Πολιτικη & Οικονομια

Ντομινίκ Στρος-Καν

Ποινικοποίηση της ιδιωτικής ζωής και μελοδραματικά call-girls. Η καταστροφή ενός ανθρώπου διαρκεί τέσσερα χρόνια

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 516
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
89741-201706.jpg

Παρακολουθώ την καταστροφή του Ντομινίκ Στρος-Καν που διαρκεί τέσσερα χρόνια. Πράγματι, είναι δύσκολο να τον συμπονέσει κανείς – κι όμως, παρά την κοινωνική και οικονομική του ισχύ, ο Στρος-Καν είναι θύμα μιας χονδροειδούς αναντιστοιχίας. Ως πολίτης, και ως γυναίκα, δεν θα ήθελα να βρεθώ στο ίδιο δωμάτιο μαζί του – όχι επειδή θα μου επετίθετο (αν και sex-addicted, υποθέτω ότι προτιμά νεότερους και πιο ευάλωτους στόχους) αλλά επειδή συνηθίζω να παίρνω απόσταση από την ψυχική ασθένεια. Το πρόβλημα με την ψυχική ασθένεια είναι πως όταν είσαι πλούσιος ψυχοπαθής θεωρείσαι εκκεντρικός, ενώ όταν είσαι φτωχός θεωρείσαι μουρλός και για δέσιμο. Και, συνήθως, σε δένουν. Γι’ αυτό, επί τόσα χρόνια, ο Στρος-Καν δεν υπεβλήθη στη θεραπεία που έπρεπε να αναζητήσει και συνέχισε να επιδεικνύει ανάρμοστη συμπεριφορά. Σ’ αυτό, ως πλούσιος και ισχυρός, είχε πολλούς συνενόχους: κοντολογίς, έκανε ό,τι του επιτρεπόταν να κάνει.

Τούτου λεχθέντος, τόσο η υπόθεση του Σοφιτέλ το 2011, όσο και η δίκη περί μαστροπείας τις τελευταίες εβδομάδες πήραν διαστάσεις κοινωνικής εκδίκησης. Είχα σχολιάσει την πρώτη υπόθεση εκείνη την εποχή υπογραμμίζοντας την ανοησία του αμερικανικού συστήματος δικαιοσύνης, τον απαράδεκτο perp walk και το κελί στη φυλακή Ράικερς (που δείχνουν μιαν αντίληψη αντίθετη από την ευρωπαϊκή: είσαι ένοχος μέχρι να αθωωθείς) και την ανθρωποφάγο συμπεριφορά των μέσων ενημέρωσης που έπεσαν, χωρίς εξαίρεση, στο επίπεδο των tabloids. Αν προσθέσουμε την κραυγαλέα δράση εκείνης της μερίδας των φεμινιστριών που θεωρούν τις γυναίκες λεία των αρπακτικών ανδρών, καθώς και τη χαιρεκακία της γαλλικής (και διεθνούς) δεξιάς, η υπόθεση του σχεδόν βιασμού της καμαριέρας χρησιμοποιήθηκε για να εξουδετερωθεί ένας μάλλον ενδιαφέρων πολιτικός.

Γνωρίζαμε μέσες-άκρες ότι ο Ντομινίκ Στρος-Καν, ως εξέχουσα προσωπικότητα της αριστεράς χαβιάρι-σαμπάνια, έπαιρνε μέρος σε άγρια πάρτι – και παρότι λίγοι από μας θα εγκρίναμε (θα ψηφίζαμε ή θα υποστηρίζαμε με οποιονδήποτε τρόπο) ένα σεξομανή πολιτικό που σνιφάρει κόκα μαζί με πλήθος call-girls, η ιδιωτική ζωή του Στρος-Καν δεν μας αφορούσε. Ξαφνικά, τα πράγματα εκτροχιάστηκαν. Απεκαλύφθη το προφανές: ο Στρος-Καν εκμεταλλευόταν τη θέση και την αίγλη του για να προσελκύει γυναίκες σε σκηνικά ακραίας κραιπάλης. Ωστόσο, αν και πρόκειται για απεχθή στάση ζωής, δεν πρόκειται για κολάσιμη πράξη, δεν πρόκειται για έγκλημα. Θα είχαμε να κάνουμε με έγκλημα αν υπήρχε βία ή συμμετοχή ανηλίκων στην, ας πούμε, «ασωτία». Ο υπαινιγμός βίας προέκυψε στην περίπτωση της Ναφισάτου Ντιάλλο και στοίχισε στον Στρος-Καν την πολιτική του σταδιοδρομία, τον γάμο του (τον κάπως αλλόκοτο) και, φαντάζομαι, πολλούς από τους φίλους του.

Ερχόμαστε στην υπόθεση της μαστροπείας. Σ’ αυτή την περίπτωση ο Στρος-Καν στάθηκε στο εδώλιο εξαιτίας των συγκεχυμένων γαλλικών νόμων περί πορνείας: στη Γαλλία η πορνεία δεν απαγορεύεται, απαγορεύεται όμως η ενθάρρυνσή της – εν τέλει, σε παρόμοιες υποθέσεις που φτάνουν στο δικαστήριο, ο δικαστής προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μέσα σε μια νομοθετική νεφέλη. Στη δίκη του Στρος-Καν, τα call-girls που συμμετείχαν στα πάρτι του ισχυρίστηκαν ότι «σχεδόν» βιάστηκαν – αυτό το «σχεδόν» φαίνεται να τον καταδιώκει. Πάντως, δεν είναι η πρώτη φορά όπου ακριβοπληρωμένα call-girls παίζουν τον ρόλο της παραστρατημένης και, με τη συμβουλή πανούργων δικηγόρων, παριστάνουν τα αρχάρια κορίτσια από την επαρχία.

Αυτή η έκθεση θυμάτων είναι το αποτέλεσμα δύο φαινομένων: πρώτον, της υπερβολικής και θεαματικής ισχυροποίησης ορισμένων προσώπων τα οποία διάγουν τον βίο τους με τον εφησυχασμό ότι δεν θα εκτεθούν ποτέ στον νόμο ή στη λαϊκή κατακραυγή. Μας εντυπωσιάζει το πώς ένα δημόσιο πρόσωπο του διαμετρήματος του Στρος-Καν επέμεινε σε ένα στιλ ζωής που ακροβατούσε στα όρια της νομιμότητας ή/και του εξευτελισμού. Ο Στρος-Καν δεν φαινόταν να λαμβάνει υπόψη ότι αν οι λεπτομέρειες αυτού του στιλ ζωής γίνονταν υπερβολικά ορατές στο ευρύ κοινό (όπως έγιναν, αναπόφευκτα), θα επέσυραν μαστίγωμα εκ μέρους του αγριεμένου πλήθους.

Το δεύτερο φαινόμενο είναι η αντίδραση του πλήθους που απολαμβάνει την πτώση των ισχυρών. Ο Στρος-Καν πλήρωσε ακριβά την απερίσκεπτη και πιθανώς κτηνώδη συμπεριφορά του: όπως είπα, τα έχασε όλα – εκτός από τα χρήματα που, έτσι κι αλλιώς, του περίσσευαν. Ωστόσο, τίθεται ένα πρόβλημα ηθικής: η ιδιωτική ζωή δεν μπορεί να ποινικοποιείται· μπορεί μόνο να κρίνεται με όρους ηθικής και αισθητικής.

Η δίκη του Στρος-Καν δεν είχε σχέση με τον νόμο – είχε σχέση με τα παιχνίδια εξουσίας των Γάλλων δικαστών, με την εκστρατεία αρετής των πουριτανών (δεν παραιτούνται ποτέ), με τη βιομηχανία κουτσομπολιού, με τον λαϊκό αντισημιτισμό («οι έκφυλοι Εβραίοι που κυβερνούν τον κόσμο»), με τον ταξικό φθόνο, με τη συνωμοσιολογία και τις πολιτικές μηχανορραφίες, που, καμιά φορά, τις προλαβαίνουν τα ίδια τα γεγονότα. Τέλος, είχε σχέση με τη συνήθεια του πόπολου να αποθεώνει τους «διάσημους» και στη συνέχεια, όχι μόνο να τους γυρίζει την πλάτη, αλλά να τους λιντσάρει και να τους διαμελίζει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ