Πολιτικη & Οικονομια

Συμβαίνει κάτι;

21393-71574.JPG
Βαγγέλης Αγγελής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
76205-153556.jpg

Έχετε διαβάσει τελευταία εφημερίδες από τον Τύπο που πρόσκειται φιλικά προς την κυβέρνηση; Ξεφυλλίζοντάς τες, έχω μερικές φορές την αίσθηση ότι διαβάζω την «Αυγή».

Διαβάζω για παράδειγμα στο «Έθνος» της Κυριακής ότι ο πρωθυπουργός «θέλει να βάλει τελεία στις εμμονές της Τρόικας». Ας πάρουμε όμως ένα από τα μεγάλα θέματα των τελευταίων χρόνων, που θεωρήθηκε «ταμπού» και υπήρξε εστία αντιπαράθεσης μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών, μεταξύ «μεταρρυθμιστών» και «αντι-μεταρρυθμιστών»: το ζήτημα των απολύσεων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Σε πρόσφατο άρθρο του «Βήματος» σχετικά με τις απολύσεις στα ΑΕΙ, ο συντάκτης του συμπέρανε πως «άδικα υπήρξε η σύγκρουση Αρβανιτόπουλου - πρυτάνεων για τους διοικητικούς υπαλλήλους που προκάλεσε το φετινό χάος στην ανώτατη εκπαίδευση», αφού το πόρισμα της ιδιωτικής εταιρείας που ανέλαβε να αξιολογήσει τις δομές των ΑΕΙ έδειξε πως όχι μόνο δεν έπρεπε να γίνουν απολύσεις, αλλά «ότι η αναλογία φοιτητών - διοικητικών υπαλλήλων στα ΑΕΙ της χώρας είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη». Ταυτόχρονα, στο φύλλο του «Έθνους» που αναφέρθηκε και πριν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να είπε σε εκπροσώπους της Τρόικας ότι με τις εμμονές τους «δυναμιτίζουν όλο το κλίμα των μεταρρυθμίσεων».

Τελευταία φαίνεται πως υπάρχει και μια ανάλογη τάση που κάνει λόγο για «εμμονές της Τρόικας» ή για «εμμονές της γερμανικής πολιτικής» και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Διαβάζουμε για την «επανάσταση του Ντράγκι» κατά της Μέρκελ. Για την κριτική που ασκείται στον Ολάντ από Γάλλους υπουργούς σχετικά με τη σύμπλευσή του με τις γερμανικές πολιτικές λιτότητας. Η Κριστίν Λαγκάρντ λέει ότι πρέπει «να συμβάλει περισσότερο η Γερμανία». Ο Ρομάνο Πρόντι (ο οποίος ξεκίνησε πολιτευόμενος με τους Χριστιανοδημοκράτες, συνέχισε ως αρχηγός της Κεντροαριστερής «Ελιάς», έβαλε την Ιταλία στο ευρώ μετά από μια αυστηρή περικοπή δαπανών και υπήρξε στενός πολιτικός σύμμαχος του Κώστα Σημίτη) δηλώνει ότι πρέπει «να αλλάξουμε πολιτική» και φτάνει στο σημείο να πει ότι «ο Τσίπρας ανέπτυξε έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα λόγο».

Διαβάζω επίσης στην «Καθημερινή», με αφορμή τη συνεύρεση 17 νομπελιστών οικονομολόγων στην 5η Συνάντηση του Λιντάου, ότι «η ελίτ της παγκόσμιας οικονομικής έρευνας απορρίπτει συλλογικά τις προτάσεις της Μέρκελ». Την ίδια ώρα, υπάρχουν ρωγμές και στην Τρόικα για τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές που εφαρμόζονται. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ «Adjustment in Euro Area - Deficit Countries: Progress, Challenges, and Policies» αναγνωρίζεται πως «οι περικοπές μισθών στην Ελλάδα οδήγησαν σε ελεύθερη πτώση την παραγωγικότητα».

Εδώ πια δε χωράει το επιχείρημα του «λαϊκισμού». Ξέρουμε ότι η ελληνική πολιτική σκηνή είναι γεμάτη με δημαγωγούς πολιτικούς – και ότι πάνω σε αυτό το γεγονός έχει στηρίξει το δικό της λαϊκίστικο επικοινωνιακό παιχνίδι η παρούσα κυβέρνηση, αλλά δύσκολα θα κατηγορούσε κανείς για «λαϊκισμό» τον Πρόντι ή τον Ντράγκι. Στην πραγματικότητα, όλη αυτή η ιστορία δεν έχει νόημα. Μέρος της Τρόικας ρίχνει την ευθύνη σε ένα άλλο μέρος της Τρόικας. Όλη η Τρόικα φορτώνει την ευθύνη στην ελληνική κυβέρνηση. Η ελληνική κυβέρνηση κατηγορεί για την άσχημη τροπή των πραγμάτων την Τρόικα. Και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τα φορτώνουν εσχάτως στην Τρόικα ή στη γερμανική κυβέρνηση. Με λίγα λόγια, όλοι με τον τρόπο τους αναγνωρίζουν ότι κάτι πάει λάθος σε αυτήν την υπόθεση.

Μετά από ένα μεγάλο πολιτικό φιάσκο, κάποιοι έχουν αρχίσει να παίρνουν σοβαρές αποστάσεις από το ιδεολόγημα της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας (και έτσι δικαιώνουν τις πολιτικές ομάδες που τόσο καιρό το κατήγγειλαν και έμοιαζαν έως τώρα περιθωριοποιημένες), ενώ όσοι το υπερασπίζονται ακόμα, απομονώνονται όλο και περισσότερο. Τελικά, όλες αυτές οι κριτικές παρεμβάσεις που αναφύονται σιγά-σιγά αλλά σταθερά στους παράλληλους κόσμους της πολιτικής, της δημοσιογραφίας και της διανόησης συνηγορούν στο ότι η πολιτική ελίτ που επικράτησε τα τελευταία δέκα χρόνια στην Ευρώπη τείνει να χάσει την πολιτική της ηγεμονία και την κοινωνική της επιρροή, σε μια διαδικασία η οποία πιθανόν να έχει ακόμα πολύ δρόμο.

Προϋπόθεση για την άνοδο αυτής της πολιτικής τάσης, που επικράτησε κατά κράτος μετά το 2000, υπήρξε η παρακμή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, στην οποία δε «βγήκε» η μεταρρυθμιστική προσπάθεια των 90s. Αυτός είναι άλλωστε και ο πραγματικός λόγος που η κεντροαριστερά στην Ελλάδα δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί κάτω από μια δυνατή και ενιαία πολιτική πρόταση. Δε φταίνε ούτε οι σεχταρισμοί, ούτε οι προσωπικές φιλοδοξίες, ούτε η έλλειψη ηγεσίας. Το βασικό της ζήτημα σήμερα είναι η πολιτική της θέση απέναντι στο ευρωπαϊκό πρόβλημα κατά τα τελευταία χρόνια, που ήρθε να προστεθεί δίπλα σε άλλα δομικά ιστορικά ζητήματα που την έπληξαν. Η αντίδρασή της απέναντι στην παρακμιακή της πορεία ήταν προς τη λάθος κατεύθυνση, αφού οι σοσιαλδημοκράτες εγκατέλειψαν μια βασική τους αρχή: το πρόταγμα των πολιτικών τους αρχών και του συλλογικού καλού απέναντι στις δυνάμεις της αγοράς. Στο συνεχές παιχνίδι ισορροπίας των δύο-τριών τελευταίων αιώνων μεταξύ αποχαλίνωσης του καπιταλισμού και τιθάσευσής του, ο ‘Τρίτος Δρόμος’ δεν ήταν η αναζωογονητική απάντηση: ήταν ο δρόμος προς την καταστροφή.

Τώρα φαίνεται πως ακολουθούν οι συντηρητικοί. Η πρόσδεσή τους σε μια πολιτική που αποδεικνύεται άγονη, υπό την ηγεσία των Γερμανών χριστιανοδημοκρατών, οδηγεί ένα μεγάλο μέρος των συντηρητικών πολιτών σε μια απολίτικη στάση ή στην αγκαλιά της Λεπέν. Η τελευταία, το μόνο που έχει να κάνει είναι να καρπωθεί την αποτυχία των κλασικών συντηρητικών. Διάβαζα πρόσφατα στο in.gr, για τη Γαλλίδα πολιτικό, τη χαρακτηριστική φράση: «Χωρίς να κάνει τίποτε, ο αέρας στο Παρίσι φουσκώνει τα πανιά της». Ο κίνδυνος για τον συντηρητικό κόσμο είναι προφανής ακόμα και για ανθρώπους όπως ο Σόιμπλε, που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα χάλια της μετριοπαθούς δεξιάς: «Για μένα, το Εθνικό Μέτωπο δεν είναι ένα δεξιό, αλλά ένα φασιστικό κόμμα. Κι αυτό αποτελεί προειδοποίηση για όλους μας στην Ευρώπη». Κοίτα ποιος μιλάει… Δε χρειάζεται να μπούμε εδώ στη λογική ενός παλαιοκομμουνιστή που βλέπει φασίστες σε ό,τι κινείται στα δεξιά του, αλλά από την άλλη είναι δύσκολο να μην καταλογίσουμε στην πολιτική που επιβάλλει ο κ. Σόιμπλε κάποια σημαντική ευθύνη για την άνοδο της άκρας δεξιάς.

Σε τι βοήθησε τελικά ο κ. Σόιμπλε και οι όμοιοί του; Μήπως είδαμε, υπό την καθοδήγησή τους, τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις; Όχι, και όποιος πια πιστεύει ότι για αυτό ευθύνεται μόνο η ελληνική κυβέρνηση, απέναντι σε μια Τρόικα γεμάτη μεταρρυθμιστική πνοή, είναι αφελής. Μήπως, με τη βοήθειά του, βρεθήκαμε σε «πολύ καλύτερη θέση», όπως δήλωσε πρόσφατα για την Ελλάδα ο Ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών; Ούτε αυτό. Αντίθετα, τον εαυτό του βοήθησε, αφού χρησιμοποίησε το, υπαρκτό κατά τα άλλα, ελληνικό πρόβλημα, ως την κολυμπήθρα του Σιλωάμ για τα νέα μεγάλα προβλήματα της Ευρώπης και της γερμανικής ηγεμονικής πολιτικής. Μήπως το σοκ μάς βοήθησε στη συνειδητοποίηση των στρεβλώσεών μας; Κατά βάθος, τις ξέραμε καλύτερα από τον καθένα. Τις βλέπαμε όταν πηγαίναμε στις χωλαίνουσες δημόσιες υπηρεσίες, όταν πληρώναμε το φακελάκι για μια εγχείριση σκωληκοειδίτιδας, όταν κοιτάζαμε τα αυθαίρετα να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στις παραλίες και στα δάση. Δυστυχώς για όλους μας, όμως, η αλλαγή είναι προϊόν μακροχρόνιων κοινωνικών διαδικασιών και όχι βραχυχρόνιων άνωθεν επιβολών.

Εάν πάλι ο στόχος ήταν η τιμωρία για τα μεγάλα μας λάθη, το τίμημα το πληρώσαμε, πέντε χρόνια τώρα, και θα το πληρώνουμε για πολλές δεκαετίες ακόμα. Οι άλλοι πότε θα πληρώσουν το τίμημα για τα δικά τους λάθη;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ