Πολιτικη & Οικονομια

Υπερπληροφόρηση, «δημοκρατικός διάλογος» και πνευματική οκνηρία

Δίπλα σ' εκείνους που είναι πρόθυμοι να μην πιστέψουν τίποτα, υπάρχουν και εκείνοι που θα πιστέψουν οτιδήποτε

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 504
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
81058-181304.jpg

Η ελευθερία της έκφρασης δεν σημαίνει, απαραιτήτως, ελευθερία της σκέψης: όλοι θα συμφωνήσουμε σ’ αυτό. Συχνά, η χρήση του δικαιώματος αποδεικνύει πόσο λίγα έχουν να πουν οι άνθρωποι –πόσο φτωχή είναι η σκέψη τους, πόσο αστήρικτα είναι τα επιχειρήματά τους. Αν αφιερώσουμε, για παράδειγμα, ένα βροχερό απόγευμα διαβάζοντας γνώμες και ιδέες στο Ίντερνετ– «πρωτότυπες» ή δανεισμένες και ανακυκλωμένες από εφημερίδες και opinion makers- θα βρεθούμε μπροστά σ’ ένα ευρύ φάσμα βλακείας, που αποτελεί, πιθανότατα, το ισχυρότερο ανθρώπινο γνώρισμα. Αλλά κι αν δεν πάρουμε αυτή τη μικρή απόφαση, είμαστε υποχρεωμένοι, από την κουλτούρα που έχουμε αποδεχθεί, να ακούμε και να προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με ανθρώπους-φορείς θεοπάλαβων ιδεών. «Σέβομαι την άποψή σας» είναι η επωδός κάθε πολιτισμένης διαμάχης – αλλά, ευτυχώς, λέμε ψέματα: συχνά σεβόμαστε τα άτομα, υπό την έννοια ότι δεν τα χτυπάμε στο κεφάλι με τη βαριοπούλα, αλλά δεν σεβόμαστε τις ανοησίες που αραδιάζουν.

Ο ιδεολογικός πλουραλισμός έχει αναδειχθεί σε υπέρτατη αξία και έχει καταντήσει μια μορφή άκρατου υποκειμενισμού: «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε». Ακόμα και οι πιο περιθωριακές, εξωτικές ή και παραληρητικές πεποιθήσεις –συμπεριλαμβανομένων των παροτρύνσεων σε πράξεις μίσους και βίας– γίνονται «σεβαστές»: εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν βιβλία τρομοκρατών στο πλαίσιο της ελευθερίας της γνώμης και υπάρχουν αναγνώστες που τα διαβάζουν. Πρόκειται για παρόμοιο φαινόμενο με τη λατρεία της «διαφορετικότητας» στις δυτικές κοινωνίες – μια λατρεία που υποτίθεται ότι συνεπάγεται πρόοδο του νου και των δημοκρατικών ηθών. Σεβόμαστε λοιπόν την ελευθερία έκφρασης των αντιπάλων μας απαντώντας στα επιχειρήματά τους όσο παράλογα και να είναι: μοιραζόμαστε, ατάραχοι, το ίδιο τραπέζι, το «πάνελ», με ανθρώπους που λένε (ή και κάνουν) εξωφρενικά πράγματα. Θυμάμαι τον εαυτό μου να κάθομαι ανάμεσα σε αρνητές του Έιτζ οι οποίοι παρακινούσαν οροθετικούς να σταματήσουν τη φαρμακευτική αγωγή και να συνεχίσουν, ανέμελα, τον βίο τους. Αντί να σηκωθώ και να βάλω τις φωνές, αποφάσισα να «σεβαστώ» την παλαβομάρα. Το ίδιο έχει, φυσικά, επαναληφθεί άπειρες φορές με διαφορετικές παλαβομάρες.

Διαχέεται λοιπόν ένα είδος ριζοσπαστικού σχετικισμού, που σημαίνει αμφιβολία χωρίς όρια: σε ένα πολιτιστικό περιβάλλον που ορίζεται από τη (σχετική, όχι καθολική) κατάρρευση των μεγάλων κοσμοθεωριών και την αύξηση της αβεβαιότητας, παρατηρείται η τάση να τεθούν στο ίδιο επίπεδο όλες οι θεωρίες για τα ιστορικά και τα κοινωνικά γεγονότα. Τα στοιχεία δεν εξετάζονται, δεν ταυτοποιούνται, δεν ταξινομούνται: ακούγονται μόνον οι ερμηνείες των γεγονότων, οι οποίες έχουν, όλες ανεξαιρέτως, κάποια αξία εφόσον όλες ανεξαιρέτως μπορούν να αμφισβητηθούν. Ορισμένοι «αρνητές» της 11ης Σεπτεμβρίου ισχυρίζονται ότι η CIA και το Πεντάγωνο οργάνωσαν το τρομοκρατικό χτύπημα: μα, αγανακτώ, δεν μπορούμε να λέμε ό,τι μας κατεβαίνει! Υπάρχουν ιστορικές εργασίες, έρευνες, ενδείξεις, οι οποίες γίνονται, μέσω κάποιας νόμιμης και λογικής διαδικασίας, αποδείξεις. Οι αποδείξεις δεν κατασκευάζονται κατά βούληση. Τρίτο παράδειγμα που σχετίζεται κι αυτό με μιαν «άρνηση»: οι αρνητές του Ολοκαυτώματος απορρίπτουν την ύπαρξη θαλάμων αερίων στα ναζιστικά στρατόπεδα και οι αρνητές του σοσιαλφασισμού απορρίπτουν την ύπαρξη στρατοπέδων στη διάρκεια του σταλινισμού. Πρόκειται για άρνηση της ιστορικής πραγματικότητας: είναι σαν να λέμε «Η γαλλική επανάσταση είναι μύθος» ή σαν να λέμε ότι βρέχει ενώ ο ήλιος λάμπει. Και φυσικά, τέτοιου είδους παραμορφώσεις έχουν κοινωνικές συνέπειες, δεν είναι απλώς παραξενιές εθελοτυφλούντων ή αμαθών ή μυθομανών.

Αναφέρω την «άρνηση» διότι μοιάζει με καθρέφτη ενός φαινομένου που επηρεάζει αυτόν τον λειψό δημόσιο διάλογο. Τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί ένας επιστημολογικός μηδενισμός (δανείζομαι τον όρο από τον Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ) ο οποίος αίρει το νόημα και την αξία της αλήθειας. Μέσα από τη μόνιμη αμφιβολία και τη γενικευμένη καχυποψία καταργείται η δυνατότητα να κρίνουμε το σωστό και το λάθος: η ιεραρχία των κρίσεων και των τρόπων ερμηνείας δεν έχει πια καμιά χρησιμότητα. Όλες οι θεωρίες περνιούνται για αποδεκτές ή νόμιμες, άρα μπορούν να συζητηθούν.

Στον κόσμο του «πλουραλισμού» ο σεβασμός των πεποιθήσεων δεν έχει όρια: όποιος αρνείται να ακούσει την κυρίαρχη σχετικιστική άποψη, κατηγορείται για μισαλλοδοξία. Νομίζω πως η καινούργια παγκοσμιοποιημένη λαϊκή κουλτούρα –την οποία δημιούργησε το Διαδίκτυο– ευνοεί αυτόν τον σχετικισμό: έτσι, εκμηδενίζεται η διάκριση μεταξύ αληθινού και ψεύτικου, ενώ η κριτική σκέψη πάει περίπατο. Ως εκ τούτου, «όλοι είναι ίσοι» ή, ακριβέστερα, ο καθένας έχει το δικαίωμα να μιλάει, και όλα τα λόγια είναι ίσα, έχουν την ίδια αξία της «αλήθειας», ή τουλάχιστον την ίδια αξία για να συζητηθούν. Το δόγμα είναι: «ο καθείς και η αλήθεια του» (σ’ αυτό έχει παίξει ρόλο ο ανθρωπολογικός-εθνολογικός σχετικισμός αλλά πρόκειται για μακρά συζήτηση). Πάντως, ο γνωσιολογικός σχετικισμός φτάνει στο συμπέρασμα ότι η αλήθεια δεν υπάρχει, ότι είναι προσωρινή κι ότι αύριο θα αποδειχθεί ψέμα. Η ισότητα που επικρατεί στο εσωτερικό της κοινότητας του Διαδικτύου δεν είναι ισότητα: είναι χυδαία δημοκρατικίστικη ισοπέδωση.

Επισημαίνω εδώ την αύξηση των πληροφοριών, οι οποίες μερικές φορές προηγούνται του γεγονότος: το εφευρίσκουν, το δημιουργούν. Η αληθινή, ψευδής ή αμφισβητήσιμη πληροφορία ταξιδεύει με μεγάλη ταχύτητα, ενώ η επαλήθευση των γεγονότων απαιτεί χρόνο, κόπο, ενέργεια. Η αυξανόμενη ταχύτητα των πληροφοριών ευνοεί την ερμηνευτική πλάνη εφόσον στερείται εμπειρικής βάσης και στηρίζεται απλώς στην ευπιστία του κοινού – το οποίο είναι, ταυτοχρόνως, μωρόπιστο και παρανοϊκό. Η κριτική σκέψη ακολουθεί, εξ ορισμού, το γεγονός: είναι κατ’ ανάγκην καθυστερημένη σε σχέση με την ψευδή ή την αναξιόπιστη πληροφορία. Δηλαδή, έρχεται πολύ αργά, όταν η ζημιά έχει γίνει. Μόλις η φήμη μπει σε τροχιά, διαδίδεται ανεξέλεγκτα και ο ενδεχόμενος παραλογισμός της δεν της αφαιρεί τίποτα από τη δημοτικότητά της. Η αφθονία των πληροφοριών χωρίς διαλογή, προτεραιότητα και ιεράρχηση, το κουτσομπολιό, η δυσφήμηση, η λασπολογία αυξάνουν την αβεβαιότητα και την ανησυχία: «Τι να πρωτοπιστέψω;» «Γίνεται μύλος!» «Επικρατεί χάος!»

Το παράδοξο αποτέλεσμα του πλούτου των πληροφοριών μπορεί να οριστεί ως εξής: όσο περισσότερες πληροφορίες παρέχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τόσο περισσότεροι καταναλωτές υποθέτουν ότι «κάποιοι» αποκρύπτουν τις «σωστές» πληροφορίες. Και τότε αρχίζει το κυνηγητό που εξαπολύουν οι «αντιστασιακοί» έναντι της υποτιθέμενης επίσημης παραπληροφόρησης: μαχόμενοι δημοσιογράφοι και αντισυστημικοί πολιτικοί καταγγέλλουν τους ξεπουλημένους και τα τσιράκια της εξουσίας ενώ οι ίδιοι παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως αδιάφθορους ερευνητές της αλήθειας, ήρωες μιας μεγάλης πνευματικής περιπέτειας, μιας αδιάκοπης και ευγενούς μάχης για το Καλό. Πρόκειται για αυταπάτη, πλην όμως δίνει νόημα στη ζωή τους – στη δική τους ζωή, όχι στη δική μας.

Στον Καρλ Μαρξ άρεσε να επαναλαμβάνει μια φράση του Κίρκεγκαρντ: «De omnibus dubitandum» («Να αμφιβάλλετε για όλα»). Φαίνεται σωστό, αλλά δεν είναι καλή συμβουλή για την εποχή μας. Το να αμφιβάλλει κανείς για όλα οδηγεί στην υπερ-κριτική, σε έναν επιφανειακό τρόπο να είμαστε δύσπιστοι, να αμφιβάλλουμε συνεχώς για τα πάντα. Η αληθινή γνώση δεν μπορεί να στηριχθεί σε υπερ-κριτική στάση. Δίπλα σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να μην πιστέψουν τίποτα, υπάρχουν και εκείνοι που είναι πρόθυμοι να πιστέψουν οτιδήποτε: σ’ αυτή τη διαλεκτική συνύπαρξη στηρίζεται σήμερα ο δημόσιος διάλογος. Αλλά το να αμφιβάλλουμε για τα πάντα ή να πιστεύουμε στα πάντα είναι δυο εξίσου βολικές λύσεις που μας απαλλάσσουν από το να σκεφτόμαστε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ