Πολιτικη & Οικονομια

Ο Μητσοτάκης, ο Σημίτης και ο Σαμαράς

Δύο συν ένας διαφορετικοί «πρώην»

78370-174847.jpg
Ανδρέας Παπαδόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κώστας Σημίτης, Αντώνης Σαμαράς

Ο Ανδρέας Παπαδόπουλος σχολιάζει την πολιτική στάση των Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Κώστα Σημίτη και Αντώνη Σαμαρά μετά την πρωθυπουργία τους.

Στην εγχώρια πολιτική σκηνή δεν υπάρχουν πολλοί «πρώην». Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν επί δεκαετίες ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο (τότε) πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής προκειμένου να μην αναγκάζεται κάθε τόσο να σχολιάζει τις (δυσάρεστες) παρεμβάσεις του, είχε εφεύρει το μοντέλο περί «επιτίμου προέδρου» που δικαιούται να λέει ελεύθερα  τις απόψεις του. Μιλάμε για απόψεις που ήταν πάντα κόντρα στο ρεύμα, απέναντι στο εύκολο αφήγημα, που χάλαγαν το ωραίο συννεφάκι στο οποίο βρισκόμασταν. Συνήθως μιλούσε για τα ζητήματα της οικονομίας και το ασφαλιστικό, βαρώντας αλλεπάλληλες καμπάνες για τις καταστροφικές επιλογές της κυβέρνησης Καραμανλή.

Διαφορετικής κουλτούρας πολιτικός αλλά με το ίδιο αίσθημα καθήκοντος για τη χώρα είναι ο Κώστας Σημίτης. Ο πρώην πρωθυπουργός επιλέγει και αυτός να μην είναι αρεστός (συχνά) ούτε στο κόμμα του, άλλα ούτε και σε αυτό που βαφτίζουμε με ευκολία «κοινή γνώμη». Ο κ. Σημίτης επιλέγει διαχρονικά το δύσκολο δρόμο. Για την οικονομία, την εξωτερική πολιτική (σ.σ.: με έμφαση στα ελληνοτουρκικά), την πανδημία κλπ.

Οι δυο προαναφερθέντες είναι οι πλέον ξεχωριστές περιπτώσεις, καθώς όλοι οι σοβαροί αναλυτές ήθελαν (σ.σ: και θέλουν για τον κ. Σημίτη) να ακούν τη γνώμη τους στα δύσκολα θέματα. Να σύρουν το σκάφος από την ξέρα του λαϊκισμού, του εύκολου λόγου, των εθνικών μύθων, στις θάλασσες του ρεαλισμού, του ευρωπαϊκού δρόμου, των επώδυνων αλλά αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών.

Αυτή, άλλωστε, είναι και η πραγματική αξία των «πρώην», όχι φυσικά όλων, αυτών που ο λόγος τους έχει αποτύπωμα και διαχρονικότητα. Επειδή, πέραν της εμπειρίας και της σοφίας τους, έχουν την πολυτέλεια ως πρώην να λένε σκληρά πράγματα, να μην φοβούνται το πολιτικό κόστος, να μην ενδιαφέρονται για το αν θα δυσαρεστήσουν τους πολλούς με τις αλήθειες τους. Αυτή, λοιπόν, ήταν η περίπτωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Αυτή είναι η περίπτωση του Κώστα Σημίτη.

Υπάρχει, ωστόσο, και μια τρίτη περίπτωση «πρώην», που κινείται εντελώς στον αντίποδα. Είναι αυτή του Αντώνη Σαμαρά. Του πολιτικού που (φαίνεται πως) δεν διδάχτηκε τίποτα από τις ευθύνες που κουβαλάει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 με την υπόθεση του Μακεδονικού. Του πολιτικού που (φαίνεται πως) δεν διδάχτηκε τίποτα από τις ευθύνες που φέρει για τη γιγάντωση του αντιμνημονιακού ρεύματος, με την ανεύθυνη στάση που είχε η ΝΔ στις αρχές του 2010.

Όπως βλέπουμε με την υπόθεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, επιμένει δυστυχώς, παρά την εμπειρία της συνετούς πρωθυπουργίας του, στο ίδιο μονοπάτι. Της καλλιέργειας ψευδαισθήσεων, της διατήρησης των εθνικών μύθων, του χαϊδέματος των μαζών, της ενεργοποίησης του συναισθήματος. Το περιέγραψε (ΝΕΑ, 25-01-2021) πολύ εύστοχα ο Ηλίας Κανέλλης: «Η χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει από τις διεθνείς εκκρεμότητες τις οποίες οφείλει να διευθετήσει. Θα περίμενε κανείς ο Αντώνης Σαμαράς να το έχει συνειδητοποιήσει, από την κυβερνητική εμπειρία του, πριν επιστρέψει στις εμμονές της Πολιτικής Άνοιξης και στις αυτοχειριαστικές πολιτικές επιλογές που τροφοδότησε». 

Ο κ. Σαμαράς θα μπορούσε πράγματι να είναι χρήσιμος για το κόμμα του και τον τόπο. Αν, για παράδειγμα, πίεζε τον κ. Μητσοτάκη για μεταρρυθμίσεις. Αν στηλίτευε τις καθυστερήσεις στο κυβερνητικό έργο. Αν, εντέλει, μιλούσε με γνώμονα το μέλλον της χώρας και όχι το (μακρινό) παρελθόν της.

Με την χθεσινή μυωπική παρέμβασή του μπορεί να ικανοποίησε τις ακραίες φωνές της ΝΔ εμφανιζόμενος ως τασάρχης της (υπερ)δεξιάς πτέρυγας, αλλά κάνει πολλούς να ξεχνούν τη σημαντική συμβολή του στη διάσωση της χώρας τη δύσκολη περίοδο 2012-2014.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ