Πολιτικη & Οικονομια

Ένα, δύο, τρία πολλά σχολικά βιβλία

Μια διαφορετική προσέγγιση για την εισαγωγή του πολλαπλού εγχειριδίου στην ελληνική εκπαίδευση

thanos-kapsalis.jpg
Θάνος Καψάλης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
sholika-vivlia.jpg

Πώς θα μπορούσε να εισαχθεί το πολλαπλό εγχειρίδιο στην ελληνική εκπαίδευση; Ο Θάνος Καψάλης δίνει μια αναλυτική απάντηση για τα σχολικά βιβλία.

Πολύ καλά κάνουν οι εκδοτικοί οίκοι και καταρτίζουν σιγά-σιγά τις ομάδες με τις οποίες θα συμμετάσχουν στη συγγραφή των νέων σχολικών εγχειριδίων, όποτε προκηρυχθεί. Είναι χρήσιμο οι υποψήφιοι συγγραφείς να «ζεσταίνονται» και να σχεδιάζουν το σοβαρό εγχείρημα στο οποίο θα αναμειχθούν, ακόμη κι αν υποθέτουν τα προγράμματα σπουδών με βάση τα οποία θα συνταχθούν τα νέα βιβλία, και αγνοούν τους όρους του «διαγωνισμού» στον οποίο θα μετάσχουν.

Κι ενώ τα προγράμματα σπουδών-δηλαδή τα υπό «επικαιροποίηση» προγράμματα του 2014- είναι ζήτημα χρόνου να ολοκληρωθούν, αναφορικά  με τη διαδικασία επιλογής τους δεν είναι γνωστό, αν οι άνθρωποι του Υπουργείου και των εποπτευόμενων φορέων, έχουν καταλήξει σε κάποια ιδέα.

Σκοπός του παρόντος σημειώματος είναι να προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση, από αυτήν που είχε επιχειρηθεί το 2007, όταν δηλαδή έγινε απόπειρα εισαγωγής του πολλαπλού εγχειριδίου στην ελληνική εκπαίδευση.

Τότε, από το σύνολο των σχολικών εγχειριδίων, που ανά γνωστικό αντικείμενο είχαν υποβληθεί, επιλέχθηκαν τρία και το ένα μόνο από αυτά έφτασε στους μαθητές· τα άλλα δύο κατέληξαν στις σχολικές βιβλιοθήκες, κι έκτοτε … αγνοείται η τύχη τους.

Γνώμη του γράφοντος ήταν ότι η αποτυχία με την οποία στέφθηκε το πολυαναμενόμενο και ευρέως αποδεκτό πολλαπλό βιβλίο οφειλόταν σε δύο κυρίως λόγους.

  • Πρώτον, δεν υπήρχε διαθέσιμο ένα σύστημα διανομής που θα διασφάλιζε, ότι τον Οκτώβριο θα βρίσκονταν σε όλα τα σχολεία, όλα τα διαφορετικά -ανά αντικείμενο βιβλία- που είχαν επιλέξει οι εκπαιδευτικοί.
  • Δεύτερον, υπήρχε ο ενδοιασμός ότι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο τα διαφορετικά βιβλία διαχειρίζονταν έννοιες, ορισμούς και σύμβολα, θα έθετε προβλήματα στη σύνταξη των θεμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων, τα οποία, ως γνωστόν, απαιτούν μονολιθικές απαντήσεις.

Σήμερα τα πράγματα, αναφορικά με τη διαχείριση των επιλογών των εκπαιδευτικών, και τη διανομή των σχολικών εγχειριδίων, έχουν βελτιωθεί σημαντικά: Ένα δημόσιο που είναι ικανό να διαχειρίζεται ψηφιακά μεγάλο μέρος των σχέσεών του με τον πολίτη και- στις μέρες μας- να οργανώνει με υποδειγματική τάξη μαζικούς εμβολιασμούς, είναι εξίσου ικανό να διαχειριστεί τις διαφοροποιημένες προτιμήσεις των εκπαιδευτικών για τα σχολικά βιβλία που διαλέγουν να διδάξουν. Επίσης, οι αγκυλώσεις που έθεταν εμπόδια στη συνεργασία του Δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα, όπως π.χ. τα βιβλιοπωλεία που θα αναμιγνύονταν στη διάθεση τα βιβλία, έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαλειφτεί.

Ωστόσο η μονολιθικότητα στις απαντήσεις των θεμάτων των εξετάσεων που γίνονται στο ελληνικό σχολείο, εξακολουθεί να υφίσταται, να συνεχίζει το έργο της μετατροπής της διδασκαλίας σε άγονο κυνήγι της «σωστής απάντησης» και να παρεμποδίζει την εισαγωγή του πολλαπλού βιβλίου, που θα ανέπτυσσε τη δεξιότητα του μαθητή, να επεξεργάζεται και να συνθέτει γνώσεις, τις οποίες αντλεί από ποικίλες πηγές.

Υπάρχει άραγε λύση σε αυτό το πρόβλημα; Η απάντηση είναι πως ναι, υπάρχει και πως αποτελεί ένα «κεκτημένο» της εκπαίδευσής μας καιμέρος της παράδοσής της, το οποίο δυστυχώς εγκαταλείψαμε.

Αναφέρομαι, στο πλαίσιο με το οποίο γίνονταν οι εισαγωγικές εξετάσεις, ως και τα μέσα της δεκαετίας του 70.  Στο πλαίσιο αυτό:

  • Πρώτον, δεν υπήρχε ένα σχολικό εγχειρίδιο. Ανά αντικείμενο είχαν εγκριθεί δύο, τρία διαφορετικά εγχειρίδια, κανένα από τα οποία δεν προτεινόταν προνομιακά έναντι των άλλων. Ήταν στη διάθεση του εκπαιδευτικού και του μαθητή το βιβλίο με το οποίο θα επέλεγαν να εργαστούν, ανά μάθημα, ακόμη και ανά κεφάλαιο μαθήματος. Ρωτήστε του παλαιότερους, θα σας πουν πως Φυσική μελετούσαν από τον Αλεξόπουλο, τον Μάζη και τον Περιστεράκη, συχνότατα όμως και από μια πλειάδα εξωσχολικών-καλών για την εποχή τους εγχειριδίων, όπως π.χ. τα βιβλία του Μηνά Μακρόπουλου.
  • Δεύτερον, δεν υπήρχε ΑΥΣΤΗΡΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΗ ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ. Γνωρίζω ότι κάποιοι θα αναπηδήσετε από την καρέκλα σας διαβάζοντας τις γραμμές αυτές, αναλογιζόμενοι τις «αυθαιρεσίες» που θα γίνουν εις βάρος των μαθητών. Να είστε όμως βέβαιοι, ότι το «σύστημα» δούλευε, ακόμη κι αν για την εισαγωγή σε μια από τις περιζήτητες σχολές, έφτανε ένα ταπεινό -αλλά πόσο άξιο- δεκαεξαράκι.
  • Τρίτον -άσχετο με τον αριθμό των εναλλακτικών βιβλίων, αλλά σχετικό με το σώμα των γνώσεων που αποκτούσε ο μαθητής και την αξιοπιστία των θεμάτων των εξετάσεων- η εξεταστέα ύλη περιλάμβανε τη διδακτέα ύλη των τριών τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου.

Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά του πλαισίου των εισαγωγικών εξετάσεων και της προετοιμασίας των μαθητών γι’ αυτές, συνεργούσαν ώστε να προσφέρουν ένα πλήθος ωφελημάτων.

Μεταξύ αυτών: Οι μαθητές ασκούνταν στο συνδυασμό γνώσεων από διαφορετικές πηγές, η διδασκαλία δεν ήταν φορμαλιστική και αποκλειστικά προσανατολισμένη στην παραγωγή «σωστών απαντήσεων», και τα θέματα -ανεξάντλητα ως προς την ποικιλία τους, λόγω του εύρους της ύλης- δεν εγκεφαλικές κατασκευές στις οποίες οι θεματοθέτες«έξυναν τον πάτο του βαρελιού», για να διακριθούν οι μέτριοι από τους καλούς και από τους καλούς οι καλύτεροι.

Εν κατακλείδι: Δεν είναι απαραίτητο να υποδειχθεί ένα, δύο ή τρία από τα διαφορετικά εγχειρίδια που θα υποβληθούν. Μπορούν απλώς να εγκριθούν, όλα όσα -πέντε, δέκα, τριάντα;- πληρούν κάποια σημαντικά κριτήρια, με πρώτιστο τη συμβατότητα με το πρόγραμμα σπουδών. Ανάμεσα στα άλλα, ένας τέτοιος χειρισμός, θα εξάλειφε τις «σκιές» που πάντα γεννούν οι ποικίλοι διαγωνισμοί του Δημοσίου.

Από εκεί και πέρα, αν στην «οπισθοδρομική καινοτομία» που προτείνω, προσετίθετο και μια «προοδευτική καινοτομία», όπως μια Τράπεζα Θεμάτων, που θα περιέγραφε το ύφος των θεμάτων, θα προσδιόριζε τη δυσκολία τους και θα υπεδείκνυε τις δεξιότητες που θα επιμετρούσαν, το κέρδος για την εκπαίδευση θα ήταν μεγάλο. Ειδικά αν τα θέματα που «έπεφταν» δεν ήταν αντίγραφά της, αλλά γόνιμες παραλλαγές τους.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ