Πολιτικη & Οικονομια

Γκασμέντ Καπλάνι:"Θα ήθελα να ακούω λιγότερα συνθήματα"

 Ο γνωστός συγγραφέας μίλησε στην Σταυρούλα Παπασπύρου για το τελευταίο του βιβλίο 

43714-98169.jpg
Σταυρούλα Παπασπύρου
ΤΕΥΧΟΣ 410
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
28371-62795.jpg

Αν θες να καταλάβεις την Αμερική, έλεγε ο Φόκνερ, πρέπει να καταλάβεις εκείνο το μέρος που λέγεται Μισισσιπή. Ε, αν θες να καταλάβεις την Ευρώπη, πρέπει να καταλάβεις εκείνο το μέρος που λέγεται Βαλκάνια... Ο Γκασμέντ Καπλάνι, ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που αναδύθηκε από τα καραβάνια των Αλβανών μεταναστών στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο νέο του βιβλίο μπορεί να φλερτάρει με το νουάρ αλλά αυτόν το γρίφο θέλησε να φωτίσει. Η «Τελευταία σελίδα» (Λιβάνης) είναι ένα διπλό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται πότε στη σημερινή και πότε στην κομμουνιστική Αλβανία, με ενδιάμεσα πετάγματα στην Κίνα του Μάο και τη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, κι όπου ο κεντρικός ήρωας, σκαλίζοντας τα μυστικά του νεκρού πατέρα του (κρυπτοεβραίος;) και κοιτάζοντας από απόσταση τη μητριά-πατρίδα (την Ελλάδα της κρίσης), πάει ένα βήμα πιο μπροστά.

λλο μυθιστόρημα ξεκίνησα και άλλο προέκυψε" ομολογεί ο Καπλάνι. «Σαν να βυθίστηκα όχι μόνο στο σκοτάδι της Αλβανίας, αλλά και της ανθρώπινης ψυχής. Βία, εξουσία, έρωτας, αγάπη, καταστροφή... Πώς επηρεάζονται όλα αυτά από την Ιστορία; Παιδεύτηκα πολύ... Είναι το λιγότερο αυτοβιογραφικό βιβλίο μου, αλλά και πάλι, τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα, το βίωμα και τη μυθοπλασία είναι θολά».

Όπως ο Μέλσι της «Τελευταίας σελίδας» (από το Μαρξ- Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν!), έτσι κι ο 44χρονος Γκασμέντ έζησε τον κομμουνισμό σε μια βαλκανική χώρα, έζησε τη μετανάστευση σε άλλη, επίσης βαλκανική, κι υπήρξε μάρτυρας μιας διπλής κατάρρευσης, του αλβανικού κομμουνισμού και του πελατειακού καπιταλισμού α-λα-ελληνικά. Αν μη τι άλλο, προνομιούχος οπτική γωνία για συγγραφέα. Και να που σήμερα, έπειτα από ένα διδακτορικό στο Πάντειο, μια ντουζίνα χρόνια στη δημοσιογραφία και δυο βιβλία μεταξύ μαρτυρίας και χρονικού, το πολυμεταφρασμένο «Μικρό ημερολόγιο συνόρων» και το «Με λένε Ευρώπη», αυτός που μια ζωή σπίτι του δούλευε, έχει δικό του γραφείο στο Χάρβαρντ ως ένας από του πενήντα όλους κι όλους ετήσιους υπότροφους του Ινστιτούτου Ράντκλιφ. Με το ένα μάτι στους χρυσαυγίτες και το άλλο στην προεκλογική μάχη του Ομπάμα, ο Καπλάνι ετοιμάζει ένα μυθιστόρημα ακόμη κι ευελπιστεί ότι το αίτημά του για ελληνική ιθαγένεια, κολλημένο σ’ ένα συρτάρι επί τρία χρόνια, ίσως κάποτε εξεταστεί...

«Οι συνθήκες εδώ» λέει «σε ωθούν να είσαι δημιουργικός. Το Ράντκλιφ έχει συνδέσει το όνομά του με τη χειραφέτηση των γυναικών και την πρόσβασή τους στην ανώτερη εκπαίδευση, αλλά τον τελευταίο καιρό, για να ανταποκριθεί στις εξελίξεις, αγκαλιάζει διάφορα πεδία, από τη ρομποτική ως την ποίηση. Βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους απ’ όλες τις χώρες του κόσμου που έχουν κάνει σπουδαίες έρευνες στα μαθηματικά, την αστροφυσική, το θέατρο, τη μουσική, και η απλότητά τους είναι σοκαριστική!»

Πώς φαίνεται η Ελλάδα από μακριά; «Πολύ μικρή. Μοιάζει με γκέτο, σαν τα προάστια του Παρισιού. Όχι με μετανάστες, όμως, αλλά με νεοναζί. Μου προκαλεί φρίκη αυτό που συμβαίνει. Το 2009 παρουσίαζα στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα το “Μικρό ημερολόγιο συνόρων”. Δινόταν, θυμάμαι, και μια παράσταση Καραγκιόζη για παιδιά. Ξαφνικά, άρχισαν να επιτίθενται χρυσαυγίτες με λοστούς. Λίγο πολύ μας φυγάδεψαν. Σχεδόν ταυτόχρονα ο “Στόχος” κήρυττε την απελευθέρωση της πλατείας. Προ κρίσης αυτά! Μου έκανε εντύπωση η αδιαφορία των συναδέλφων μου όταν τους εξηγούσα ότι το σχέδιο της Χρυσής Αυγής είναι οργανωμένο, υπό την ανοχή της αστυνομίας. Μα έχουν δίκιο οι κάτοικοι, μου έλεγαν, έχουν αγανακτήσει... Πήγα στο δήμο να τους πω ότι εδώ συμβαίνει κάτι τερατώδες. Οι εκπρόσωποι του Συνασπισμού υποψιάζονταν ότι θέλω να αυτοδιαφημιστώ. Ο Νικήτας Κακλαμάνης σχεδόν κοιμόταν... Απελπίστηκα. Έβλεπα πως δεν υπήρχαν εμπόδια, δεν υπήρχε κανείς να τους ελέγξει ως συμμορία. Υπήρχε απόλυτη ανοχή. Φοβάμαι ότι τα χειρότερα έρχονται. Δεν υπάρχουν πολλά αντισώματα. Και δεν μπορώ να καταλάβω εκείνους τους φιλελεύθερους κατά τα άλλα που ταυτίζουν τη δράση του Σύριζα με το λαθρεμπόριο βίας της Χρυσής Αυγής. Άλλη τερατωδία αυτή... Σαν να εκδικούνται τα νιάτα τους, επειδή πέρασαν από την ΚΝΕ»!

Στην «Τελευταία σελίδα» είναι διάχυτη η απογοήτευση από το ντόπιο σύστημα της «καλά οργανωμένης ανοργανωσιάς και της αιώνιας ακινησίας». Ο Καπλάνι τη συμμερίζεται: «Αν δεν αλλάξει αυτό το αρρωστημένο σύστημα, η χώρα θα πάθει καρκίνο». Ναι, αλλά κι ο ίδιος, μέσα σ’ αυτό δεν πρόκοψε; «Αν κέρδισα κάτι στην Ελλάδα, το οφείλω αποκλειστικά στις διαπροσωπικές σχέσεις» λέει. «Από τη σκοπιά του μετανάστη, τα σημάδια της παρακμής, σε θεσμικό επίπεδο, έκαναν μπαμ! Δεν υπάρχει χώρα χωρίς σκοτεινά σημεία. Απλώς εδώ γίνεται κατάχρηση και η απάθεια των ανθρώπων είναι αποκαρδιωτική. Υπάρχει φοβερή κρίση αυτοεικόνας. Το κενό γεμίζει με κηρύγματα μίσους. Θα ’θελα ν’ ακούω λιγότερα συνθήματα. Εκεί όπου ακούγονται πολλά συνθήματα, οι λέξεις δεν ενηλικιώνονται ποτέ...»

 

n

Σιγά σιγά, μαζί με το Χάρβαρντ, ο Καπλάνι ανακαλύπτει και τη Βοστόνη. «Η πόλη έχει επίσης μια ενδιαφέρουσα βαλκανική ιστορία, ως καταφύγιο Ελλήνων και Αλβανών μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο εθνικισμός ήταν έντονος τότε κι εντεινόταν περισσότερο από το ότι όλοι οι Αλβανοί μετανάστες στη Βοστόνη ήταν ορθόδοξοι και η πανίσχυρη ελληνική εκκλησία τους διεκδικούσε. Ίδρυσαν λοιπόν τις δικές τους ορθόδοξες εκκλησίες, θέτοντας επικεφαλής τους μια πολύ ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία, τον Στυλιάν Νόλι από τη Αδριανούπολη, γόνο μεικτής οικογένειας όπου μιλούσαν ελληνικά και αλβανικά, ο οποίος ξεκίνησε στα νιάτα του ως Έλληνας εθνικιστής και κατέληξε Αλβανός εθνικιστής. Οι μεταφράσεις του Σέξπιρ, που έκανε στα αλβανικά, παραμένουν αξεπέραστες. Όλα αυτά, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό, ανήκουν στο παρελθόν. Οι σημερινοί μετανάστες γίνονται προπαντός Αμερικανοί».

Ο Καπλάνι βρισκόταν στις ΗΠΑ και στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές. «Οι συζητήσεις το 2008 ήταν γεμάτες θυμό για τους αυτοκαταστροφικούς πολέμους του Μπους και ενθουσιασμό για την αλλαγή που έρχεται. Τώρα επικρατεί αμηχανία και αγωνία. Το “Ναι, μπορούμε” που χάρισε τη νίκη στον Ομπάμα, έχει αντικατασταθεί από το “Ο Μπιν Λάντεν είναι νεκρός. Η General Motors ζει”. Έτσι είναι, απλώς η General Motors δεν ζει όπως ζούσε το ’60, όταν απασχολούσε δυόμισι εκατομμύρια, προνομιούχους σχετικά, εργάτες. Η πιο πλούσια βιομηχανία της Αμερικής και του κόσμου ολόκληρου σήμερα, η Apple, έχει μόλις 43.000 υπαλλήλους που πληρώνονται λιγότερα από 25.000 δολάρια το χρόνο.

Τι κοινωνία θέλουμε; Έχει νόημα να μιλάμε ακόμα για το αμερικανικό όνειρο; Είναι η Αμερική μια υπερδύναμη ή μια αυτοκρατορία σε παρακμή υπό το βάρος του χρέους; Αυτά συζητιούνται τώρα. Η σχολή του Ρόμνι, χοντρικά, λέει “λεφτά υπάρχουν”, αρκεί να γίνουν όλα ιδιωτικά, να μειωθούν αν όχι να καταργηθούν οι φόροι, να υπάρχει πίστη στον Θεό και να δείχνει η Αμερική τα δόντια της σε όποιον δεν γουστάρει στον πλανήτη. Είναι η συνέχεια μιας ριζοσπαστικής, μεσσιανικής δεξιάς που κατέληξε στο Tea Party και φαντάζεται ότι ζει ακόμα στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η σχολή του Ομπάμα φαίνεται πως είναι εκείνη του επανασχεδιασμού της Αμερικής σε ορθολογικές βάσεις, προσπαθώντας να διασφαλίσει την αξιοκρατία, το ατομικό δικαίωμα επιλογής, την πολυπολιτισμικότητα, την πρόσβαση στην εκπαίδευση κι ένα στοιχειώδες δίχτυ προστασίας για τους πιο αδύναμους. Από το ποια θα επικρατήσει, κρίνεται το μέλλον της Δύσης ουσιαστικά».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ