Περιβαλλον

ECOVOICE: Το Κλίμα της Ανατολικής Μεσογείου και της Ελλάδος

Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον

41535-93522.jpg
Βασιλική Γραμματικογιάννη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
15070-41438.jpg

Πριν από μερικές ημέρες παρουσιάστηκε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γεώργιο Προβόπουλο και τον καθηγητή κ. Χρήστο Ζερεφό η μελέτη για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της. Στην ecovoice θα παρουσιάσουμε σταδιακά και όσο γίνεται πιο αναλυτικά όλα τα κεφάλαια της έκθεσης αφού το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής συνδέεται άμεσα με την επιβίωση μας. Στο πρώτο κεφάλαιο που παρουσιάζουμε σήμερα, γίνεται ιστορική αναδρομή στο κλίμα του πλανήτη, στην κατάσταση που βιώνουμε από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις και ποιό εκτιμούν οι επιστήμονες ότι θα είναι το μέλλον.

Η κλιματική ιστορία του τελευταίου ενός εκατομμυρίου χρόνων του πλανήτη μας χαρακτηρίζεται από κλιματικούς κύκλους διάρκειας περίπου 100 χιλιάδων χρόνων, οι οποίοι διαμορφώνονται από συνδυασμό τριών αστρονομικών περιοδικοτήτων με περιόδους 20, 40 και 100 χιλιάδων ετών και από εσωτερικούς μηχανισμούς του κλιματικού συστήματος της Γης. Ο κάθε κλιματικός κύκλος αποτελείται από μια σύντομη, 10-30 χιλιάδες χρόνια, μεσοπαγετώδη (θερμή) περίοδο και μια παρατεταμένη παγετώδη (ψυχρή) περίοδο. Ο κλιματικός κύκλος που διανύουμε σήμερα πέρασε στη φάση της παγετώδους περιόδου, πριν από 110 χιλιάδες χρόνια, την οποία διαδέχτηκε η σημερινή μεσοπαγετώδης περίοδος (Ολόκαινος), πριν από 11,5 χιλιάδες χρόνια.

Χαρακτηριστικό των τελευταίων αιώνων είναι η “Μικρή Παγετώδης Εποχή” (15ος έως 19ος αιώνας), στην οποία οι μέσες θερμοκρασίες στην Ελλάδα ήταν κατά 1,5 oC χαμηλότερες από τις σημερινές. Από το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει η άνοδος της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας με ρυθμό περίπου 0,7 ºC ανά 100 χρόνια. Ένα σημαντικό μέρος αυτής της ανόδου, έχει αποδοθεί στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Ιδιαίτερα η περιοχή της Μεσογείου έχει αναγνωρισθεί ως περιοχή ευάλωτη στην ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή. Εκτός από τις μεταβολές στη θερμοκρασία του αέρα, μεταβολές έχουμε επίσης και στις βροχοπτώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες παρουσιάζουν σημαντική μείωση από τα δυτικά προς τα ανατολικά και από βορρά προς νότο αλλά και μεγάλη διαφοροποίηση από περιοχή σε περιοχή, καθώς και έντονη μεταβλητότητα από έτος σε έτος. Όπως προκύπτει από τις υπάρχουσες μετρήσεις, κατά τον περασμένο αιώνα, οι βροχοπτώσεις μειώθηκαν κατά περίπου 20% στη Δυτική Ελλάδα και 10% στην Ανατολική Ελλάδα. Οι μειώσεις αυτές αποδίδονται κυρίως σε φυσικά αίτια γιατί μόνον κατά τις τελευταίες δεκαετίες η ανθρώπινη παρέμβαση μπορεί να ποσοτικοποιηθεί και αυτό γίνεται με κλιματικές προσομοιώσεις.

Επικεντρώνοντας στις προσομοιώσεις της ανθρωπογενούς παρέμβασης στο κλίμα και εστιάζοντας σε δύο ακραία σενάρια, προκύπτει ότι, σε επίπεδο επικράτειας, κατά το τέλος του 21ου αιώνα η βροχή αναμένεται ότι θα μειωθεί μεταξύ 5% και 19% αντίστοιχα. Επίσης, προκύπτει ότι κατά το τέλος του 21ου αιώνα η θερμοκρασία του αέρα θα αυξηθεί μεταξύ περίπου 3 οC και 4,5 οC αντίστοιχα. Η αύξηση της θερμοκρασίας θα είναι εντονότερη κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Επίσης θα είναι μεγαλύτερη στα ηπειρωτικά σε σύγκριση με τη νησιωτική Ελλάδα. Γενικά, οι προσομοιώσεις προβλέπουν σημαντικές μεταβολές σε πολλές κλιματικές παραμέτρους, όπως η σχετική υγρασία, η οποία αναμένεται να μειωθεί μεταξύ 1% και 4,5% , και η νεφοκάλυψη η οποία προβλέπεται με βάση τα δύο ακραία σενάρια να μειωθεί μεταξύ 1% και 4,5% . Ενδιαφέρον, ιδίως για τις ΑΠΕ, παρουσιάζουν η αναμενόμενη αύξηση της ηλιακής ακτινοβολίας στο σύνολο της επικράτειας, η οποία προβλέπεται να αυξηθεί μεταξύ 2,3 W/τετρ. μ. και 4,5 W/τετρ. μ., καθώς και η αύξηση της έντασης των ετησίων ανέμων κατά 10% προς το τέλος του 21ου αιώνα.

Επίσης προέκυψε ότι στα ηπειρωτικά ο αριθμός των ημερών κατά τις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία θα υπερβαίνει τους 35 οC θα είναι μεγαλύτερος κατά 35-40 ημέρες την περίοδο 2071-2100 σε σύγκριση με το παρόν. Ακόμα μεγαλύτερη αύξηση (περίπου 50 ημέρες) θα σημειωθεί στον αριθμό των ημερών με ελάχιστη θερμοκρασία άνω των 20 οC (τροπικές νύκτες). Οι παράκτιες και νησιωτικές περιοχές πλήττονται περισσότερο από ό,τι περιοχές στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας. Σε αντιδιαστολή, ο αριθμός των ημερών με νυκτερινό παγετό αναμένεται να μειωθεί, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα (μείωση έως και κατά 40 ημέρες). Τέλος, κατά τον 21ο αιώνα αναμένεται αύξηση του αριθμού των ημερών με δυσφορία, δηλαδή συνδυασμό αυξημένης θερμοκρασίας και υγρασίας, ιδίως στα παράκτια και τα νησιωτικά συμπλέγματα, με ενδεχόμενο αντίκτυπο στην υγεία και στον τουρισμό. Ειδικά τα παράκτια του Ιονίου και τα Δωδεκάνησα θα έχουν 40 επιπλέον ημέρες με δυσφορία το 2071-2100. Οι ορεινές περιοχές αντίθετα δεν έχουν σημαντικές μεταβολές σε αυτή την παράμετρο, δηλαδή διατηρούν το δροσερό καλοκαιρινό κλίμα τους.

Η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της χρονικής διάρκειας της βλαστητικής περιόδου κατά 15-35 ημέρες. H διάρκεια των ξηρών περιόδων αυξάνεται κυρίως στην Ανατολική ηπειρωτική χώρα (Ανατολική Στερεά, Ανατολική Πελοπόννησο και Εύβοια) και Βόρεια Κρήτη, όπου αναμένονται περισσότερες από 20 επιπλέον ημέρες ξηρασίας μέχρι το 2021-2050 και μέχρι 40 ημέρες το 2071-2100. Στη Δυτική και Βόρεια Ελλάδα οι αυξήσεις αυτές θα είναι κατά 50% μικρότερες. Ο εξαιρετικά αυξημένος κίνδυνος για πυρκαγιά αυξάνεται κατά 20 ημέρες το 2021-2050 και κατά 40 ημέρες το 2071-2100 σε όλη την Ανατολική Ελλάδα, από τη Θράκη ώς την Πελοπόννησο. Μικρότερες αυξήσεις αναμένονται στη Δυτική Ελλάδα, κυρίως λόγω του υγρότερου κλίματος της περιοχής. Μεταβολές αναμένονται επίσης ως προς τις ακραίες τιμές της βροχόπτωσης. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και τη ΒΔ Μακεδονία η μέγιστη ποσότητα του νερού που πέφτει σε διάστημα έως 3 ημέρες αναμένεται να αυξηθεί σε ποσοστό έως 30%, ενώ στη Δυτική Ελλάδα αναμένεται να μειωθεί σε ποσοστό έως 20%. Σε αντιδιαστολή με τις πλημμυρικές περιόδους, οι μεγαλύτερες αυξήσεις της διάρκειας των ξηρών περιόδων, θα σημειωθούν στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στη Βόρεια Κρήτη, όπου αναμένονται μέχρι και 40 επιπλέον ημέρες το 2071-2100.

Μια σημαντική επίπτωση της ανόδου της θερμοκρασίας είναι και η προβλεπόμενη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι. Ειδικότερα, στα πεδινά ηπειρωτικά κατά την περίοδο 2071-2010 θα υπάρχει αυξημένη ανάγκη ψύξης έως και 40 επιπλέον ημέρες το χρόνο, ενώ στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές οι αυξήσεις θα είναι μικρότερες. Μια θετική πτυχή της αλλαγής του κλίματος αποτελεί η μειωμένη ενεργειακή απαίτηση για θέρμανση που προβλέπεται για τη χειμερινή περίοδο. Η μείωση αυτή φθάνει τις 40 ημέρες για την περίοδο 2071-2100.

Από τους υπολογισμούς προκύπτει ότι θα υπάρξει άνοδος της μέσης στάθμης της θάλασσας από 0,2 έως και 2 μέτρα μέχρι το 2100. Βεβαίως, θα πρέπει να τονιστεί και η αβεβαιότητα ως προς την ασφαλή εκτίμηση της επικινδυνότητας μιας περιοχής λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, διότι η επικινδυνότητα αυτή δεν καθορίζεται μόνον από το ρυθμό και το εύρος της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, αλλά και από άλλους τοπικούς παράγοντες, όπως ο τεκτονισμός, η προσφορά ιζήματος (από τη χέρσο) και η παράκτια γεωμορφολογία/λιθολογία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η παράκτια ζώνη της Βόρειας Πελοποννήσου, με ρυθμούς ανύψωσης από 0,3 έως 1,5 χλστ./έτος, της Κρήτης με 0,7 έως 4 χλστ./έτος και της Ρόδου με 1,2-1,9 χλστ./έτος. Έτσι, π.χ., μια μέση τιμή ανόδου της στάθμης της θάλασσας της τάξεως των 4,3 χλστ./έτος θα περιοριστεί στα 3,5 χλστ./έτος χάρη στην αφαιρετική δράση μιας μέσης τιμής τεκτονικής ανύψωσης της τάξεως των 0,8 χλστ./έτος. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι, από τα περίπου 16.200 χλμ., τα 960 χλμ. (6% της συνολικής ακτογραμμής) αντιστοιχούν σε παράκτιες δελταϊκές περιοχές υψηλής ευπάθειας, τα 2.400 χλμ. (15% της συνολικής ακτογραμμής) αντιστοιχούν σε νεογενή μαλακά ιζήματα μέτριας ευπάθειας, ενώ τα υπόλοιπα 12.900 χλμ. (79% της συνολικής ακτογραμμής) αντιστοιχούν σε βραχώδεις παράκτιες περιοχές χαμηλής ευπάθειας. Επομένως, το συνολικό μήκος ακτογραμμής μέτριας έως υψηλής ευπάθειας στην άνοδο της θαλάσσιας στάθμης είναι περίπου 3.360 χλμ., δηλαδή το 21% του συνόλου. Εάν δεν υπάρξει τεκτονική και γεωδυναμική διόρθωση της ενδεχόμενης ανόδου της στάθμης της θάλασσας κατά 0,5 μ. και 1 μ. σε δελταϊκές περιοχές υψηλής επικινδυνότητας, όπως π.χ. του Αξιού-Αλιάκμονα και του Αλφειού, προκύπτει ότι το εύρος της υποχώρησης της ακτογραμμής θα κυμαίνεται μεταξύ 30 μ. και 2.750 μ., ενώ το αντίστοιχο εύρος για υποθετική άνοδο κατά 1 μ. θα κυμαίνεται μεταξύ 400 μ. και 6.500 μέτρων.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ