Πολιτικη & Οικονομια

Επιτέλους Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση

Το τρίπτυχο της επιτυχίας είναι εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία, χωρίς φυσικά να υποτιμηθούν οι θεωρητικές σπουδές

59961-131318.JPG
Ιωακείμ Γρυσπολάκης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση

Σχόλιο για την πρωτοβουλία του υπ. Παιδείας να προτείνει τη νομοθέτηση του σχεδίου «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης & Κατάρτισης και Δια Βίου Μάθησης»

«Η Ελληνική κοινωνία είναι ένα καράβι που δύσκολα αλλάζει κατεύθυνση» θα μπορούσε να είναι μία έκφραση που ανταποκρίνεται πλήρως στις αβελτηρίες της χώρας μας. Οι παθογένειες, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, κρατούν δεκαετίες και είναι γέννημα - θρέμμα της Μεταπολίτευσης και του λαϊκισμού που ακολούθησε. Ιδιαίτερα η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) απαξιώθηκε στη δεκαετία του ’80, επανασχεδιάσθηκε το 2011, νομοθετήθηκε το 2013, αλλά στη συνέχεια δεν απέδωσε τα δέοντα χάρη σε μία σειρά λόγων, που θα εξηγηθούν στη συνέχεια.

Έκτοτε η ΕΕΚ έμεινε σε χαμηλά επίπεδα ζήτησης από τους νέους. Μία από τις αιτίες είναι η διατήρηση σε πολύ υψηλά επίπεδα του ποσοστού των εισερχομένων στα Πανεπιστήμια. Το 2011 έγινε η πρώτη προσπάθεια ο αριθμός αυτός να μειωθεί δραστικά (περίπου 58.000 οι νέοι φοιτητές στα ΑΕΙ), αλλά η συνέχεια ήταν δραματική (77.000 το 2012). Μόνον το 2020 το ποσοστό αυτό έφθασε στο 74,26% (περίπου 77.980 οι νέοι φοιτητές) των διαγωνισθέντων με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα (εισήχθησαν ακόμη και με 1,3/20 σε τμήματα πρώην ΤΕΙ και 2,65/20 σε τμήματα Πολυτεχνείων). Εκτιμάται ότι έως το 2030 η ζήτηση σε επαγγέλματα, τα οποία εντάσσονται στα επίπεδα προσόντων 3, 4 και 5 (τα πανεπιστημιακά πτυχία εντάσσονται στο επίπεδο 6) θα είναι στο 67% των θέσεων εργασίας, όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του κατατεθέντος νομοσχεδίου.

Μία μεγάλη παθογένεια της κοινωνίας είναι ότι οι πλείστες των οικογενειών προτιμούν να δουν τα παιδιά τους φοιτητές πανεπιστημιακών σχολών, ακόμη και αν γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι αυτά δεν έχουν τις γνώσεις και τις ικανότητες να παρακολουθήσουν και ολοκληρώσουν πανεπιστημιακό πρόγραμμα σπουδών και να βρουν εργασία αντάξια των προσόντων που το πτυχίο εκπροσωπεί. Αυτό φυσικά οφείλεται στην μέχρι σήμερα ανικανότητα ή διστακτικότητα της Πολιτείας να πει την αλήθεια: να δώσει δηλαδή την απαιτούμενη προσοχή, αναβαθμίζοντας τις σπουδές στα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, καταργώντας δεκάδες πανεπιστημιακών τμημάτων με ασαφές επιστημονικό αντικείμενο και μεταφέροντας δεκάδες τμημάτων από τα πρώην ΤΕΙ (και νυν πανεπιστήμια) στα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης διετούς φοίτησης.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους και για εκείνους, που επισημαίνονται στις παρακάτω γραμμές, θεωρώ ως πολύ σημαντική την πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας να προτείνει τη νομοθέτηση του σχεδίου «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και Δια Βίου Μάθησης». Βέβαια η πρωτοβουλία αυτή θα είναι ημιτελής εάν δεν συνοδευτεί και από τη δραστική και άμεση μείωση των πανεπιστημιακών τμημάτων, τη δραστική μείωση των εισακτέων σε αυτά και την επαναφορά των τριετούς φοίτησης Τεχνολογικών Ιδρυμάτων.

Εάν δούμε προσεκτικά τις εκθέσεις για την Εκπαίδευση του ΟΟΣΑ (Education at a Glance, OECD Indicators) από το 2010 έως το 2020, θα διαπιστώσουμε ότι η χώρα μας διατηρεί στρεβλώσεις, οι οποίες οφείλονται σε έναν ακατανίκητο λαϊκισμό, ο οποίος τελικώς αποβαίνει μοιραίος για την ίδια την κοινωνία. Τα περιφερειακά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τα παραρτήματά τους απετέλεσαν το σημαντικότερο μέσον ικανοποίησης πελατειακών αιτημάτων, συντεχνιακών συμφερόντων, αλλά και άσκησης κρατικής κοινωνικής πολιτικής. Αυτό άρχισε το 1985 και ολοκληρώθηκε το 2019 με την ένταξη των ΤΕΙ στα πανεπιστήμια από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η αδράνεια είναι τέτοια, ώστε οι προσπάθειες επί υπουργίας Γ. Σουφλιά (ν.2083/1992), Μ. Γιαννάκου (ν. 3549/2007) και Α. Διαμαντοπούλου (ν. 4009/2011) δεν μακροημέρευσαν.

Στόχος της Πολιτείας θα πρέπει να είναι η δημιουργία πανεπιστημίων με ποιότητα διεθνούς εμβέλειας, αφού λάβει υπ’ όψιν της ότι στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ ο κανόνας είναι να λειτουργεί περίπου ένα πανεπιστήμιο ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους. Στην Ελλάδα, επομένως, θα έπρεπε να λειτουργούν περίπου 11 Πανεπιστήμια τετραετούς ή πενταετούς φοίτησης, ενώ θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγάλη έμφαση στα ΤΕΙ τριετούς φοίτησης και στα κέντρα επαγγελματικής εκπαίδευσης διετούς φοίτησης.

Όσον αφορά στον φοιτητικό πληθυσμό, σε όλες τις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. πλην της Ελλάδας, στην Ανωτάτη Εκπαίδευση (Higher Education) εισάγεται κατά μέσον όρο το 33% των νέων ηλικίας 18 ετών (δηλαδή των απολυομένων από τα Λύκεια), ενώ στην Ελλάδα εισάγεται το 75%. Σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση (Education at a Glance, OECD Indicators), έχουμε τα ακόλουθα στοιχεία:

1. Στην επαγγελματική μεταλυκειακή εκπαίδευση και κατάρτιση, αλλά όχι τριτοβάθμια (πανεπιστήμια και ΤΕΙ), οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης κατέχουν την υψηλότερη θέση ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ με το ποσοστό των πτυχιούχων να ανέρχεται σε 50% για το φάσμα ηλικιών 25-64, τη στιγμή που η Ελλάδα ευρίσκεται στις τελευταίες θέσεις.

2. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού, που το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης είναι η Γενική (αλλά όχι επαγγελματική) Λυκειακή και Μεταλυκειακή μη πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση. Αντιθέτως, στην Επαγγελματική Λυκειακή και Μεταλυκειακή μη πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, η Ελλάδα κατέχει την 31η θέση ανάμεσα στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ.

3. Στον πληθυσμό που έχει πτυχίο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης τα ποσοστά στον ΟΟΣΑ και στην Ελλάδα είναι, αντιστοίχως, 31% και 25% στις ηλικίες 25-64, ενώ τα ποσοστά αυτά αυξάνονται σε 38% και 31%, αντιστοίχως, στις ηλικίες 25-34. Αυτό σημαίνει ότι, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των εισερχομένων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσιο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, οι αποφοιτούντες είναι λίγοι, λόγω του χαλαρού και μη αξιοκρατικού νομικού πλαισίου που συνεχίζει να ισχύει, παρά την αισιόδοξη παρένθεση του νόμου 4009/2011, η οποία όμως ουδέποτε εφαρμόστηκε.

4. Εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα όσον αφορά στη διαφορά μεταξύ των ποσοστών του πληθυσμού που έχει παρακολουθήσει ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΉ ή ΓΕΝΙΚΗ μη τριτοβάθμια εκπαίδευση στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ (απόφοιτοι Λυκείου και κάποιου ΚΕΚ ή σχολής που δεν ανήκει στην κατηγορία των ΑΕΙ). Η Ελλάδα είναι πρώτη στη Γενική Εκπαίδευση με 25,5% με δεύτερη την Ισπανία με 14,2%, προτελευταία τη Γερμανία με 2,9% και τελευταία την Πορτογαλία με 2,3%. Αντιθέτως, στην Επαγγελματική Εκπαίδευση πρώτη είναι η Γερμανία με ποσοστό 56,2%, δεύτερη η Φινλανδία με 38,7%, τρίτη η Δανία με 34,9%, τέταρτη η Ιταλία με 30,9%, ενώ η Ελλάδα είναι στην 36η θέση με 15%.

5. Στα ποσοστά αποφοίτησης ατόμων, που παρακολούθησαν προγράμματα προ-επαγγελματικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ είναι 46%, στην Αυστρία 76%, στην Ιταλία 60%, στην Γερμανία 47% και στην Ελλάδα μόλις 28%.

Τα αναφερόμενα στοιχεία είναι ενδεικτικά της υποβάθμισης που έτυχε η επαγγελματική εκπαίδευση στη χώρα μας, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ.

Έχει τονισθεί κατ’ επανάληψη και πολλές μελέτες το έχουν τονίσει: τα ελληνικά πανεπιστήμια συνεχίζουν να εκπαιδεύουν χιλιάδες νέων σε γνωστικά αντικείμενα, τα οποία δεν βρίσκουν εφαρμογή στη χώρα μας ή παράγουν πολλαπλάσιους πτυχιούχους από όσους χρειάζεται η χώρα. Αποτέλεσμα αυτού είναι να οδηγούνται χιλιάδες νέοι με μαθηματική ακρίβεια στην ανεργία, στην ετεροαπασχόληση και στη μετανάστευση.

Από τα ανωτέρω εκτεθέντα στοιχεία εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:

(Ι) Στην επαγγελματική-τεχνική εκπαίδευση και κατάρτιση η Ελλάδα υστερεί τραγικά έναντι των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ.

(ΙΙ) Σα πανεπιστήμια, εισάγεται δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό νέων ανθρώπων, ενώ στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση ένα μικρό ποσοστό. Η μη εισαγωγή στα ΑΕΙ θεωρείται αποτυχία όχι μόνον του νέου, αλλά και ολόκληρης της οικογένειας.

(IΙΙ) Ακόμη και σήμερα, δεν λειτουργεί το φίλτρο ποιότητας και ακαδημαϊκής απόδοσης, το οποίο λειτουργεί στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Εννοώ φυσικά τη δυνατότητα μετακίνησης-μετεγγραφής ενός φοιτητή σε άλλο τμήμα ή σε άλλο γνωστικό αντικείμενο ή σε άλλου επιπέδου Ίδρυμα, σε περίπτωση που το Ίδρυμα ή και ο ίδιος διαπιστώνει την αδυναμία του να παρακολουθήσει το πρόγραμμα σπουδών ενός απαιτητικού τμήματος. Καταστροφική ήταν και η κατάργηση της διάταξης του νόμου 4009/2011, άρθρο 6, παρ. 1γ, που αφορούσε τη διακοπή φοίτησης όταν διαπιστώνεται η αδυναμία του φοιτητή να ολοκληρώσει επιτυχώς ένα βασικό μάθημα, μετά από τέσσερις άκαρπες προσπάθειες.

Οι κρίσιμες ενέργειες που θα πρέπει να σχεδιαστούν και πραγματοποιηθούν τάχιστα είναι οι ακόλουθες:

(1) Επαναφορά ενός βελτιωμένου νόμου 4009/2011 με κατάργηση ακαδημαϊκών τμημάτων, τα οποία στερούνται ολοκληρωμένου γνωστικού αντικειμένου, συγχώνευση συγγενών ακαδημαϊκών μονάδων στο ίδιο πανεπιστήμιο, επαναφορά του θεσμού των τριετούς φοίτησης ΤΕΙ και μεταφορά δεκάδων τμημάτων σε διετούς φοίτησης Επαγγελματικά Κέντρα.

(2) Διοχέτευση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού ηλικίας 18-23 ετών σε τριετούς φοίτησης ΤΕΙ και σε διετούς φοίτησης Επαγγελματικά Κέντρα και, ταυτόχρονη, δραστική μείωση του φοιτητικού πληθυσμού στα πανεπιστήμια.

(3) Αξιοποιώντας πλήρως έναν βελτιωμένο νόμο 4009/2011, τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να απονέμουν πτυχία μόνον σε εκείνους που αποδεικνύονται άξιοι, θέτοντας αυστηρούς κανόνες για την απονομή του πτυχίου. Η Ελλάδα χρειάζεται εξ ίσου μηχανικούς, ιατρούς, νομικούς, επιστήμονες, αλλά και εξειδικευμένους τεχνίτες και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.

(4) Η κυβέρνηση θα πρέπει άμεσα να επιβάλει την αξιολόγηση σε όλες τις δομές και βαθμίδες της εκπαίδευσης. Πρώτα και κύρια την άμεση αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Δεν είναι όλοι ικανοί να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των επιβαλλόμενων μεταρρυθμίσεων. Για τους τελευταίους ας εφαρμοστεί η μετεκπαίδευση ή η μεταφορά τους σε άλλες υπηρεσίες.

Το τρίπτυχο της επιτυχίας είναι εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία, χωρίς φυσικά να υποτιμηθούν οι θεωρητικές σπουδές, στις οποίες η Ελλάδα έχει παράδοση. Η πραγματοποίηση όλων αυτών, όμως, απαιτεί αφ’ ενός μεν εθνική ομοψυχία, αποκήρυξη του λαϊκισμού και πολιτικούς έτοιμους να πεισθούν και να πείσουν για την αναγκαιότητα του εγχειρήματος. Ο σημερινός πρωθυπουργός έχει αποδείξει ότι διαθέτει τόλμη και όραμα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ας τολμήσει λοιπόν και την άμεση μεταρρύθμιση της Εκπαίδευσης σε όλο της το φάσμα. Τα πρόσφατα δείγματα είναι ενθαρρυντικά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ