Πολιτικη & Οικονομια

Η στιγμή της πραγματικής πολιτικής

Έστω και με έξι χρόνια καθυστέρηση αυτή η στιγμή ήρθε

27008-103905.jpg
Δημήτρης Σκάλκος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
89152-179732.jpg

Η πρόσφατη συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης συνιστά μία απόλυτα θετική εξέλιξη καθώς, πέρα από την αντιμετώπιση του πιεστικού προβλήματος μίας πιθανής χρεοκοπίας με ανυπολόγιστες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνέπειες, συμβάλει αποφασιστικά στην ουσιαστική πολιτική ενηλικίωση της χώρας.

Πρώτον, με την εγκατάλειψη από το ΣΥΡΙΖΑ της ρητορικής περί χρέους και την πρόταξη της αναγκαιότητας προώθησης αλλαγών στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα γίνεται πλέον αντιληπτό πως, το πραγματικό ελληνικό πρόβλημα δεν συνίσταται στη δημοσιονομική κρίση αλλά σε κρίση του ακολουθούμενου παραγωγικού μοντέλου και της λειτουργίας του κράτους. Οι δανειστές μας γνωρίζουν άλλωστε πολύ καλά ότι το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος της χώρας μας πρακτικά ποτέ δεν πρόκειται να αποπληρωθεί στο σύνολό του (και όπως μας θυμίζει ο Άνταμ Σμιθ στον Πλούτο των Εθνών, ποτέ στην ιστορία κανένα κράτος δεν πλήρωσε τα χρέη του). Προς τούτο και επικεντρώνουν τις απαιτήσεις τους στο μετασχηματισμό του ελληνικού μοντέλου σε ένα σύστημα που δεν θα παράγει χρέη εξ ορισμού. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση ορθά αρκείται στην εξασφάλιση ευνοϊκών (βιώσιμων) όρων εξυπηρέτησης του χρέους, τέτοιων που δεν θα υπονομεύουν τις δυνατότητες ανάκαμψης της οικονομίας μέσω της υποχρέωσης διατήρησης υπερβολικών δημοσιονομικών πλεονασμάτων που αφαιρούν το αναγκαίο «δημοσιονομικό μαξιλάρι» και επιτείνουν την έλλειψη ρευστότητας. 

Δεύτερον, θρυμματίζει (δυστυχώς με επώδυνο τρόπο για πολλούς) τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργήθηκαν συστηματικά στο πολιτικό σώμα από την αντιπολίτευση ότι η υπέρβαση της κρίσης μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς κόστος, με την υιοθέτηση διαφόρων ευφάνταστων προτάσεων πολιτικής, ενίοτε επιστημονικά ελεγχόμενων και συχνά πολιτικά επικίνδυνων για την πορεία της χώρας. Ψευδαισθήσεις που βραχυκύκλωσαν τον πολιτικό διάλογο και διευκόλυναν τη δημαγωγία, επιτρέποντας τον θλιβερό διαχωρισμό πολιτών και πολιτικών σε «πατριώτες» και «προδότες» και υπονομεύοντας τη δυνατότητα επίτευξης της απαιτούμενης συναίνεσης. Ψευδαισθήσεις που ενίσχυσαν τα πολιτικά άκρα και περιθωριοποίησαν τον χώρο του προοδευτικού και φιλελεύθερου κέντρου, σε μια ιστορική συγκυρία που η ισχυρή παρουσία του ήταν περισσότερο από ποτέ αναγκαία.

Τρίτον, η ενεργός συμμετοχή στη συγγραφή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων και στην εξειδίκευση των ειδικών μέτρων στους επόμενους δύο μήνες, επιτρέπει στην κυβέρνηση να διεκδικήσει την «ιδιοκτησία» των επιδιωκόμενων αλλαγών. Στερεί το πολιτικό προσωπικό από την εύκολη αντι-μνημονιακή ρητορική μέσω της επίκλησης του εξαναγκασμού υιοθέτησης των μνημονίων υπό την ασφυκτική πίεση των δανειστών («τρόικα»), κάτι που επέτεινε τη σύγχυση για την αναγκαιότητα των επιδιωκόμενων αλλαγών. Ταυτόχρονα όμως, η ανάκτηση της ιδιοκτησίας των μεταρρυθμίσεων επιτρέπει την προσαρμογή του προγράμματος στις ειδικές συνθήκες και τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, πέρα από περιττές, αναποτελεσματικές, ενίοτε και ιδεοληπτικές συστάσεις των δανειστών (άλλωστε καμία οικονομική θεωρία δεν είναι προφυλαγμένη από την πιθανότητα λανθασμένων εκτιμήσεων και κανένας πολιτικός χώρος από το μικρόβιο του δογματισμού). Έτσι, για παράδειγμα, η επιτυχής μετάβαση της μετα-κομμουνιστικής Πολωνίας στην ανοιχτή οικονομία και οι πραγματικά εντυπωσιακές επιδόσεις της περιόδου 1994-1997, κατέστησαν εφικτές έπειτα από την υιοθέτηση ενός εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων (Στρατηγική για την Πολωνία, 1993) το οποίο και αντικατέστησε τις μονοδιάστατες και προκάτ οικονομικές «συνταγές» του 1990.

Στην παρούσα συγκυρία, η κυβέρνηση φαίνεται να συγκεντρώνει σχεδόν όλες τις προϋποθέσεις που συμβάλουν στην επιτυχή προώθηση των μεταρρυθμίσεων: ευρεία κοινωνική αποδοχή καθώς ακόμη βρισκόμαστε στο μετεκλογικό «μήνα του μέλιτος», πολιτική συναίνεση μεγάλου μέρους της αντιπολίτευσης και άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προ στιγμή ανοργάνωτα πολιτικά συμφέροντα λόγω της πρόσφατης κυβερνητικής αλλαγής. Ωστόσο, παραμένουν αναπάντητα ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα που είναι δυνατό να υπονομεύσουν το φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης:

- Πώς θα καλυφθεί η χαώδης απόσταση που χωρίζει τη νέα οικονομική πραγματικότητα και τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης; Όταν και αρκούσε απλά το σκίσιμο του Μνημονίου για την επιστροφή της χώρας στην ποθούμενη «κανονικότητα», δηλαδή στο μακρο-οικονομικό λαϊκισμό που σφράγισε τη μεταπολίτευση και οδήγησε στη σημερινή δραματική κατάσταση;

- Δεύτερον, πώς θα αντιμετωπιστεί η εντελώς φυσιολογική κόπωση του κοινωνικού σώματος έπειτα από την πολυετή σφοδρή ύφεση με εμφανή τα σημάδια που άφησε; Και μακριά από τις ευκολίες της επικοινωνιακής πολιτικής των κυβερνήσεων πρέπει να επισημάνουμε ότι, καμία μεταρρύθμιση δεν είναι ελεύθερη βαρών, τα κόστη τους κατανέμονται άνισα και τα οφέλη τους συχνά δεν αποδίδουν άμεσα.

- Τρίτον, με δεδομένο ότι οι πολιτικές ιδέες και αξίες επιβάλουν πάντοτε περιορισμούς στην ατομική και συλλογική δράση, πώς θα εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις στην πράξη από μία ηγεσία που πορεύτηκε και ένα κομματικό ακροατήριο που γαλουχήθηκε με βασικό σύνθημα την ακύρωση κάθε προηγούμενης μεταρρύθμισης, καθώς δεν απορρίπτουν κάθε χρησιμότητά τους;

Σε κάθε περίπτωση όμως, η έξοδος από την κρίση περνά αναγκαστικά μέσα από την επιστροφή της πραγματικής πολιτικής. Έστω και με έξι χρόνια καθυστέρηση αυτή η στιγμή ήρθε. Και με τα (πολύ) δύσκολα να βρίσκονται μπροστά μας, μπορούμε για πρώτη φορά να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ