Πολιτικη & Οικονομια

Η ξεχασμένη διάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Η εξασφάλιση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας θα πρέπει να παραμείνει αυστηρά και μόνο το μέσο με το οποίο θα επιτευχθεί η σύγκλιση σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος

e7b99248-7ac6-41a5-9436-e73bba1b8594.jpeg
Μάκης Μυλωνάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ΕΒΡΟΣ-ΓΕΦΥΡΑ ΚΗΠΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ / ΦΥΛΑΚΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
© EUROKINISSI/ ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Σχόλιο για τις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας και την αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας μας

Το 2020 υπήρξε ένα έτος κορύφωσης της έκνομης δραστηριότητας της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Ελλάδα να διαδέχεται την Κυπριακή Δημοκρατία ως το πεδίο εκδήλωσης των επεκτατικών βλέψεων της Άγκυρας. Η επικράτηση του στρατιωτικού όρου «αποτροπή» στη δημόσια συζήτηση έναντι του διπλωματικού όρου «διάλογος» είναι ενδεικτική της ραγδαίας επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Από τον Έβρο μέχρι τον Καστελόριζο, η Ελλάδα χρειάστηκε να αμυνθεί, καταφεύγοντας συχνά στην χρήση στρατιωτικών μέσων που μέχρι πρόσφατα έμοιαζαν «διακοσμητικά» και «αχρείαστα». Εύλογα, η στρατιωτική ισχύς βρέθηκε στο επίκεντρο των σχετικών αναλύσεων καθώς η αξία της επιβεβαιώθηκε στο πεδίο – με τρόπο εμφατικό. Μια ματιά στα πολλαπλάσια τουρκικά τετελεσμένα επί της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, μιας χώρας χωρίς στρατιωτική ισχύ, αρκεί για να καταστεί σαφές το τι εξασφάλισαν στην Ελλάδα οι ένοπλες δυνάμεις της. Εξάλλου, η πετυχημένη αποτροπή της τουρκικής απειλής ήταν αυτή που γέννησε την έξυπνη αγορά των γαλλικών μαχητικών Rafale, χωρίς μεσάζοντες και με σχετικά άμεση παράδοση, και μοιάζει να έχει συνολικά επιταχύνει την αναμόρφωση των ενόπλων δυνάμεων.

Καθοριστική ήταν η συμβολή της τουρκικής προκλητικότητας και στην αφύπνιση της ελληνικής διπλωματίας. Μετά την αρχική αμηχανία και τα παρορμητικά λάθη των πρώτων μηνών, όπως η ατυχής επιλογή πρόσκλησης του πολέμαρχου Χάφταρ στην Αθήνα, η Ελλάδα επέδειξε σημαντικά διπλωματικά αντανακλαστικά. Με την ιστορική Συμφωνία των Πρεσπών να έχει απαλλάξει την χώρα από ένα περιττό διπλωματικό βάρος, η σημερινή κυβέρνηση κινήθηκε πετυχημένα στην γραμμή της επίλυσης χρόνιων εκκρεμοτήτων επιτυγχάνοντας την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Ιταλία, την μερική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο και την συμφωνία με την Αλβανία για προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών των δυο χωρών.

Η άρνηση της Ελλάδας να επιδείξει την παραμικρή «αφέλεια» έναντι των επιθετικών κινήσεων της Τουρκίας τόνωσε την εθνική αυτοπεποίθηση και έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα, κυρίως στο Βερολίνο και δευτερευόντως στις Βρυξέλλες, περί του ότι υπάρχουν ζητήματα τα οποία καμία κυρίαρχη χώρα δεν μπορεί να θέσει υπό διαπραγμάτευση. Όσο αναγκαία κι αν είναι όμως η εθνική αυτοπεποίθηση, άλλο τόσο επικίνδυνη μπορεί να καταστεί η καλλιέργεια μιας διαρκούς προσδοκίας επίτευξης «νικών» έναντι της Τουρκίας. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ο εθνικός στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία με τη γειτονική χώρα.

Ο πήχης προόδου για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν μπορεί να μπαίνει απλώς στην αποστρατιωτικοποίηση της κρίσης. Όσο αναγκαία κι αν είναι η αποτροπή, ο μόνος τρόπος να προβλεφθούν οι επόμενες κρίσεις είναι η εμβάθυνση των οικονομικών και πολιτισμικών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών. Όσο περισσότερα έχουν χάσουν οι δύο πλευρές, τόσο λιγότερο χώρο θα έχουν οι ακραίοι και των δύο πλευρών να καθορίσουν τις εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι έκνομες ενέργειες της Τουρκίας εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με τα ελληνοτουρκικά σύνορα να έχουν κλείσει για μήνες και με την αλληλεπίδραση μεταξύ των δυο λαών να έχει ατονήσει. Ξεχάσαμε πόσο ωραία νιώθουμε όταν επισκεπτόμαστε την Κωνσταντινούπολη, ξεχάσαμε πόσο σημαντικοί είναι οι Τούρκοι επισκέπτες για την Βόρεια Ελλάδα και για τα νησιά μας, ξεχάσαμε πόσο σημαντικός εμπορικός εταίρος της χώρας μας είναι η Τουρκία και πάνω από όλα ξεχάσαμε αυτό το ξεχωριστό συναίσθημα του «μα πόσο μοιάζουμε» που σχεδόν πάντα προκύπτει όταν Έλληνες και Τούρκοι περνούν χρόνο μαζί.

Εξάλλου, η αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας στους νέους εμπορικούς δρόμους της Βορείου Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει την άνθηση του εμπορίου με την Τουρκία, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Αντί μιας αφελούς χαιρεκακίας για την κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, μήπως θα ήταν καλύτερο να είναι και η Ελλάδα μια από τις χώρες που θα ικανοποιήσουν την δίψα της τουρκικής οικονομίας για δυτικά κεφάλαια; Μήπως οι ελληνικές τράπεζες, με την εγγύηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα έπρεπε να φιλοδοξούν να γίνουν ο ασφαλής προορισμός για τις καταθέσεις Τούρκων ιδιωτών που αναζητούν τρόπο να διασώσουν τις καταθέσεις τους από την υποτίμηση του νομίσματος; Μήπως οι μορφωμένοι Τούρκοι της νέας γενιάς, που ασφυκτιούν από την συντηρητική στροφή της τουρκικής κοινωνίας, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πολύτιμη μαγιά για την πολυπόθητη εξωστρέφεια των ελληνικών πανεπιστημίων;

Συνοψίζοντας, η εξασφάλιση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας δεν θα πρέπει να εξελιχθεί σε εθνοκεντρικό αυτοσκοπό αλλά να παραμείνει αυστηρά και μόνο το μέσο με το οποίο θα επιτευχθεί η σύγκλιση με την Τουρκία σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Η στρατιωτική ισχύς μάς εξασφαλίζει μια ισχυρή θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά δεν θα πρέπει να την ξοδέψουμε υπέρ ενός μεγαλύτερου κομματιού σε μια μικρή και μίζερη πίτα. Η εθνική φιλοδοξία θα πρέπει πάντα να είναι ένα μεγάλο κομμάτι σε μια πίτα που όλο και θα μεγαλώνει και μια μεγάλη πίτα δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την Τουρκία – και το κομμάτι της. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ