Πολιτικη & Οικονομια

Υπέρ διαλόγου: Νεοφυλετισμός και χαμένες ευκαιρίες

Οι άνθρωποι ακούν και διαβάζουν μόνον ό,τι προέρχεται από άτομα με κοινό αξιακό σύστημα, κοινωνικά χαρακτηριστικά και πολιτικά πιστεύω, απορρίπτοντας όλους όσοι δεν πληρούν τα παραπάνω γνωρίσματα

kalamanti-sofia.jpg
Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 792
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
feedback.jpg
© Gerd Altmann / Pixabay

Σχόλιο για το φαινόμενο του νεοφυλετισμού, τα νέα συμπεριφορικά μοντέλα, την επιρροή των influencer

Ο διάλογος στο δημόσιο πεδίο έχει αλλάξει. Πέραν του προφανούς, που είναι η ποσοτική διαφοροποίηση στις δυνατότητες διάδρασης, εκείνο που μακροϊστορικά θα αποτελέσει πεδίο ζωηρού ενδιαφέροντος για τους μελετητές της επικοινωνίας είναι τα νέα συμπεριφορικά μοντέλα που εγκαθίστανται σταδιακά.

Η ιεραρχική αξιολόγηση βάσει της οποίας αποφασίζει κανείς σε ποια θέση, σχόλιο ή δήλωση θα προσδώσει σημειολογική προτεραιότητα έχει διαποτιστεί με έναν αδιάτρητο ταυτοτικό χαρακτήρα. Από το αχανούς έκτασης διαθέσιμο περιεχόμενο, οι άνθρωποι ακούν και διαβάζουν μόνον ό,τι προέρχεται από άτομα με κοινό αξιακό σύστημα, κοινωνικά χαρακτηριστικά και πολιτικά πιστεύω, απορρίπτοντας ολωσδιόλου όλους όσοι δεν πληρούν τα παραπάνω γνωρίσματα και άρα αναγνωρίζονται ως ξένα σώματα. Παράλληλα, άνθρωποι που με περίσσεια περηφάνια διαφημίζουν την ιδιότητα του influencer ως επάγγελμα, εκφράζουν τις απόψεις τους με σοκαριστική ελαφρότητα -και αναμενόμενη έλλειψη πνευματικών εφοδίων- σε επίκαιρα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ώστε να συσπειρώσουν τους πιστούς ακολούθους τους. Οι ακόλουθοι με τη σειρά τους είναι ενθουσιωδώς διατεθειμένοι να υπερασπιστούν αλλά και να διαδώσουν την εκάστοτε φλέγουσα τοποθέτηση ως άλλοι ψηφιακοί απόστολοι. 

Με τον παραπάνω φαύλο κύκλο όλο και να εντείνεται, φτάνουμε να μιλάμε για το φαινόμενο του νεοφυλετισμού. Ο νεοφυλετισμός έρχεται να επαναφέρει κοινωνικούς σχηματισμούς, οι οποίοι στο συγκείμενο της νεωτερικότητας είχαν εξασθενήσει σημαντικά. Οι άνθρωποι αρχίζουν εκ νέου να οργανώνονται σε μικρές -ψηφιακές- κοινότητες με τα προαναφερθέντα ταυτοτικά κριτήρια επιλογής και να αλληλεπιδρούν μονάχα με ομοίους τους ανταλλάσσοντας πανομοιότυπες ιδέες. Κάθε μέλος μίας τέτοιας κοινότητας είναι πεπεισμένο πως η δική του άποψη είναι η πιο στιβαρή και διαδεδομένη, αφού κυριολεκτικά τη συναντάει συνεχώς μπροστά του. Οι μικρές κάστες που δημιουργούνται στρεβλώνουν σε τρομακτικό βαθμό την αντίληψη για τον κόσμο, αναπαράγοντας μονοδιάστατες ερμηνείες της πραγματικότητας, που χαϊδεύουν και επιβεβαιώνουν τις αξιακές προτεραιότητες που το κάθε άτομο έχει και αποτελούν το κοινό σημείο αποδοχής στη φυλή του. Σε περιόδους μάλιστα ζωηρής επικαιρότητας, αγαπημένη τελετουργία των φυλών είναι ποιος θα διατυπώσει ταχύτερα μία ερμηνεία για ένα περιστατικό, η οποία θα περικλείει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα αξιακά γνωρίσματα της φυλής (ακόμη και αν αυτά είναι πλήρως ασύνδετα μεταξύ τους ή και τελείως άσχετα με το γεγονός καθαυτό). 

Ένα τέτοιο μείγμα διεργασιών συντελεί στο εκρηκτικό πεδίο δημοσίου διαλόγου σήμερα: η σταδιακή απώλεια επαφής με κάθε αντίθετη άποψη από εκείνη που αναμένει κάποιος και θεωρεί παραδεδεγμένη αλήθεια, η απουσία τριβής με τους «απέναντι», επιφέρουν ένα ιδεοληπτικό μούδιασμα, μία οργανική δυσανεξία στο διαφορετικό, η οποία υψώνεται ως φράγμα σε κάθε ζύμωση που θα μπορούσε να εκμαιεύσει προτάσεις ευεργετικές για το κοινό καλό.  

Με συγκεκριμένες κοινότητες να γίνονται μάλιστα άκρως επιθετικές και να επιδίδονται σε σταυροφορίες κατήχησης και ευαισθητοποίησης -όπως οι ίδιοι την αντιλαμβάνονται-, ορισμένες συζητήσεις κλείνουν προτού καν ανοίξουν. Το περίφημο συνέδριο γονιμότητας και η ατυχέστατη, αμήχανη προσέγγισή του σχετικά με το -πανευρωπαϊκό- ζήτημα της υπογεννητικότητας, έδωσαν λαβή σε συγκεκριμένες διαδικτυακές ομάδες και τηλεπερσόνες με μεγάλη επιρροή να καταδικάσουν τις σκοπιμότητές του, τις οποίες ερμήνευσαν ως μία προσπάθεια ανάδειξης της γυναίκας σε μηχανή αναπαραγωγής μέσω του ψυχολογικού εκβιασμού, που θα τις ωθούσε εν τέλει εκφοβιστικά να υποκύψουν στην ιδιότητα της μητρότητας. 

Έτσι, μία ευρύτερη συζήτηση ιδιαίτερα εποικοδομητική για την Ελλάδα, εφόσον θα συμπεριλάμβανε παραδείγματα καλών πρακτικών για την έμπρακτη στήριξη της γυναίκας στην εξισορρόπηση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής  (το άριστο μοντέλο της Σουηδίας θα είχε πολύ υλικό να προσφέρει) και επιστημονικά δεδομένα για τις ιατρικές δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ένα ζευγάρι εάν αποφασίσει να κάνει παιδί σε προχωρημένη ηλικία, δεν συνέβη ποτέ. Το θέμα αποσιωπήθηκε μια και καλή χωρίς να δοθεί άλλη έκταση και οι περισσότεροι προκειμένου να κερδίσουν λίγη συμπάθεια, αρκέστηκαν αφελώς να εκφράσουν τον χλευασμό τους προς το ερασιτεχνικό τηλεοπτικό σποτ. 

Η τραγική υπόθεση δολοφονίας στα Γλυκά Νερά ανάχθηκε από μία μεγάλη μερίδα κόσμου σε συμβολικό γεγονός για τον αποφασιστικό προσδιορισμό των γυναικών ως θυματοποιημένου κοινωνικού υποσυνόλου, που βάλλεται συστηματικά έως και σήμερα σε ένα δυτικό κράτος από κακοποιητικές και καταπιεστικές πρακτικές σεξιστικής προέλευσης. Εξ ου και η ζηλωτική εμμονή να υπερισχύσει ο όρος «γυναικοκτονία» έναντι εκείνου της «δολοφονίας» στην περιγραφή της υπόθεσης. Οποιοσδήποτε εξέφραζε τις ενστάσεις του είτε στην προσπάθεια πολιτικοποίησης της υπόθεσης, είτε ακόμη και στο αν ετυμολογικά η λέξη είναι πράγματι η αρμόζουσα για να περιγράψει το συμβάν, ερχόταν αντιμέτωπος με την ξέχειλη οργή διαδικτυακών συλλογικοτήτων, που θεωρούσαν πως κάθε τέτοια παρέμβαση μοναδικό στόχο είχε να ξεπλύνει τα κίνητρα του ειδεχθούς δολοφόνου. 

Τα συγκεκριμένα πρόσφατα παραδείγματα καταδεικνύουν την ανώριμη και φοβική προσέγγιση με την οποία ευαίσθητα και σοβαρά ζητήματα θίγονται δημοσίως. Καθένας βρίσκει την ευκαιρία με τις δηλώσεις του να διατρανώσει στη φυλή του την πολιτικο-κοινωνική του ταμπέλα, κερδίζοντας εύνοια και διασφαλίζοντας την πολυπόθητη κοινοτική αποδοχή. Ταυτόχρονα, η πόλωση παραμονεύει διαρκώς, αφού κάθε πλευρά προσπαθεί αδιάλειπτα να στρεβλώνει την αντίθετη οπτική, ορίζοντάς την με ερμηνευτικά εργαλεία όσο το δυνατόν πιο εξτρεμιστικά. 

Σήμερα, αυτό που μένει στο τέλος μετά από κάθε δημόσια διαφωνία, δεν είναι χρήσιμα συμπεράσματα ή αφυπνιστικές παρεμβάσεις. Είναι μονάχα ένα αίσθημα κόπωσης και εκνευρισμού, η απέχθεια για τη σηπτική τοξικότητα ατέρμονων εξαντλητικών συγκρούσεων, που τα συμπαρασύρουν όλα στο πέρασμά τους, μην αφήνοντας περιθώρια για «μαλθακές» τοποθετήσεις. Όλο και περισσότεροι όχι απλώς καταλήγουν λιγότερο διατεθειμένοι να συνδιαλεχθούν δημοσίως για το οτιδήποτε, αλλά υπαναχωρούν βαθύτερα στην ασφάλεια της φυλής τους, ακόμη πιο έτοιμοι να υπερασπιστούν τους «δικούς τους» από τα νύχια των «άλλων». Η οχύρωση πίσω από την κοινότητα στην οποία είναι κανείς αποδεδειγμένα αποδεκτός, όπου οι απόψεις του χαίρουν διαρκούς επικρότησης χωρίς υβριστικές συμπεριφορές, οδηγεί στον πλήρη κατακερματισμό. Οποιαδήποτε διαλεκτική διεργασία εξωθείται να έχει ως σημείο αφετηρίας όχι το τι λέει κάποιος, αλλά τι χαρακτηριστικά φέρει, πού ταξινομείται.  

Βεβαίως, η τάση αυτή φαίνεται να είναι προς το παρόν κυρίαρχη μόνο στις οθόνες των υπολογιστών, χωρίς να έχει εισχωρήσει στον ίδιο βαθμό στις φυσικές αλληλεπιδράσεις. Είναι πιθανόν εξαιτίας του εγκλεισμού τον τελευταίο χρόνο, το φαινόμενο να έχει ενταθεί περαιτέρω και να μοιάζει περισσότερο κυρίαρχο από όσο είναι. Δεν παύει όμως να αποτελεί ανησυχητική εξέλιξη, εφόσον οι opinion leaders του μέλλοντος πρόκειται να εκκολάπτονται αποκλειστικά στα νέα μέσα και από εκεί θα μπορούν να συνεχίσουν το μοτίβο της πόλωσης ανενόχλητοι.   

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ