλειά μας;»

Πουστιά πρώτη. Με αντιμετώπιζε σαν ίση. Ότι και καλά, αυ­τός που ήτανε νιος και γέρασε (πολύ) στα θρανία κάθε είδους κι εγώ που μόλις είχα ξεκινήσει να δουλεύω ήμασταν το ίδιο.

«Συναρπαστική! Εγώ βασικά αυτό ήθελα να κάνω πάντα και είμαι πραγματικά πάρα πολύ χαρούμενη που επιτέλους το κάνω», είπα χωρίς να μπορώ να κρύψω το καμάρι μου. Τι σκατά, άλλα σκεφτόμουνα κι άλλα μου έβγαιναν.

«Μπράβο σου λοιπόν! Εγώ δυστυχώς πέρασα από πολλά κύ­ματα μέχρι να καταλάβω ότι αυτό μου ταιριάζει περισσότερο απ’ όλα τα υπόλοιπα. Θαυμάζω πραγματικά τους ανθρώπους που ξέ­ρουν τι θέλουν και το κυνηγούν. Σου εύχομαι ν’ ακολουθήσεις μια λαμπρή καριέρα στο χώρο της διδασκαλίας».

Πουστιά δεύτερη. Μου χάιδευε τ’ αυτιά σε φάση που η επαγ­γελματική μου αυτοπεποίθηση είχε δεχτεί τρομερό πλήγμα καθώς έβλεπα ότι θα έπρεπε να χαιρετήσω διά παντός την ακαδημαϊκή καριέρα.

«Για πες μας για τη δουλειά στο φροντιστήριο, πώς τα βλέπεις τα πράγματα;»

Πουστιά τρίτη και φαρμακερή. Έστρεψε τον προβολέα επά­νω μου και τον άφησε εκεί όλη τη νύχτα. Κι εκεί που στην αρ­χή ήμουν έτοιμη να τον κάνω σκουπίδι επειδή υποτίθεται ότι θα μίλαγε μόνο για τον εαυτό του, βρέθηκα να μιλάω ασταμάτητα για μένα. Και όταν πήρα μπρος και κατάλαβα ότι με είχε γδύσει τελείως, ότι είχε μάθει τα πάντα για μένα κάνοντάς το να φαίνεται χαλαρή κουβεντούλα, έγινα έξαλλη. Κανείς, απολύτως κανείς μέ­χρι τότε, και είχαν ήδη υπάρξει πάρα πολλοί, δεν είχε καταφέρει να κάνει τέτοιο πράγμα. Κι έκπληκτη διαπίστωσα ότι αυτό που μ’ εξαγρίωνε περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι εκτός απ’ αυτά που είχε πει η Βάσια πριν έρθει δεν ήξερα απολύτως τίποτα γι’ αυτόν. Ούτε καν από πού βγαίνει το Μάκης! Και πάνω που σχεδίαζα την τρομερή μου αντεπίθεση, σηκώθηκε αργά, ζήτησε συγγνώμη από την ομήγυρη αλλά έπρεπε να φύγει γιατί είχε άπειρη δουλειά και το μόνο που μου είπε απλώνοντας για δεύτερη φορά το χέρι ήταν:

«Χάρηκα. Ελπίζω ειλικρινά να τα ξαναπούμε κάποια στιγμή». Με κοίταξε με κάτι μάτια που πέταγαν φωτιές κι ύστερα έφυγε! Έτσι απλά! Είχε προλάβει όμως να φυτέψει το σπόρο της περιέρ­γειας μέσα μου και να με αφήσει να στριφογυρίζω όλο εκείνο το βράδυ και πολλά επόμενα, διερωτώμενη τι σκατά βιολί βαράει.

Στο μυαλό μου είχαν αρχίσει να παίζουν σαν ταινία διάλογοι που εγώ τον ρωτάω κι εκείνος απαντάει, διαφορετικά πράγματα κάθε φορά. Το να ρωτήσω τη Βάσια ούτε λόγος, δεν την ήξερα και τόσο καλά για να της έχω εμπιστοσύνη, και μετά τις κακιασμένες ματιές που μας έριχνε εναλλάξ το βράδυ στα Εξάρχεια, όταν αυ­τός είχε κλειδώσει τα μάτια του πάνω μου, είχα πια βεβαιωθεί ότι τον γουστάρει.

Και αυτή ήταν και η τέταρτη πουστιά της ιστορίας. Γιατί το να βλέπω μια γυναίκα τόσο όμορφη όσο η Βάσια να λιώνει για το Μάκη το ποντίκι απ’ τη μια με απενοχοποιούσε τρομερά ως προς το ότι κάθομαι και ασχολούμαι με τον ξάδερφο του Κουα­σιμόδου, απ’ την άλλη μ’ έκανε να αναρωτιέμαι πώς διάολο ήταν δυνατόν να μην τη γουστάρει κι εκείνος. Και αν δε γούσταρε τη Βάσια, τότε ποια γούσταρε; Και πριν καταλάβω πώς στο διάολο έγινε αυτό, είχα αρχίσει να προσεύχομαι, δεν ξέρω σε τι ακριβώς μια που είμαι και άθεη, να γουστάρει εμένα. Άρχισα να τον βλέπω στον ύπνο μου, άρχισα να νομίζω ότι τον βλέπω στον ξύπνο μου όταν περπάταγα στο Κέντρο και όποτε βγαίναμε με τα παιδιά από το φροντιστήριο, η καρδιά μου χοροπήδαγε όταν άνοιγε η πόρτα του μαγαζιού. Και από ένα σημείο κι έπειτα το έχασα τελείως. Άρ­χισα να περιμένω ότι θα έρθει στο φροντιστήριο να δει τη Βάσια, άρχισα να παίζω στο μυαλό μου σ’ επανάληψη την τελευταία του ατάκα σαν χαλασμένο κασετόφωνο, «Χάρηκα. Ελπίζω ειλικρινά να τα ξαναπούμε κάποια στιγμή», και να κατεβάζω του κόσμου τα μπινελίκια που αυτή η πουτάνα η στιγμή δεν ερχότανε με τίποτα, και άρχισα να ρωτάω φίλους και γνωστούς αν ξέρουν κάποια σχο­λή δημοσιογραφίας στο Κέντρο γιατί τάχα σκεφτόμουν να πάω να πάρω πληροφορίες. Και όταν επιτέλους την εντόπισα, άρχισα να κάνω κάτι τεράστιους κύκλους για να πάω στη δουλειά. Και ταυ­τόχρονα η λύσσα μέσα μου μεγάλωνε. Μα ποιος νόμιζε ότι είναι πια ο τύπος; Αν τον έβρισκα θα του έδειχνα εγώ. Θα τον έβαζα κάτω και θα τον πηδούσα μέχρι να πληρώσει για όλες τις νύχτες που ξαγρύπνησα για πάρτη του. Δε μ’ ενδιέφερε πια ούτε ότι μου έριχνε είκοσι χρονάκια, ούτε ότι ήταν κακάσχημος, ούτε ότι το έπαιζε κάποιος. Ήθελα να τον διαλύσω.

Δεν ξέρω αν ισχύουν οι παπαριές περί τηλεπάθειας αλλά κά­ποια στιγμή το κόλπο έπιασε. Ένα βράδυ όπως φεύγαμε από το φροντιστήριο, έγινε το απίστευτο. Η Βάσια με έπιασε αγκαζέ και κοιτώντας με στα μάτια τόσο έντονα που διάβαζα και τις σκέψεις που δε γίνονταν λέξεις μού είπε:

«Θυμάσαι το φίλο μου το Μάκη;» (Αυτόν που έφαγες με τα μάτια εκείνο το βράδυ παλιοκαργιόλα!)

«Ποιον καλέ; Εκείνον που είχε έρθει να σε δει τότε που είχα­με πάει στα Εξάρχεια;» ρώτησα δήθεν αδιάφορα, ενώ άρχισα να στέλνω κι εγώ τα δικά μου μηνύματα. (Εννοείται ότι τον θυμάμαι τον πούστη. Δεν έχω καταφέρει να σκεφτώ και τίποτε άλλο από εκείνη τη μέρα.)

«Αυτόν!» (Που ήρθε να δει εμένα και κόλλησε μαζί σου χα­μούρα.) «Μου είχε πει καιρό τώρα να σε ρωτήσω αν θέλεις να του δώσεις το τηλέφωνό σου να τα πείτε κάποια στιγμή. Αλλά κι εγώ μωρέ έμπλεξα με τη δουλειά και ξεχάστηκα». (Σιγά μη σου έκανα τη χάρη να σου το πω. Ας μη μ’ έπαιρνε χτες βράδυ να με χέσει και θα σου ’λεγα εγώ. Ούτε να με δένανε και να μου τραβάγανε τις τρίχες από τη μασχάλη με οδοντικό νήμα δε θα σου το έλεγα.)

«Ναι μωρέ σε καταλαβαίνω. Κι εγώ το ίδιο τρέξιμο έχω». (Που να ψοφήσεις λάμια και κάθομαι και τυραννιέμαι τόσο καιρό κι έχουν πρηστεί τα ποδάρια μου να πηγαίνω Παγκράτι μέσω Κο­λωνακίου.) «Ναι αμέ, δώσ’ του το, γιατί όχι. Φάνηκε ενδιαφέρων τύπος», είπα στο τέλος, ενώ παράλληλα ένιωθα την αδρεναλίνη που με τσίτωνε τόσο καιρό να με εγκαταλείπει και να αδειάζω σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι. Το μωρό μου, σκεφτόμουνα, τόσο και­ρό θέλει να μιλήσουμε κι εγώ το βρίζω. Κι αυτή η παλιοβρομίτσα να το ξέρει και να μη λέει τίποτα...

«ΟΚ, λοιπόν», είπε τελικά η Βάσια αφήνοντας έναν ανεπαί­σθητο αναστεναγμό. (Τι στο καλό σού βρίσκει ήθελα να ’ξερα.) «Άντε μιλήστε να κανονίσετε να βγούμε κανένα βράδυ όλοι μαζί πάλι». (Μη χέσω που θα μου βγείτε και ραντεβού.)

«Εννοείται καλέ! Και πολύ σύντομα μάλιστα!» (Δε θα παρα­λείψω να σε φωνάξω να μας παίρνεις μάτι όταν θα παιρνόμαστε.)

«Άντε καληνύχτα!» (Κακή, ψυχρή κι ανάποδη...)

«Καληνύχτα Βάσια μου!» (Κακή, ψυχρή κι ανάποδη...)

Μέχρι να φτάσω στην επόμενη γωνία με είχε πάρει τηλέφω­νο. Ποτέ δεν έμαθα με τι την απείλησε για να φτάσει αυτή να με ρωτήσει περί τηλεφώνου. Για την ακρίβεια, δεν είχα κάτσει ποτέ να σκεφτώ αυτά τα σκηνικά μέχρι που ήρθα εδώ πέρα πριν δυο μήνες. Όταν είσαι μόνη στο εξωτερικό όμως και δεν έχεις άνθρω­πο να μιλήσεις, κάθεσαι και τα λιβανίζεις θέλοντας και μη. Και τώρα κάθομαι και τα σκέφτομαι για εκατομμυριοστή φορά και φρικάρω και τρίβω και τρίβω και θα το γδάρω το γαμωπάτωμα αλλά θα το βρω τι στο καλό έκανα λάθος και το αρχίδι ο Μάκης έκανε ό,τι έκανε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ