Πολιτικη & Οικονομια

Μα δεν σε νοιάζει; Δεν σε πονάει;

Έχω την αίσθηση ότι αν δεν σχολιάσεις στα social την οργή, τον θυμό ή τη θλίψη σου για τα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού, είναι σαν να μην σε νοιάζει

Δημήτρης Παπαδόπουλος
Δημήτρης Παπαδόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πυρκαγιά στο Μαρμάρι Εύβοιας
© EUROKINISSI/ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος γράφει για τον δημόσιο διάλογο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αφορμή τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού στην Ελλάδα.

Με νοιάζει. Με πονάει. Η στάχτη από την καμένη Πάρνηθα, την οποία έμαθα μονοπάτι το μονοπάτι καθώς ποδηλατούσα τον χειμώνα της δεύτερης καραντίνας μου κόβει την ανάσα. Ακόμη και σήμερα που αισθάνομαι τη βροχή να έρχεται. Η μυρωδιά από την Εύβοια, την Ολυμπία, την Αιγιάλεια μου φράσσει τα ρουθούνια. Χαίρομαι που σώθηκαν οι άνθρωποι, συντρίβομαι για τα ζώα, τα δάση, τον κόπο των ανθρώπων που χάθηκε, την αγωνία.

Ούτε στιγμή δεν σταματήσαμε να ενημερωνόμαστε αν και μου προκαλούσε αμηχανία η δημοσιογραφική κάλυψη. «Ένα σπίτι καίγεται, ας ζουμάρει ο οπερατέρ», δεν είναι για μένα δημοσιογραφία, είναι ένας μικρός κανιβαλισμός. Σιώπησα στα social media. Δεν έγραψα κάτι. Άφησα χώρο για την αληθινή ροή της πληροφορίας: ποιος έχει ανάγκη, τι ανάγκη έχει, πού την έχει. Φαίνεται ότι τα κοινωνικά δίκτυα επιτέλεσαν σημαντική δουλειά στη διαχείριση της πληροφορίας. Άλογα μεταφέρθηκαν με μερικές μόλις ώρες σε σημείο ασφαλές, σπίτια γέμισαν με ανθρώπους που είχαν ανάγκη, σκυλιά βρέθηκαν, η απελπισία των πυρόπληκτων γλύκανε από ενσυναίσθηση και ανιδιοτελή προσφορά. Τιμώ όλους εκείνους που βοήθησαν με όποιον τρόπο αθόρυβα ή και με θόρυβο: το να θέτεις το παράδειγμα είναι ένας τρόπος να κινητοποιήσεις τους συνανθρώπους σου.

Η κοινωνική ευαισθησία για τους περισσότερους φάνηκε στις κοινοποιήσεις, στα φλεγόμενα status updates με τις μη ελεγμένες πληροφορίες, τις κρίσεις για τους πυροσβέστες, την πολιτεία, τον Μητσοτάκη. Μαζί με τις πυρκαγιές ξεκίνησε ο βομβαρδισμός από screenshots με λάθος hotspots συγκέντρωσης τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, λάθος προϊόντα σε λάθος μέρες (όταν πλέον είχαν καλυφθεί οι ανάγκες), αφορισμοί και οδηγίες για το αν και πότε έπρεπε να σηκωθούν καναντέρ, μπέριεβ και σινούκ.

Τα διαβάζαμε στο facebook και στο twitter, στα stories στο Instagram. Αν δεν πόσταρες για βοήθεια, είναι σαν να μην βοηθούσες. Μα βοηθούσες πραγματικά; Είδα να ανεβαίνουν ποστ με χρήστες που έκλαιγαν ενώ τραβούσαν βίντεο και αναρωτιόμουν στις πόσες λήψεις το πέτυχαν. Κι έπειτα άνοιγαν οι συζητήσεις για ψόφους, κρεμάλες, εσάς, εμάς. Μα εμείς είμαστε οι άλλοι. Είμαστε εκείνοι που δεν κάηκαν, δεν έχασαν, δεν τρόμαξαν. Τα δάκρυα της κυρίας Παναγιώτας τα απαθανάτισε ο φωτογράφος Κωνσταντίνος Τσακαλίδης, δεν τα ανέβασε μόνη της σε σέλφι.

Πονάω κάθε φορά που καίγεται η γη, που χάνονται ζώα, καταστρέφονται δάση. Από το 80 που καιγόταν κάθε καλοκαίρι η Αχαΐα κι έκλεινε η εθνική οδός μέχρι το 2007 και τη δράση του «στρατηγού ανέμου» που κατέκαψε την Ηλεία, πονάμε. Φταίει ο άνεμος; Η κακή μας τύχη; Κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη. Δεν θυσιάζεται κάποιος, ολοκληρώνει το έργο του, όπως καθένας από μας: είτε με μπράβο, είτε με ανασχηματισμό.

Ας μην μεγαλώσουμε μια γενιά Ελλήνων που θα τους φταίει κάποιος άλλος. Στις τεκτονικές αλλαγές χρειάζονται λύσεις ριζικές, ριζοσπαστικές. Το θέμα είναι ο χρόνος και το μέγεθος της ανάληψης ευθύνης. Αν δεν σε ικανοποιήσουν, τότε έχεις τον τρόπο να αλλάξεις, όπως σε κάθε δημοκρατικό κράτος. Όμως οι κριτικοί του δευτερολέπτου μου προκαλούν θαυμασμό: πότε προλαβαίνουν να σταθμίσουν, να ψάξουν, να διασταυρώσουν και να εκφέρουν άποψη (με κάποιο «ψόφα», εννοείται) ένας Θεός το ξέρει. Πότε τους αφήσαμε λοιμωξιολόγους, πότε έγιναν δασολόγοι, που λέει και το viral meme.

Το Μάτι, τα χρόνια των μνημονίων από το 2010 και πέρα αλλά και η πανδημία με δίδαξαν να κρατάω το σόσιαλ στόμα μου κλειστό. Όχι επειδή δεν έχω άποψη αλλά επειδή το μίσος του πληκτρολογίου μου δηλητηρίαζε τις ημέρες. Στους αλλεπάλληλους γραπτούς μονολόγους, η ρητορική μίσους, τα unfollow και τα unfriend μας έκαναν να πιστεύουμε ότι ρίχνουμε κυβερνήσεις. Όμως μαντέψτε τι κατάφεραν: να μας οπλίσουν με μεγαλύτερο κοινωνικό αυτισμό, να αναμασάμε τσιτάτα, να μην μπορούμε να συζητήσουμε δια ζώσης, να αποφεύγουμε την πραγματική συναναστροφή. Τα χρόνια εκείνα με δίδαξαν να περιμένω. Να δίνω ένα ποτήρι νερό σ’ εκείνον που το χρειάζεται και ενός λεπτού σιγή σ’ εκείνον που η τραγωδία του το επιβάλλει. Δεν σβήνει καμία φωτιά το πάθος, η πόλωση, η ημιμάθεια και η παραπληροφόρηση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ