Πολιτικη & Οικονομια

Ας προχωρήσουμε επιτέλους μπροστά!

Να αλλάξουμε τη χώρα χωρίς να την γκρεμίσουμε!

59373-129772.JPG
Μαρία Βιτωράκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
86112-173666.jpg

Στην πολιτική, συχνά οι «αντίπαλοι» επενδύουν στην αδύνατη μνήμη των πολιτών και στοχεύουν στις «εντυπώσεις». Έτσι σήμερα, σε μία από τις κρισιμότερες εκλογικές αναμετρήσεις, για άλλη μια φορά άλλα λέγονται προεκλογικά και άλλα θα γίνουν μετεκλογικά.

Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, είναι η συμπύκνωση του λαϊκισμού στον οποίο σταθερά επενδύουν τα παραδοσιακά κόμματα (αν δεν σας αρέσουν οι απόψεις μου έχω κι άλλες...)

Ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσει κανείς σε βάθος τι πρεσβεύει το κάθε κόμμα είναι να το παρακολουθήσει «στο πεδίο», δηλαδή στις καθημερινές παρεμβάσεις του, σε καθημερινά προβλήματα. Και εκεί αποκαλύπτεται σε όλο του το μέγεθος αν έχει επεξεργασμένες προτάσεις, αν μπορεί να συμβάλει σε συνθέσεις και λύσεις και εντέλει αν πραγματικά υπερασπίζεται και αναβαθμίζει την ποιότητα της δημοκρατίας.

Για αρκετά χρόνια παρακολουθώ στο καθημερινό πεδίο τις πολιτικές δυνάμεις που συναγωνίζονται σήμερα για την πρώτη θέση (δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ), και μόνο αρνητικά συμπεράσματα έχω βγάλει τόσο για την ποιότητα των πολιτικών τους όσο και για τον τρόπο που παρεμβαίνουν.

Για να γίνει αυτό σαφές, θα δώσω δύο παραδείγματα που συνδέονται με το μεγάλο ερώτημα «τι ανάπτυξη θέλουμε και πώς θα την πετύχουμε», στο οποίο απαντάμε με καθημερινές πολιτικές επιλογές. Για όσους και όσες πιστεύουμε ότι η ανάπτυξη και η ευημερία συνδέονται με την περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα, ορισμένα θέματα είναι λυμένα προς πολύ συγκεκριμένες κατευθύνσεις. 

Πολιτική για το κλίμα και την ενέργεια

Η κλιματική αλλαγή είναι ήδη μια πραγματικότητα. Απειλεί περισσότερο τους πιο φτωχούς και αδύναμους στον πλανήτη, και αν δεν αντιμετωπιστεί θα αυξήσει δραματικά τη φτώχεια και τη δυστυχία βαθαίνοντας περισσότερο την οικονομική ανισότητα. Άρα δεν είναι μόνο περιβαλλοντικό ζήτημα, αλλά και βαθιά κοινωνικό!

Συγχρόνως είναι και μια μεγάλη ευκαιρία αλλαγής της οικονομίας. Πολλές χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργηθούν και στην Ελλάδα, αν ακολουθήσουμε με συνέπεια και σταθερότητα μια ενεργειακή πολιτική που θα στηρίζεται σε δύο μεγάλους πυλώνες, την εξοικονόμηση ενέργειας και την ανάπτυξη των ΑΠΕ.

Στο παραπάνω επίπεδο και τα δύο κόμματα που συναγωνίζονται για την πρώτη θέση, έχουν μεγάλες αντιφάσεις και παρουσιάζουν πολιτικό έλλειμμα.

Η ΝΔ ως κύρια υπεύθυνη για την κυβερνητική πολιτική στο θέμα της κλιματικής και ενεργειακής πολιτικής δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον για την ενθάρρυνση επενδύσεων στην εξοικονόμηση ενέργειας και στις ΑΠΕ και να βάλει τη χώρα σε μια πορεία απεξάρτησης από το λιγνίτη.

Οι παλινωδίες της πολιτικής του ΥΠΕΚΑ για τη ρύθμιση των φωτοβολταϊκών και της αυτοπαραγωγής, τα φτωχά και περιορισμένα προγράμματα για την εξοικονόμηση ενέργειας (πχ το ανεπαρκές «εξοικονομώ κατ’ οίκον»), η λαϊκίστικη επένδυση σε δήθεν «λύσεις» που σχετίζονται με αξιοποίηση εγχώριων υδρογονανθράκων, η επιλογή να προωθήσουν, χωρίς μελέτες βιωσιμότητας, τις νέες λιγνιτικές μονάδες στην Πτολεμαΐδα αποδεικνύουν τα παραπάνω.

Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι αν θα διασφαλίζεται ο δημόσιος χαρακτήρας της (βρώμικης) ΔΕΗ, στηρίζοντας κατ’ ουσία το λιγνιτικό μοντέλο (το θέμα λοιπόν είναι σε ποιον ανήκει και ποιος διαχειρίζεται το λιγνίτη και όχι αν θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε το λιγνίτη ως κύριο καύσιμο για την οικονομία μας), ενώ κινήματα πολιτών σε όλη την Ελλάδα, υποστηριζόμενα από τον Σύριζα, έχουν πολεμήσει με νύχια και με δόντια την ανάπτυξη αιολικών πάρκων (τις λεγόμενες ΒΑΠΕ), με πιο πρόσφατο το παράδειγμα της Κρήτης.

Υπάρχει άλλη λύση; Μα φυσικά και υπάρχει! Σταθερό θεσμικό πλαίσιο που θα διευκολύνει μικρές και μεγάλες (ναι, χρειαζόμαστε και μεγάλες) επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια, βασισμένες σε ένα σαφές χωροταξικό πλαίσιο και μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης που αποθαρρύνουν τους επενδυτές. Ενημέρωση, και όχι αποκλεισμός από τη διαβούλευση, των τοπικών κοινωνιών, σαφή ανταποδοτικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, οικονομικά κίνητρα για τους μικροεπενδυτές.

Η Διαχείριση των απορριμμάτων

Ενώ στην Ευρώπη αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια μια δυναμική κυκλική οικονομία που στηρίζεται στην αξιοποίηση των απορριμμάτων και έχει δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, στην Ελλάδα συνεχίζουμε να θάβουμε το 80% των απορριμμάτων σε χωματερές. Όλοι συμφωνούν ότι θα πρέπει να στηριχθεί η πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση με διαλογή στην πηγή, όμως δεν εξηγούν πώς θα το καταφέρουμε.

Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, εκπροσωπούμενοι για χρόνια και στην τοπική αυτοδιοίκηση, έδωσαν προτεραιότητα στην κατασκευή ΧΥΤΑ (δηλαδή αδιαφόρησαν για θέσεις εργασίας), ενώ στήριξαν ή ανέχτηκαν τις πελατειακές σχέσεις της με μικρούς και μεγάλους εργολάβους, αλλά και τις συντεχνίες (π.χ. ΠΟΕ ΟΤΑ) που δήθεν εκπροσωπούσαν το συμφέρον των εργαζομένων, ενώ συγχρόνως συντηρούσαν την αναποτελεσματική δημόσια διαχείριση, δηλαδή τη διαιώνιση του προβλήματος (μαζεύουμε και θάβουμε).

Η επιλογή των υπερ-συγκεντρωτικών μονάδων επεξεργασίας (όπως αποφασίστηκε στην Αττική και αλλού), επίσης δεν άφηνε χώρο για την ανάπτυξη μιας κυκλικής οικονομίας απορριμμάτων.

Ο Σύριζα και σε αυτή την περίπτωση ακολούθησε τη γνωστή «καταγγελτική» πρακτική, και σήμερα προσπαθεί να αποδομήσει τους σχεδιασμούς ετών (π.χ. στην Αττική, με την πρόσφατη απόρριψη των μονάδων ΣΔΙΤ), χωρίς όμως να προτείνει ένα εναλλακτικό σχέδιο.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι συνεχίζουμε να αναπαράγουμε το αποτυχημένο μοντέλο του παρελθόντος, ενώ παρεμποδίζεται η εμπλοκή ιδιωτών στη διαχείριση των απορριμμάτων που θα μπορούσε να προσφέρει θέσεις εργασίας.

Υπάρχει λύση; Μα φυσικά και υπάρχει! Όχι αποδόμηση, αλλά τροποποίηση του ΠΕΣΔΑ Αττικής και άλλων, καλή οργάνωση και σχεδιασμός τόσο σε τοπικό, όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, στήριξη της επιχειρηματικότητας που αξιοποιεί τα χρήσιμα υλικά πριν γίνουν σκουπίδια (με πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση στην πηγή), όχι πλήρης απόρριψη των ΣΔΙΤ αλλά τροποποίησή τους.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: αν πραγματικά θέλουμε να αλλάξουμε ως κοινωνία, πρέπει να στηριχθούμε όχι στο γκρέμισμα, την αντιπαράθεση και την οργή, αλλά στην οικοδόμηση της συναίνεσης που είναι απαραίτητη για να προχωρήσουμε επιτέλους μπροστά!

Εμείς στο Ποτάμι έχουμε αποδείξει ότι στηριζόμαστε σε μια άλλη λογική, παρεμβαίνουμε με δημιουργικό τρόπο στην πολιτική και στα καθημερινά προβλήματα, επιδιώκουμε τις συνθέσεις και συναινέσεις, γιατί ο στόχος μας είναι ένας: να αλλάξουμε τη χώρα χωρίς να την γκρεμίσουμε!


Η Μαρία Βιτωράκη είναι πολιτικά υπεύθυνη για θέματα διαχείρισης απορριμμάτων και υποψήφια βουλευτής στη Β΄ Αθήνας με το Ποτάμι

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ