Πολιτικη & Οικονομια

Ας φανταστούμε ότι υπάρχει μια πόλη

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, η χρόνια μονοκαλλιέργεια των υπηρεσιών εστίασης οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε μια δεύτερη «αντιπαροχή»

51853-114838.jpg
Σπύρος Βούγιας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Θεσσαλονίκη
© ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ/ ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Σκέψεις με αφορμή τη συζήτηση για τη νέα κανονιστική απόφαση του Δήμου Θεσσαλονίκης για τη χρήση των κοινόχρηστων χώρων από τις επιχειρήσεις εστίασης

Με αφορμή τη συζήτηση για τη νέα κανονιστική απόφαση που ετοιμάζει ο Δήμος Θεσσαλονίκης με τις ρυθμίσεις για τη χρήση των κοινόχρηστων χώρων από τις επιχειρήσεις εστίασης, παραφράζω ελεύθερα τον τίτλο της σειράς ντοκιμαντέρ «Pretend it’s a city», του Μάρτιν Σκορτσέζε, που προβάλλεται τώρα στο Netflix.

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, η χρόνια μονοκαλλιέργεια των υπηρεσιών εστίασης («όλη η πόλη ένα καφέ»), οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε μια δεύτερη «αντιπαροχή», μετά από εκείνη της μεταπολεμικής περιόδου. Αυτή η νέα, οριζόντια αυτή τη φορά, επέλαση πάνω σε ό,τι απέμεινε ως δημόσιος χώρος (15% του συνόλου, αν αφαιρέσουμε τα κτισμένα οικόπεδα και τους δρόμους), μοιάζει να έχει, όπως και η πρώτη, τα δικά της «ποσοστά κάλυψης», ακόμη και τους δικούς της «συντελεστές δόμησης», παρά τους υποτιθέμενους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις.

Η ασφυκτική αυτή πίεση για «έξοδο» από τους κλειστούς χώρους των καταστημάτων εστίασης είχε αρχίσει καιρό πριν από την πανδημία με την αποτελεσματική εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου και ολοκληρώθηκε στη συνέχεια με την αποκλειστική λειτουργία μόνο του υπαίθριου χώρου, λόγω των υποχρεωτικών υγειονομικών κανόνων. Προέκυψε, έτσι, η ολοκληρωτική, σχεδόν αντικατάσταση του ιδιωτικού «μέσα» (που αδρανοποιήθηκε εντελώς) με το δημόσιο «έξω», που απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη αξία εκμετάλλευσης και για τον Δήμο. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να γίνει πιο σκληρή ακόμη η μάχη για το τελευταίο εκατοστό ελεύθερης επιφάνειας ενός πεζοδρομίου ή ενός πεζόδρομου.

Σ’ αυτή την ανελέητη σύγκρουση, οι πολίτες παραμένουν αμήχανοι, διχασμένοι σχιζοφρενικά ανάμεσα σε πολλαπλές αντιφατικές ιδιότητες (πεζοί-θαμώνες, κάτοικοι-επισκέπτες, νέοι-ηλικιωμένοι, θόρυβος- μουσική), κάποιες από τις οποίες αναφέρονται στο ίδιο άτομο, ανάλογα με το πρόγραμμά του τις διαφορετικές ώρες της ημέρας.

Το ίδιο αμήχανη μπροστά στο σύνθετο πρόβλημα είναι και η δημοτική αρχή, που όπως και η προηγούμενη, παρακολουθεί παθητικά τη διαμάχη ανάμεσα στην εκτεταμένη επιχειρηματικότητα της εστίασης και τα δικαιώματα των πεζών και των ΑΜΕΑ, με μοναδικό στόχο να μεγιστοποιεί τα έσοδα από την ενοικίαση των κοινόχρηστων χώρων. Είναι χαρακτηριστικό πως η νέα διοίκηση του Δήμου, στην καινούργια υπό ψήφιση κανονιστική που προτείνει, αναπαράγει τη λογική που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια από την διοίκηση Μπουτάρη (που, κατά γενική ομολογία, έχασε τη μάχη του δημόσιου χώρου), κωδικοποιώντας απλώς τις νέες, αναγκαίες προσαρμογές που απαιτούνται λόγω της πανδημίας.

Ως κεντρικό παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η δυνατότητα, πλέον, σταθερής τοποθέτησης («πάκτωσης») των εξωτερικών κατασκευών που, με τον τρόπο αυτό μπορούν να διαμορφώσουν κλειστά «δωμάτια» από γυαλί, συνθετικά υλικά και μέταλλο στον υπαίθριο χώρο. Η κρίσιμη αυτή διάταξη έχει, προφανώς συμβολική αλλά και πρακτική σημασία, προσφέροντας «μονιμότητα» στις όποιες παρεμβάσεις (που, προφανώς, δεν θα καταργηθούν μετά το τέλος της πανδημίας) αλλά αίρουν και την διαπερατότητα, διακόπτουν την προοπτική του βλέμματος, δυσκολεύουν τη διέλευση των περαστικών και, επιτυγχάνουν, τελικά, την επέκταση του κλειστού και ιδιωτικού στον ανοιχτό δημόσιο χώρο.

Να θυμίσουμε επιπλέον την αδυναμία αποτελεσματικού ελέγχου, που οδηγεί σε μια συνεχή και άνιση μάχη της δημοτικής αστυνομίας με τους επιχειρηματίες που παραβιάζουν τα συμφωνημένα όρια, αλλά και την καταπάτηση του υπολοίπου χώρου στα πεζοδρόμια και τους πεζόδρομους από πρόσθετα εμπόδια κάθε είδους (όπως είναι τα κινούμενα ή σταθμευμένα μηχανάκια), που οδηγούν τους πεζούς σε απόγνωση και δημιουργούν εκρηκτικό πρόβλημα.

Είναι φανερό πως απαιτείται μια συνολικά διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, με στόχο μια πιο αρμονική και βιώσιμη αναδιανομή και μοναδικό γνώμονα ότι ο κοινόχρηστος χώρος αποτελεί ένα πολύτιμο αλλά ανεπαρκές δημόσιο αγαθό.

Η νέα αυτή συμφωνία μοιάζει με ένα καθημερινό δημοψήφισμα που θα επιβεβαιώνει την επιθυμία συνέχισης της συλλογικής μας ζωής στο δημόσιο χώρο. Απαιτεί διαρκή και ειλικρινή διάλογο, που θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες και τα αιτήματα όλων των εμπλεκόμενων μερών, αλληλοσεβασμό, αυστηρό έλεγχο και ισονομία. Ο διάλογος αυτός μπορεί να οργανωθεί από μια ώριμη και φωτισμένη τοπική ηγεσία, που μπορεί να κοιτάξει πιο μακριά, έξω από το μίζερο κουτί της καθημερινής διαχείρισης και τον καταστροφικό συμψηφισμό των αντικρουόμενων παραλυτικών μικροσυμφερόντων.

Τότε, μόνο, θα σταματήσουμε, προσποιούμενοι, να ξεγελάμε τον εαυτό μας και τους άλλους, αλλά θα φανταστούμε ότι υπάρχει, επί τέλους, μια πόλη βιώσιμη και ανοιχτή, διαφανής και συνεκτική, ατομοκεντρική αλλά και συλλογική. Με κατοίκους ήρεμους στα σπίτια τους, πεζούς κινητικούς στο δρόμο και ζωηρές παρέες σε «τραπεζάκια έξω», περνώντας ανεπαίσθητα από τη μια ιδιότητα στην άλλη, να απολαμβάνουν τη χαρά της κοινής μας ζωής σ’ αυτή τη μαγική αλλά και τόσο απομαγεμένη πόλη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ