Πολιτικη & Οικονομια

Ο λαός (δεν) ξεχνά τι σημαίνει δεξιά

Η μνήμη, όπως και η λήθη, δεν είναι μόνο προσωπικό ζήτημα. Είναι και κατ’ εξοχήν πολιτικό.

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Χέρι που δείχνει προς τα δεξιά

Σχόλιο για τα δεξιά κόμματα, την πολιτική λήθη και τη συγχώρεση.

Είναι μερικά πράγματα που και να θέλεις να τα ξεχάσεις, δεν μπορείς. Αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει, για παράδειγμα. Ακόμα και όταν δεν τα σκέφτεσαι βρίσκουν τρόπο να παρεισφρήσουν στη ζωή σου, έστω και αν είναι στα όνειρά σου. Αυτή η μνήμη είναι ανακουφιστική. Πολλοί γονείς που έχουν χάσει παιδιά, όταν φτάνουν, αν φτάνουν, να συμφιλιωθούν με τον χαμό τους, συχνά λένε ότι νιώθουν ευγνωμοσύνη που είχαν το προνόμιο να ζήσουν μαζί τους όσο καιρό έζησαν. Στην πραγματικότητα ανακουφίζονται με το να θυμούνται την ζωντάνια τους.

Δεν λειτουργεί όμως πάντα έτσι η μνήμη. Ακόμα και μικρά πράγματα μπορεί να έρχονται ξανά στο μυαλό μας και να μας βασανίζουν. Μπορεί να είναι μια λάθος επιλογή που κάναμε στη ζωή μας, μια ευκαιρία που χάσαμε, μια πράξη για την οποία έχουμε μετανιώσει και νιώθουμε τύψεις, ακόμα και μια προσβολή στην οποία δεν απαντήσαμε. Σε ακραίες περιπτώσεις γίνονται εμμονές ή ακόμα και ψυχική ασθένεια που μας παραλύει. Όσο αναγκαία είναι η μνήμη άλλο τόσο είναι και η λήθη. Μερικές φορές μάλιστα μπορεί να είναι και περισσότερο σημαντική. Ασχολούμαστε όμως πολύ λιγότερο μαζί της, οι κοινωνίες μας είναι μαθημένες να υπερτονίζουν και να δίνουν πολύ μεγαλύτερη αξία στη μνήμη.

Μια από τις εξαιρέσεις ήταν ο Σάμιουελ Τζόνσον, ο Άγγλος συγγραφέας, φιλόλογος και κριτικός του 18ου αιώνα. «Θα συνέβαλε πολύ στην ευτυχία της ανθρωπότητας», έγραψε, «αν μπορούσε να διδαχθεί η τέχνη τού να ξεχνάς όλες αυτές τις αναμνήσεις που είναι ταυτόχρονα άχρηστες και σου προκαλούν θλίψη». Μου άρεσε πολύ ο χαρακτηρισμός της λήθης ως τέχνη, όχι μόνο επειδή δεν είναι εύκολο να ξεχνάς, όσο επειδή είναι πολύ πιο δύσκολο να καταλάβεις τι πρέπει να ξεχνάς και τι όχι. Ανάλογη αναγνώριση της σημασίας της λήθης ως προϋπόθεση για την ευτυχία, είχε κάνει και ο Νίτσε. Αν και μη ειδικός, υποθέτω ότι αναφερόταν περισσότερο στο πώς ορισμένες φορές μπορεί να βαραίνει τόσο πολύ το παρελθόν που να σε εγκλωβίζει στην απραξία, κάπως σαν τον Άμλετ.

Έχει ενδιαφέρον ότι στην εποχή μας έχει αρχίσει και αναγνωρίζεται και νομικά το δικαίωμα στη λήθη. Θυμάμαι πριν από λίγα χρόνια στην εφημερίδα, ένα δημόσιο πρόσωπο μας είχε κάνει αγωγή επειδή σε μια αναφορά σε αυτόν, ο συντάκτης είχε προσθέσει ότι είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για δωροδοκία. Το δικαστήριο μας αθώωσε με την επισήμανση ωστόσο ότι σε επόμενη αναφορά, επειδή είχαν περάσει πολλά χρόνια, αν το επαναλαμβάναμε θα καταδικαζόμασταν. Αυτό το δικαίωμα στη λήθη απέκτησε πρόσθετη σημασία στην ψηφιακή εποχή. Κάθε λεπτομέρεια της ζωής μας, σε μεγάλο βαθμό και της ιδιωτικής, έχει αποκτήσει ένα ψηφιακό αποτύπωμα που μπορεί να μας ακολουθεί και μετά τον θάνατο. Έτσι, έστω και με κάποιες εξαιρέσεις, αναγνωρίζεται πλέον ότι ένας πολίτης, μετά από ένα διάστημα, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να απαλειφθούν οι σύνδεσμοι που περιέχουν απαξιωτικές αναφορές στο πρόσωπό του. Για παράδειγμα να πάψει να εμφανίζεται μια παλιά καταδίκη κάθε φορά που κάποιος τον αναζητά στο διαδίκτυο. Είναι προφανές ότι η λήθη σε αυτή την εκδοχή συνδέεται με την συγχώρεση. Κάτι σαν την αμνηστία που μπορεί να χορηγηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις αδικημάτων. Μου είχε έρθει στο μυαλό, ομολογώ, τις τελευταίες ημέρες με αφορμή μια σειρά από πολύ ντροπιαστικές υποθέσεις. Σκεφτόμουν ότι οι ένοχοι, ακόμα και μετά την έκτιση της ποινής τους, δεν θα μπορούν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο κι αναρωτιόμουν αν και πότε μπορεί να ελπίζουν σε μια τέτοια συγχωρητική λήθη. Στην εποχή της ανελέητης δημοσιότητας πάντως και των κοινωνικών δικτύων, πρέπει να κρατήσουμε μια γωνιά και για την λήθη. Τουλάχιστον για τις περιπτώσεις όπου ο διασυρμός αποδεικνύεται δυσανάλογος της ίδιας της πράξης.

Φυσικά η μνήμη όπως και η λήθη δεν είναι μόνο προσωπικό ζήτημα. Είναι και κατ’ εξοχήν πολιτικό. Η δική μου η γενιά μεγάλωσε με το σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά». Σήμερα για πολλούς ακούγεται αναχρονισμός. Ακόμα και τότε, ωστόσο, η επίκλησή του γεννούσε πολλά ερωτήματα. Ως πότε μια παράταξη για παράδειγμα πρέπει να θεωρείται υπεύθυνη για πράξεις του παρελθόντος; Και ποιες πράξεις αξίζει να θυμόμαστε και ποιες όχι; Μπορούμε να το δούμε καλύτερα με ένα πιο επίκαιρο ζήτημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος σήμερα προσκαλεί το ΠΑΣΟΚ σε συνεργασία εναντίον της δεξιάς, δεν δίσταζε να χαρακτηρίζει τα στελέχη της κυβέρνησης Παπανδρέου ως μερκελιστές, Τσολάκογλου, Πινοσέτ και άλλα κοσμητικά. Όσοι από αυτούς ανταποκρίθηκαν, είναι αυτοί οι οποίοι προφανώς δεν ξεχνούν τι σημαίνει δεξιά. Ξέχασαν όμως όλους τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους τους είχαν στολίσει οι σημερινοί τους σύντροφοι. Κάποιοι μάλιστα το πέτυχαν κυριολεκτικά μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων. Με άλλα λόγια, η μνήμη όπως και η λήθη είναι οι ίδιες πολιτικές πράξεις.

Ακόμα χειρότερα, η μνήμη συχνά είναι επιλεκτική και κατασκευασμένη. Μερικές φορές η επίκλησή της μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική. Ο Ιρλανδός συγγραφέας και πολιτικός Κόνορ Κρουζ Ο’Μπράιαν, έγραψε χαρακτηριστικά για την εμπειρία του από τις διαπραγματεύσεις, αρκετά χρόνια πριν από την συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής που έφερε επιτέλους την ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία. Κάθε φορά που οι δύο πλευρές, μετά από επίπονο διάλογο, έμοιαζε να είναι κοντά σε συμφωνία, κάποιος από τη μια ή την άλλη πλευρά «θα θυμόταν ένα από τα εμβληματικά μαχητικά τραγούδια, την “Ανατολή της Σελήνης” του ΙΡΑ ή τη “Ζώνη που φορούσε ο πατέρας μου” των Ενωτικών, και κάθε ελπίδα εξαφανιζόταν».

Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένες φορές και οι κοινωνίες επιλέγουν να ξεχάσουν. Όταν για παράδειγμα ήρθε το τέλος της δικτατορίας στη Χιλή, οι πολίτες θεώρησαν ότι άξιζε να πληρώσουν το κόστος να μην δικαστεί ο Πινοσέτ, προκειμένου να περάσουν ομαλά στη δημοκρατία. Σε αυτή την περίπτωση βέβαια η μνήμη είναι συνδεδεμένη με την δικαιοσύνη και την αποκατάσταση της αλήθειας. Και οι δύο επιλέχθηκε να θυσιαστούν για κάτι το οποίο θεωρήθηκε ακόμα πιο σημαντικό.

Την καλύτερη ισορροπία ίσως την βρήκαν στη Νότιο Αφρική με την «Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης». Η φωνή των θυμάτων ακούστηκε δυνατά, μέσα από μια εξαντλητική διαδικασία τεκμηρίωσης των εγκλημάτων του απαρτχάιντ. Ταυτόχρονα όμως επήλθε η αναγκαία συγχώρεση για την προστασία της ομαλότητας. Η μνήμη σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε σαν τον προθάλαμο της λήθης. Οι μεγάλοι πολιτικοί, όπως ήταν ο Νέλσον Μαντέλα, κατέχουν κατ’ εξοχήν την τέχνη της λήθης και ξέρουν πότε και πώς να προσφεύγουν σε αυτήν. Το ίδιο θα μπορούσε να υποστηριχθεί και για τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος από οραματιστής της Μεγάλης Ελλάδας έγινε ο αρχιτέκτονας της ελληνοτουρκικής φιλίας.

Οι έννοιες της μνήμης και της λήθης είναι φυσικά κατ’ εξοχήν σημαντικές για τους λαούς των Βαλκανίων. Θυμάμαι τον καιρό των εμφυλίων στη Γιουγκοσλαβία πόσο κλισέ είχε γίνει η διατύπωση ότι το Κοσσυφοπέδιο είναι η «ιερότερη γη» για τους Σέρβους. Μια κατάκτηση χαμένη στα βάθη της ιστορίας, ζωντανή όμως στη σερβική μυθολογία, αποτελούσε την κύρια δικαιολογία για τη διεκδίκηση μιας περιοχής όπου οι Αλβανοί αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία. Οι εθνικές ιστορίες όλων των λαών της Βαλκανικής είναι γεμάτες από τέτοιες «ιστορικές αδικίες», ένα παρελθόν που δηλητηριάζει το παρόν. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει να τις δει κάποιος αντικειμενικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ίσως πιο εύκολο να «θυμόμαστε να ξεχνάμε», όπως έγραψε ο Φίλιπ Ροθ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ