Πολιτικη & Οικονομια

Facebook 2004-2021 και Meta: Το timeline που άλλαξε τον κόσμο

Πώς το Facebook του Μαρκ Ζάκερμπεργκ άλλαξε τον κόσμο γύρω του με αμέτρητους τρόπους. Τι σηματοδοτούν τα επόμενα βήματα.

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
ΤΕΥΧΟΣ 804
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
zuckerberg_choking.jpg
Ο Μάρκ Ζάκερμπεργκ σε άλλη μια ακρόαση στο Κογκρέσο © Michael Reynolds / EPA

Meta: Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ μετονόμασε το Facebook, στρέφοντας το ενδιαφέρον στην εικονική πραγματικότητα - Η ιστορία του Facebook από το 2004 ως σήμερα

Μετά από δεκαπέντε χρόνια ψηφιακής κυριαρχίας, αλλά και επανειλημμένης διατάραξης της σχέσης του με τους χρήστες, το Facebook άλλαξε όνομα. Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ ουσιαστικά προχώρησε σε ένα soft reboot, μετονομάζοντας τη μητρική εταιρία του Facebook σε Meta, στρέφοντας σταδιακά το ενδιαφέρον της στην εικονική πραγματικότητα. Από τη μία, αυτή η απόφαση μοιάζει αυτονόητη, καθώς ένας από τους μεγαλύτερους παίχτες του Big Data δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από προφανή επόμενη μέρα των κοινωνικών δικτύων.

Από άλλη, όμως, από το 2003 μέχρι και σήμερα, τόσο το Facebook όσο και προσωπικά ο Ζάκερμπεργκ βρέθηκαν αντιμέτωποι με αμέτρητα σκάνδαλα και κατηγορίες, οι οποίες για πρώτη φορά μοιάζουν να άφησαν σημάδι. Κοιτάζοντας σχεδόν είκοσι χρόνια πίσω, είναι πλέον ξεκάθαρο πόσο άλλαξε ο κόσμος μαζί με το Facebook, αλλά και πόση ευθύνη έχει το κοινωνικό δίκτυο απέναντι στους χρήστες του — ακόμα και αν ο ιδρυτής του δεν ζήτησε ποτέ να την αναλάβει.

Όταν ο 20χρονος Ζάκερμπεργκ αγνόησε μια προσφορά ύψους 10 εκατομμυρίων δολαρίων

Το ξεκίνημα του Facebook έχει κάτι το μυθικό. Τον Οκτώβριο του 2003, κατά τη διάρκεια μιας ημιμεθυσμένης νύχτας στον κοιτώνα του στο Χάρβαρντ, ο Ζάκερμπεργκ έστησε μέσα σε λίγες ώρες το Facemash, μια πλατφόρμα στην οποία οι συμφοιτητές του μπορούσαν να συγκρίνουν ανάμεσα φωτογραφίες φοιτητών του πανεπιστημίου, επιλέγοντας ποιος ή ποια είναι περισσότερο “hot”. Οι αρχές του πανεπιστημίου σύντομα το κατέβασαν ως απαράδεκτο, όμως το Facemash —και ο ίδιος ο Ζάκερμπεργκ— είχαν κάνει τόσο θόρυβο, ώστε οι δίδυμοι Τάιλερ και Κάμερον Γουίνκελβος, μαζί με τον συμφοιτητή τους, Νβίντια Ναρέντα, του ζήτησαν να συμβάλει στη δημιουργία της πλατφόρμας HarvardConnection.com η οποία αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας ψηφιακής ενδοπανεπιστημιακής κοινότητας. Ο Ζάκερμπεργκ αρχικά δέχτηκε, όμως σύντομα αφοσιώθηκε στο δικό του πλάνο. Τον Φεβρουάριο του 2004, το προσωπικό του δημιούργημα, The Facebook, ήταν ζωντανό στο διαδίκτυο. Οι Γουίνκελβος και ο Ναρέντα σύντομα μήνυσαν τον πρώην συνεργάτη τους, κερδίζοντας μια εξωδικαστική αποζημίωση μερικά χρόνια αργότερα.

Όπως το Facemash, έτσι και το The Facebook είχαν άμεση επιτυχία. Μέσα σε μόλις μία μέρα, περισσότεροι από χίλιοι πεντακόσιοι φοιτητές είχαν δημιουργήσει λογαριασμό, ενώ τον επόμενο μήνα η πλατφόρμα έκανε άνοιγμα στους φοιτητές άλλων πανεπιστημίων της Νέας Αγγλίας, περνώντας σύντομα τα Καναδικά σύνορα. Το καλοκαίρι του 2004, ο Ζάκερμπεργκ μετακόμισε το The Facebook στο Πάλο Άλτο της Καλιφόρνια και ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον ιδρυτή της Napster, Σον Πάρκερ, καθώς και με τον συνιδρυτή του Pay Pal, Πίτερ Τίλ, ο οποίος επένδυσε στο κοινωνικό δίκτυο περίπου 500.000 δολάρια. Το 2005, το The Facebook έριξε το “the” από το όνομα του, ενώ από τον Σεπτέμβριο του 2006 άνοιξε τις διαδικτυακές του πύλες για όλους, με μόνο κριτήριο εγγραφής τη χρησιμοποίηση προσωπικού email. Το 2007, το Facebook είχε πλέον ξεπεράσει τα έξι εκατομμύρια ενεργών χρηστών.

zuckerberg_2009.jpg
Ένας νεότατος Ζάκερμπεργκ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του 2009 © Peter Klauzner/EPA

Αξίζει να σημειωθεί πως στα πρώτα του χρόνια ως επιχειρηματίας, ο Ζάκερμπεργκ και οι συμφοιτητές του διακατέχονταν από ένα εντυπωσιακό πανκ-ροκ ήθος. Πέρα από το γεγονός πως στα θεμέλια του Facebook βρισκόταν —και παραμένει— ο φοιτητικός παλιμπαιδισμός του αμετανόητου φλερτ του Facemash, το καλοκαίρι του 2004, ο εικοσάχρονος Ζάκερμπεργκ αγνόησε επιδεικτικά μια προσφορά ύψους δέκα εκατομμυρίων δολαρίων ώστε να πουλήσει την εταιρία του, ενώ από τη στιγμή που μετακόμισε στην Καλιφόρνια δήλωσε ανοιχτά πως θα γυρνούσε στη Βοστόνη μόνο αν το Facebook αποτύγχανε. Ο προηγούμενος εικοσάχρονος που είχε κάνει την ίδια ακριβώς δήλωση σχεδόν είκοσι χρόνια νωρίτερα ήταν ο Μπιλ Γκέιτς· τελικά, κανείς από τους δύο δεν επέστρεψε.

Η πιο καθοριστική τομή στην ιστορία του κοινωνικού δικτύου ήρθε το 2009, όταν το Facebook παρουσίασε τη λειτουργία που σύντομα θα μετατρεπόταν στο πιο σκληρό νόμισμα της σύγχρονης ιστορίας: το Like.

Κατακτώντας τον κόσμο

Ο ίδιος ο Γκέιτς ήταν από τους πρώτους που αναγνώρισαν τις προοπτικές αυτού του κοινωνικού δικτύου. Το 2007—και αφότου η προσφορά εξαγοράς της Yahoo ύψους ενός δις απορρίφθηκε και εκείνη—η Microsoft απέκτησε το 1.4% του Facebook για περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια, εκτινάσσοντας την τεκμαρτή αξία του περίπου στα 15 δις. Την ίδια χρονιά, ο Ζάκερμπεργκ εισήγαγε το Facebook Marketplace, στο οποίο οι χρήστες μπορούσαν για πρώτη φορά να ανεβάσουν τις δικές τους αγγελίες, ενώ το Facebook έγινε πλέον διαθέσιμο και σε κινητές συσκευές. Μία εξίσου μεγάλη αναβάθμιση ήρθε το 2008, όταν η εταιρία παρουσίασε το Facebook Chat, το οποίο μετονομάστηκε σε Messenger το 2010, και έγινε διαθέσιμο ως αυτόνομη εφαρμογή. Η εισαγωγή και η μετατροπή του chat του Facebook ήταν σε μεγάλο βαθμό και εκείνη που οδήγησε στη ραγδαία μείωση των χρηστών του —κραταιού στα 00’s— MSN messenger. Ωστόσο, η πιο καθοριστική τομή στην ιστορία του κοινωνικού δικτύου ήρθε το 2009, όταν το Facebook παρουσίασε τη λειτουργία που σύντομα θα μετατρεπόταν στο πιο σκληρό νόμισμα της σύγχρονης ιστορίας: το Like.

like_button.jpg
Από το 2010, το Like έγινε το σύμβολο του Facebook © Peter Dasilva / EPA

Αναπόφευκτα, οι αρχές των 10’s βρήκαν το κοινωνικό δίκτυο στην κορυφή του κόσμου. Το 2010, το Facebook αποτελούσε την τρίτη σε επισκεψιμότητα ιστοσελίδα των ΗΠΑ, πίσω από τη Google και την Amazon, ενώ το 2011 ανέβηκε στη δεύτερη θέση έχοντας παράλληλα εισροή 500 εκατομμυρίων δολαρίων σε επενδύσεις, ανεβάζοντας τη συνολική του αξία στα 50 δις. Το μομέντουμ συνεχίστηκε αμείωτο: το 2012—όταν και η πλατφόρμα έφτασε το ένα δισεκατομμύριο χρήστες—το Facebook μπήκε στο χρηματιστήριο, εξαγοράζοντας το Instagram για περίπου ένα δις, ενώ το 2013 συμπεριλήφθηκε στις πεντακόσιες μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ (Fortune 500).

Το 2014 το Facebook εξαγόρασε το WhatsApp για 16 δις, ενώ την ίδια χρονιά εξαγόρασε και την πλατφόρμα ψηφιακής πραγματικότητας Oculus για 2.3 δις, στις λειτουργίες της οποίας αναμένεται να επενδύσει ακόμα περισσότερο στην εποχή της Meta. Ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων επενδύσεων του, το 2015 η αξία του Facebook έφτασε στα 200 δις, ενώ σήμερα αποτιμάται περίπου στα 720 δις. Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των χρηστών του, το Facebook ξεκίνησε τα 2010’s με περίπου 500 εκατομμύρια χρήστες, ενώ πέρασε στην επόμενη δεκαετία με παραπάνω από 2.6 δις· από το 2014, ο Ζάκερμπεργκ αμείβεται με τον συμβολικό μισθό του ενός δολαρίου.

Τόσο ο όρος, όσο και η παγκόσμια επιδημία των fake news, γεννήθηκαν και θέριεψαν στις σελίδες, τα προφίλ, και τα σχόλια των χρηστών που αναγνώρισαν στο Facebook —συνειδητά ή υποσυνείδητα— τη δυνατότητα να ενώνει φωνές συχνά πέρα από τα όρια του λούμπεν

Το Facebook ως πολιτικό εργαλείο

Καθόλου απροσδόκητα, το Facebook δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκολληθεί από την πολιτική λόγω της απήχησής του. Ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη χρησιμότητά του, ήταν ο τότε άγνωστος Γερουσιαστής από το Ιλινόι, Μπαράκ Ομπάμα· πίσω στο 2008, η προεκλογική καμπάνια του Ομπάμα αξιοποίησε σε μέγιστο βαθμό το Facebook ώστε να ενισχύσει τη grassroots φιλοσοφία της, στα πλαίσια της οποίας οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των ψηφοφόρων και των κατά τόπους υπευθύνων της εκστρατείας ήταν απολύτως απαραίτητες.

Η για πολλούς λόγους άνετη νίκη του Ομπάμα έκρυψε τα οφέλη της αξιοποίησης του Facebook, όμως οι εκλογές του 2008 είχαν θέσει πλέον ένα προηγούμενο: το πολιτικό παιχνίδι δε θα παιζόταν πλέον στις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες, αλλά και στα κοινωνικά δίκτυα — μέχρι να μετακινηθεί κυρίως εκεί. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως από το 2009, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα απαγόρευσε διά παντός τη λειτουργία του Facebook, σε μια κίνηση που έχουν μιμηθεί και άλλες αυταρχικές κυβερνήσεις ανά την υφήλιο, όπως εκείνες της Συρίας, του Ιράν, και του Πακιστάν, ενώ η πρόσβαση έχει κατά καιρούς απαγορευτεί και σε Ρωσία, Τουρκία, Ινδία, και Μπαγκλαντές, μεταξύ άλλων.

obama_zuck.jpg
Ο Ομπάμα με τον Ζάκερμπεργκ στο Πάλο Άλτο το 2010 © Peter Dasilva/EPA

Ο πολιτικός χρόνος στον οποίο το Facebook έγινε για πρώτη φορά παγκοσμίως αντιληπτό ως πολιτικό εργαλείο ήταν εκείνος της Αραβικής Άνοιξης το 2011. Οι εκτεταμένες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που ξεκίνησαν σε Τυνησία, Λιβύη, Αίγυπτο, Υεμένη, Συρία, και Μπαχρέιν, στηριχτήκαν σε τεράστιο βαθμό στην κινητοποίηση των πολιτών μέσω του Facebook. Όμως, η αρχική αισιοδοξία της συμβολής του ως όπλο απέναντι στον αυταρχισμό σταδιακά ξηλώθηκε από την παράλληλη αξιοποίηση του ως φορέα ψευδών ειδήσεων προς τα μέσα των 10’s. 

Το Facebook διέγραψε δισεκατομμύρια ψεύτικους λογαριασμούς από τον Οκτώβριο του 2017 μέχρι τον Μάρτιο του 2018.

Η επιδημία των fake news

Τόσο ο όρος, όσο και η παγκόσμια επιδημία των fake news, γεννήθηκαν και θέριεψαν στις σελίδες, τα προφίλ, και τα σχόλια των χρηστών που αναγνώρισαν στο Facebook —συνειδητά ή υποσυνείδητα— τη δυνατότητα να ενώνει φωνές συχνά πέρα από τα όρια του λούμπεν, που χωρίς τα κοινωνικά δίκτυα πιθανότατα θα παρέμεναν στο περιθώριο. Ο Ντόναλντ Τραμπ από το 2012 μέχρι και το 2016, ο οποίος —σαν σκοτεινό alter ego του Ομπάμα— τελειοποίησε τις τεχνικές του αντιπάλου του, παρέχοντας μέσω του Facebook μια εναλλακτική πραγματικότητα στους ψηφοφόρους του, συσπειρώνοντάς τους σε βαθμό που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Αξίζει να σημειωθεί πως το 2016, εταιρίες Ρωσικών συμφερόντων επένδυσαν περίπου 100.000 δολάρια σε διαφημίσεις υπέρ του Τραμπ στο Facebook.

Στον απόηχο εκείνων των εκλογών, το Facebook προσπάθησε σε έναν βαθμό να αντιδράσει. Αρχικά, το 2017 θέσπισε το Facebook Journalism Project ώστε να εμβαθύνει τη σχέση του με αξιόπιστους φορείς ενημέρωσης, ενώ έμφαση δόθηκε στην αξιοποίηση fact-checkers (ειδικών, δηλαδή, στην αναγνώριση ψευδών ειδήσεων)· ο ίδιος ο Ζάκερμπεργκ είχε δηλώσει πως το Facebook είναι σε πόλεμο με τα fake news, τη στιγμή που οι πρώτες μετεκλογικές αναλύσεις γνωστοποίησαν πως το 62% των Αμερικάνων ενημερώνονται πλέον κυρίως από τα κοινωνικά δίκτυα. Όμως το 2018, το Facebook χρησιμοποιήθηκε με τον ίδιο τρόπο στην καμπάνια του Ζάιρ Μπολσονάρο, ενός ακόμα συντηρητικού λαϊκιστή —και δηλωμένου υμνητή του Τραμπ— του οποίου οι οπαδοί, χωρίς καμία υπερβολή, τραγουδούσαν συνθήματα υπέρ της πλατφόρμας μετά τη νίκη στις εκλογές της ίδιας χρονιάς.

Προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, το Facebook διέγραψε δισεκατομμύρια ψεύτικους λογαριασμούς από τον Οκτώβριο του 2017 μέχρι τον Μάρτιο του 2018. Παράλληλα, το 2019 η εταιρία θέσπισε το Facebook News, ώστε οι χρήστες να έχουν πρόσβαση σε θεωρητικά υψηλού επιπέδου ειδήσεις, η συμπερίληψη όμως alt-right μέσων όπως το ακροδεξιό και συνομωσιολογικό Breitbart προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις.

Επίσης, τον Μάρτιο του 2019, ο Μπρέντον Τραντ επέλεξε το Facebook ως μέσω αναμετάδοσης της φονικής του επίθεσης σε τζαμί στο Κράιστσερτς της Νέας Ζηλανδίας· αμέσως μετά την επίθεση, η πλατφόρμα ξεκίνησε μια εκτεταμένη εκκαθάριση ακροδεξιών σελίδων και λογαριασμών που προωθούσαν φυλετική και θρησκευτική βία, ενώ το 2020 η εταιρία αποφάσισε να μπλοκάρει λογαριασμούς που αρνούνται το Ολοκαύτωμα. Το 2020 ουσιαστικά αποτέλεσε το μεγαλύτερο τεστ για το κοινωνικό δίκτυο, όταν κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας αλλά και της παράλληλης προεκλογικής καμπάνιας των Αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου, το Facebook τροποποίησε τον αλγόριθμο του έτσι ώστε οι χρήστες να προειδοποιούνται σχετικά με τις ειδήσεις που πιθανότατα αναμετέδιδαν ανακρίβειες.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί σε μεγάλο βαθμό διαψεύστηκαν. Από τη μία αμέτρητες συνωμοσίες και fake news αναμεταδόθηκαν σχετικά με την πανδημία, ενώ οι προειδοποιήσεις της πλατφόρμας σε πολλές από τις διαφημίσεις του Τραμπ δεν απέδωσαν ιδιαίτερα, καθώς η διάδοση τους ανάμεσα στους οπαδούς του συνεχίστηκε αμείωτη. Αξίζει πάντως να σημειωθεί, πως μετά την επίθεση των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο στις 6 του περασμένου Ιανουαρίου, το Facebook έθεσε σε αναστολή κάθε λογαριασμό του πρώην πλέον Ρεπουμπλικάνου Προέδρου μέχρι το 2023.

Το σκάνδαλο της Cambridge Analytica έφερε στο προσκήνιο μερικές από τις σκοτεινές πτυχές των κοινωνικών δικτύων

Το σκάνδαλο της Cambridge Analytica

Θα μπορούσε κανείς να πει πως το Facebook όντως δε θα μπορούσε να έχει όλη την ευθύνη σχετικά με το σύνολο του περιεχομένου που φιλοξενεί. Άλλωστε, τα fake news αποτελούν το μεγαλύτερο πρόβλημα κάθε πλατφόρμας ενημέρωσης, οπότε θα ήταν μάλλον παράλογο να περίμενε κανείς από το Facebook να μετατραπεί σε μια όαση πολιτικής αλήθειας και δημοσιογραφικής ακεραιότητας. Όμως, εκεί που χάθηκε η μπάλα για τον Ζάκερμπεργκ, ήταν στο σκάνδαλο της Cambridge Analytica, στα πλαίσια του οποίου η συγκεκριμένη εταιρία απέκτησε πρόσβαση στα δεδομένα περίπου πενήντα εκατομμυρίων χρηστών, αποσκοπώντας στην επιρροή της εκλογικής τους συμπεριφοράς.

Πιο συγκεκριμένα, από το 2015 η Cambridge Analytica παρείχε τα δεδομένα των χρηστών στις καμπάνιες τόσο του Τεντ Κρουζ, όσο και του Ντόναλντ Τραμπ, ενώ με την αποκάλυψη του σκανδάλου τον Μάρτιο του 2018, αποδείχθηκε παράλληλα πως η εταιρία είχε λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο και στην εκστρατεία υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα του 2016. Ουσιαστικά, η Cambridge Analytica διαμόρφωνε τα ψυχογραφικά προφίλ των χρηστών, παρέχοντας στους πελάτες της πληροφορίες σχετικά με τα πολιτικά μηνύματα που θα είχαν περισσότερη απήχηση.

zuckerberg_congress.jpg
Ο Ζάκερμπεργκ σε μία από τις καταθέσεις του στο Κογκρέσο σχετικά με την Cambridge Analytica © Michael Reynolds/EPA

Τον Απρίλιο του 2018, ο Ζάκερπεργκ κλήθηκε στο Καπιτώλιο ώστε να δώσει εξηγήσεις. Μετά από μια διήμερη ακρόαση, ο ιδρυτής και επικεφαλής του Facebook ζήτησε συγνώμη για την προδοσία της εμπιστοσύνης των χρηστών, δηλώνοντας πως το κοινωνικό δίκτυο δεν πρέπει ποτέ να λειτουργεί ως φορέας fake news, λόγου μίσους, και εξωτερικής πολιτικής επιρροής.

Ως αποτέλεσμα όμως, το 2019 το Αμερικανικό ομοσπονδιακό εμπορικό επιμελητήριο επέβαλε στο Facebook πρόστιμο ύψους σχεδόν 5 δις, ενώ το 2020 ζήτησε τη διάσπαση του ομίλου, με την κατηγορία της σύστασης μονοπωλίου.

Παρότι η διάσπαση δεν επιβλήθηκε, λόγω της αποκάλυψης των οργουελικών διαστάσεων του, το Facebook έχασε άμεσα πάνω από 50 δις σε αξία· αξίζει να σημειωθεί πως το 2018, ο επικεφαλής τεχνολογίας του Facebook έδωσε κατάθεση σε επιτροπή του Βρετανικού κοινοβουλίου, εκπροσωπώντας τον Ζάκερμπεργκ, ενώ ο επικεφαλής του Facebook ταξίδεψε στις Βρυξέλλες ώστε να δώσει εξηγήσεις σε αντιπροσωπεία Ευρωβουλευτών. Το 2018, τέλος, ήταν η πρώτη χρονιά που το κοινωνικό δίκτυο είδε μια παροδική μείωση στον αριθμό των καινούργιων ημερήσιων χρηστών στις ΗΠΑ και τον Καναδά.

zuckerberg_eu.jpg
Ο Ζάκερμπεργκ στις Βρυξέλλες το 2018 © Stephanie Lecocq/EPA

Το σκάνδαλο της Cambridge Analytica έφερε στο προσκήνιο μερικές από τις σκοτεινές πτυχές των κοινωνικών δικτύων. Στα τέλη των 10’s, δημοσιεύτηκαν πολλές μελέτες σχετικά με την επίδραση του Facebook και του Instagram στην ψυχική υγεία τόσο των ενήλικων, όσο—κυρίως—των ανηλίκων, καθώς και στην επιρροή της συμπεριφοράς σε θέματα οικογενειακών, φιλικών, και σεξουαλικών σχέσεων. 

Παράλληλα, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της προστασίας των δεδομένων των χρηστών, αλλά και στον βαθμό στον οποίο τρίτα μέρη—όπως απλές εφαρμογές—είχαν πρόσβαση σε αυτά. Σύμφωνα με τη Φράνσις Χάουγκεν, πρώην υπάλληλο του Facebook από το 2018 μέχρι το 2021, η εταιρία βρίσκεται σε μια μόνιμη σύγκρουση ανάμεσα στο τι είναι ηθικά σωστό, και τι εξυπηρετεί περισσότερο τους στρατηγικούς της σχεδιασμούς και την αύξηση των κερδών της. Στις αρχές του Οκτωβρίου, η Χάουγκεν κατέθεσε στο Κογκρέσο σχετικά με τις πρακτικές του Facebook που εναντιώνονται στα συμφέροντα του καταναλωτή και που πιθανώς προωθούν τη βία, δηλώνοντας πως η εταιρία του Ζάκερμπεργκ θα παραμείνει «επικίνδυνη» ακόμα και αν διασπαστεί.

Το meta θα υπηρετεί αυτό που υπηρετούσε και το Facebook, να φέρει δηλαδή του χρήστες του πιο κοντά. 

Το meta και το μέλλον

Με τα ψηφιακά σύννεφα να μαζεύονται απειλητικά πάνω από το Facebook, δεν μοιάζει παράλογη η κατηγορία πως η μετονομασία της μητρικής εταιρίας σε meta αποτελεί αντιπερισπασμό. Στην ανακοίνωση του, ο Ζάκερμπεργκ είπε πως η εταιρία δεν πρέπει πλέον να καθορίζεται από ένα μόλις προϊόν, προσθέτοντας πως το metaverse θα αποτελέσει σταδιακά το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, και όχι το Facebook.

Από τη μία, η ψύχωση του Ζάκερμπεργκ με την ψηφιακή πραγματικότητα είναι ξακουστή, από την άλλη, όμως, ήταν ξεκάθαρη η στόχευση της ανακοίνωσης ώστε να υποβαθμιστεί η σημασία του Facebook στα μελλοντικά του σχέδια. Το πιθανότερο είναι πως αυτό θα συνέβαινε έτσι και αλλιώς, καθώς το Facebook έχει ήδη αλλάξει πολύ σαν κοινωνικό δίκτυο.

Ενδεικτικά, το ποσοστό των χρηστών άνω των 45 ετών είναι διπλάσιο συγκριτικά με το αντίστοιχο του Instagram —όπου οι νεότεροι χρήστες υπερεκπροσωπούνται— ενώ η δημοφιλία του Tik Tok στους εφήβους έχει αποτελέσει το πρώτο σημαντικό ανταγωνιστικό πλήγμα για τον Ζάκερμπεργκ από το 2004. Με άλλα λόγια, το Facebook ίσως να έχει ήδη απομακρυνθεί πολύ από τον αρχικό του χαρακτήρα, με τα γεγονότα των τελευταίων πέντε περίπου χρόνων να υποβαθμίζουν ακόμα περισσότερο την απήχηση του σε καινούργιους χρήστες.

Σε κάθε περίπτωση, το meta πιθανότατα θα καθορίζεται από τη βασική αρχή των κοινωνικών δικτύων: την παροχή μιας προσωποποιημένης εμπειρίας στον χρήστη. Το ερώτημα πλέον για τον Ζάκερμπεργκ θα αφορά την ποιότητα, αλλά και την ασφάλεια της ψηφιακής ζωής των χρηστών των εφαρμογών του, με τις απαιτήσεις να είναι πλέον τόσο υψηλές, όσο και το μερίδιο της αγοράς που ελέγχει.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το meta θα υπηρετεί αυτό που υπηρετούσε και το Facebook, να φέρει δηλαδή του χρήστες του πιο κοντά. Ο ίδιος ο Ζάκερμπεργκ είχε πει πριν μερικά χρόνια πως «ορισμένοι δεν μπορούν να καταλάβουν πως κάποιος μπορεί να φτιάχνει πράγματα απλά επειδή του αρέσει». 

Όμως, αυτά που έφτιαξε από το 2004 μέχρι σήμερα, όχι μόνο άρεσαν, αλλά και άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που δισεκατομμύρια άνθρωποι αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα, και τον εαυτό τους μέσα σε αυτή. Ο Ζάκερμπεργκ καλείται πλέον να αλλάξει προσέγγιση και να δώσει έμφαση σε πτυχές του κόσμου που έφτιαξε, τις οποίες όμως είχε για χρόνια αγνοήσει — σε μια στιγμή που μοιάζει να μην έχει άλλη επιλογή.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ