Πολιτικη & Οικονομια

Big Tech και κοινωνικά δίκτυα: Μπορεί κανείς να τους βάλει φρένο;

Γιατί προβληματίζουν οι 5 μεγάλοι της τεχνολογίας. Τι σκέπτεται και τι μπορεί να κάνει ο Τζο Μπάιντεν

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
google-amazon-facebook-apple-microsof-big-tech.jpg
© Chip Somodevilla / Getty Images / Ideal Image

Big Tech: Amazon, Google, Microsoft, Apple, Facebook. Ο μονοπωλιακός τους χαρακτήρας αλλά και η ασυδοσία στα κοινωνικά δίκτυα θα απασχολήσουν τον Τζο Μπάιντεν

Με τον Ντόναλντ Τραμπ να αποδέχεται σταδιακά την πραγματικότητα, η διαδικασία διαδοχής στις ΗΠΑ έχει ξεκινήσει. Μέχρι τις 20 Ιανουαρίου, το επιτελείο του Τζο Μπάιντεν θα ενημερωθεί για όλα τα ζητήματα που περιμένουν τη νέα κυβέρνηση, με τις προκλήσεις ίσως να είναι μεγαλύτερες ακόμα και από το 2008, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα κληρονόμησε από τον Τζορτζ Μπους τη διαχείριση της μεγαλύτερης οικονομικής κατάρρευσης στη σύγχρονη ιστορία. 

Ένα από τα ζητήματα που σταδιακά θα απασχολήσει τον Μπάιντεν είναι οι σχέσεις της Κυβέρνησης με τους Αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς. Η κυριαρχία του “Big Tech” που καθορίζει λίγο-πολύ ό,τι συμβαίνει στον ίντερνετ συχνά με αμφισβητήσιμες συνέπειες, προβληματίζει την ομάδα του Μπάιντεν, χωρίς όμως να υπάρχει ένα ξεκάθαρο σχέδιο σε ό,τι αφορά τη θέσπιση ενός νέου ρυθμιστικού πλαισίου.   

Τι είναι και γιατί προβληματίζει το Big Tech

Στο Big Tech  περιλαμβάνονται οι ισχυρότερες Αμερικανικές διαδικτυακές εταιρίες. Η Amazon, η Google, η Microsoft, η Apple και το Facebook, αποτελούν τις πιο ψηλα εκτιμημένες εταιρίες που έχουν εισαχθεί στο Αμερικανικό χρηματιστήριο, με τη συνολική τους αξία να υπολογίζεται στα δύο τρισεκατομμύρια δολάρια. Σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το Big Tech κατέχει ένα συντριπτικά μεγάλο κομμάτι των ψηφιακών αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται· ενδεικτικά, το 50% του διαδικτυακού εμπορίου πραγματοποιείται μέσω της Amazon, η Google και η Apple συνθέτουν σχεδόν το 100% των λειτουργικών συστημάτων σε smartphone και tablets, η Microsoft – κυρίως – και η Apple – δευτερευόντως – κυριαρχούν στο λογισμικό των υπολογιστών, ενώ το Facebook βασιλεύει στο χώρο των κοινωνικών δικτύων, ειδικά μετά την εξαγορά των Instagram και WhatsApp. Έτσι, είναι ξεκάθαρο πως το Big Tech αποτελεί ουσιαστικά ένα ολιγοπώλιο Αμερικανικών εταιριών – με τις προεκτάσεις του όμως να επηρεάζουν το σύνολο της παγκοσμιοποιημένης ψηφιακής αγοράς. 

Η κυριαρχία του Big Tech προβληματίζει όλο και περισσότερο την Ουάσιγκτον. Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο, το Υπουργείο Δικαιοσύνης μήνυσε τη Google, κατηγορώντας την πως έχει συστήσει ένα εικοσαετές μονοπώλιο στον τομέα των μηχανών αναζήτησης, περιορίζοντας τις επιλογές των πολιτών· όμως, το ρυθμιστικό πλαίσιο του διαδικτύου επιτρέπει τη λειτουργία εναλλακτικών μηχανών αναζήτησης, τις οποίες η Google απλώς έχει συντρίψει, κάτι που καθιστά την κατηγορία της κυβέρνησης σχετικά έωλη. Αντίστοιχες νομικές προκλήσεις έχουν αντιμετωπίσει και οι υπόλοιποι κολοσσοί, βγαίνοντας όμως συνήθως αλώβητοι.

Διαφοροποίηση από την εποχή Ομπάμα

Η γιγάντωση του Big Tech αποτελεί ως ένα βαθμό έργο της κυβέρνησης Ομπάμα. Ο πρώην Πρόεδρος έβλεπε κυρίως θετικά την ψηφιακή επανάσταση, η οποία αποτέλεσε μια σύγχρονη εκδοχή της Αμερικανικής πρωτοπορίας· την ίδια αντίληψη είχε και η πλειοψηφία των Αμερικανών. Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία πως το Big Tech παρείχε καινοτόμες υπηρεσίες, δίνοντας στον μέσο πολίτη εντυπωσιακά εργαλεία ψυχαγωγίας, αλλά και τη δυνατότητα να παράξει πλούτο για τον εαυτό του. Όμως, η έξαρση του λαϊκισμού στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, η λαίλαπα των fake news αλλά και η συνολική ριζοσπαστικοποίηση που χαρακτήρισε τα social media με κύρια έκφραση την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, αντικατέστησε τον ενθουσιασμό με σκεπτικισμό σε ό,τι αφορά την πρακτική επιρροή των κοινωνικών μέσων στον τρισδιάστατο κόσμο – ειδικά μετά τις αποδεδειγμένες πλέον κατηγορίες πως η Ρωσική κυβέρνηση αξιοποίησε τις κοινωνικές πλατφόρμες ώστε να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. 

Έτσι, η άμεση επιρροή στη συμπεριφορά αρκετών ψηφοφόρων οδηγεί την κυβέρνηση Μπάιντεν στην πρώτη της διαφοροποίηση από την εποχή Ομπάμα. Προεκλογικά, ο Μπάιντεν είχε αποκαλέσει τους επικεφαλής των Big Tech ως «υπερβολικά αλαζόνες» εστιάζοντας στο ζήτημα της ιδιωτικότητας των δεδομένων και εκθειάζοντας τις προσπάθειες της ΕΕ ώστε να προστατέψει τους πολίτες της, ενώ – σε μια εξαιρετικά σπάνια περίπτωση – συμφώνησε με τον Τραμπ πως η Κινέζικη πλατφόρμα του Tik-Tok ενδεχομένως αποτελεί ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Σε ό,τι αφορά το Facebook, ο Μπάιντεν κατηγόρησε ανοιχτά τον Μαρκ Ζούκεμπεργκ πως δεν έχει φροντίσει ώστε η πλατφόρμα του να προστατεύει τους πολίτες από την εκτεταμένη παραπληροφόρηση 

Σε κάθε περίπτωση, η πρόκληση θα είναι μεγάλη και ο Μπάιντεν μάλλον δεν έχει αποφασίσει ακόμα πώς θα την προσεγγίσει. Από τη μία, το Big Tech δεν εκπροσωπείται στην ομάδα της προεδρικής διαδοχής του, η οποία μετράει μόνο έναν πρώην υπάλληλο της Amazon· από την άλλη όμως, σειρά διαδικτυακών εταιριών αποτέλεσαν βασικούς χρηματοδότες της καμπάνιας του, ενώ η μέλλουσα Αντιπρόεδρος του, Κάμαλα Χάρις, έχει καλές σχέσεις με τη Silicon Valley καθώς ήταν Ανώτατη Εισαγγελέας στην Καλιφόρνια, την οποία εκπροσώπησε αργότερα στη Γερουσία. Έτσι, ο Μπάιντεν μάλλον διατηρεί ακόμα μια στάση άμυνας, διαφοροποιώντας όμως τη θέση του από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών – η οποία απαιτεί τη διάσπαση των εταιριών και τον αυξημένο κρατικό έλεγχο στις δραστηριότητες τους.

Η παράγραφος 230 

Αν το ζήτημα του ηλεκτρονικού εμπορίου περνάει σε δεύτερη μοίρα, η παραπληροφόρηση στα social media αποτελεί άμεσο πρόβλημα. Σύμφωνα με την παράγραφο 230 της σχετικής νομοθεσίας του 1996, οι ιστοσελίδες αποποιούνται την ευθύνη για αναρτήσεις τρίτων στις πλατφόρμες τους·  όμως, το φαινόμενο των fake news άνοιξε ένα τεράστιο debate σχετικά με την ασυλία των κοινωνικών δικτύων, αλλά και τις ηθικές τους υποχρεώσεις απέναντι στους χρήστες. Η επικαιροποίηση της παραγράφου 230 είναι μία από τις ελάχιστες μεταρρυθμίσεις που βρίσκουν σύμφωνους Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους.

Εκεί όμως που υπάρχει διαφορά είναι στους στόχους του καινούργιου ρυθμιστικού πλαισίου. Οι Δημοκρατικοί θεωρούν πως πρέπει να αποσαφηνιστεί η υποχρέωση των κοινωνικών δικτύων απέναντι στους χρήστες τους σε ζητήματα που αφορούν την παραπληροφόρηση και τη ρητορεία μίσους· οι Ρεπουμπλικάνοι απαντούν πως πάνω απ’ όλα πρέπει να διασφαλιστεί η ελευθερία του λόγου, ενώ αρκετοί εκφράζουν τον φόβο πως κάποιες συντηρητικές απόψεις ενδέχεται να υπονομευθούν στην περίπτωση που θεσμοθετηθούν παρεμβάσεις. Ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν πάντως δεν έχει εκφράσει ακόμα μια δημόσια θέση σχετικά με την επικαιροποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου, την οποία όμως θεωρεί απολύτως απαραίτητη.

Πάντως, οι πρόσφατες παρεμβάσεις των κοινωνικών δικτύων έχουν ενδιαφέρον. Ενδεικτικά, το Twitter ανακοίνωσε πως στις 20 Ιανουαρίου θα δώσει τον Προεδρικό λογαριασμό στον Μπάιντεν, ό,τι και αν λέει ο Τραμπ, ενώ στις τελευταίες εβδομάδες της Προεδρικής κούρσας – αλλά και μετά τις αβάσιμες κατηγορίες του απερχόμενου Προέδρου περί νοθείας – εισήγαγε έναν μηχανισμό fact-checking προειδοποιώντας τους χρήστες πως η επίσημη και πραγματική εκδοχή των γεγονότων είναι διαφορετική. Αντίστοιχα, το Facebook πλέον θα κατεβάζει τις αναρτήσεις αρνητών του Ολοκαυτώματος, ενώ προχώρησε σε διαγραφή δεκάδων χιλιάδων λογαριασμών υποστηρικτών της θεωρίας συνομωσίας του QAnon. Οι περισσότεροι ειδικοί στο ζήτημα του Big Tech θεωρούν πως οι κοινωνικές πλατφόρμες προσπαθούν με αυτόν τον τρόπο να αναθερμάνουν τη σχέση τους με την ηγεσία του Δημοκρατικού κόμματος, ειδικά σε περίπτωση που ξεκινήσει μια αντιμονοπωλιακή νομική διαδικασία από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Ένα οριακά άλυτο ζήτημα

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι εταιρίες του Big Tech – και ειδικά τα social media – παρέχουν καταπληκτικά εργαλεία και υπηρεσίες. Αντίστοιχα, είναι βέβαιο πως οι σκοτεινές δυνάμεις του λαϊκισμού, του φανατισμού και της παραπληροφόρησης δε θα είχαν γιγαντωθεί έξω από τις πλατφόρμες τους. Όμως, με δεδομένη τη μαζική κλίμακα των κοινωνικών δικτύων και την προσωποποιημένη εμπειρία που παρέχουν, η μεταρρύθμιση του πλαισίου από την κυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη· μπορεί οι επισημάνεις στους λογαριασμούς του Τραμπ να είναι ενθαρρυντικές, αν όχι λυτρωτικές, όμως μια μαζική παρέμβαση fact-checking ίσως αποδειχθεί ανεπαρκής, καθώς υπάρχουν πάντα εναλλακτικές πλατφόρμες με διεθνή έδρα εκτός των ΗΠΑ και της ΕΕ, οι οποίες δεν υπάγονται σε κανέναν έλεγχο και πιθανώς να δουν ραγδαία αύξηση των χρηστών τους – με την απαγόρευση τους να είναι πολύ δύσκολη, όπως δείχνει και η περίπτωση του Tik Tok. Άλλωστε, το λούμπεν έχει αποδείξει πως έχει μια απαράμιλλη δυνατότητα προσαρμοστικότητας, ειδικά στο διαδίκτυο.

Το ζήτημα είναι τόσο πρακτικό, όσο και φιλοσοφικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Αμερικανική κυβέρνηση – όπως και κάθε κυβέρνηση – έχει την ηθική υποχρέωση να προστατέψει τους πολίτες της από την παραπληροφόρηση και το μίσος που θεριεύουν σε πολλά posts του Facebook και του Twitter, όμως από την άλλη η έκταση των νομικών παρεμβάσεων είναι προβληματική, με τα όρια της ελευθερίας του λόγου να είναι από τη φύση τους εξαιρετικά δυσδιάκριτα. Έτσι, ειδικά στις ΗΠΑ – όπου οι ισορροπίες του Ανώτατου Δικαστηρίου ανάμεσα σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς δικαστές μετρούνται σαν ποδοσφαιρικό σκορ – είναι μάλλον απίθανο Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι να συμφωνήσουν στον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει η Ουάσιγκτον να δουλέψει μακροπρόθεσμα με το Big Tech. 

Σε τελική ανάλυση, η εποχή της μετά-αλήθειας χτίστηκε σε τεράστιο βαθμό στα social media, μάλλον όμως όχι τόσο λόγω των δικών τους αστοχιών και παραλήψεων, αλλά λόγω της ανθρώπινης φύσης που για εκατομμύρια πολίτες καθιστά την αλήθεια απλώς βαρετή – αν όχι αφόρητη. Με τα fake news να μεταδίδονται έξι φορές πιο γρήγορα από τα πραγματικά, οι διαδικτυακές κοινωνικές φούσκες της παραπληροφόρησης ίσως αποδειχθούν πολύ πιο ανθεκτικές απ’ όσο θα περίμενε πιθανότατα και το ίδιο το Big Tech, ενώ ακόμα και αν ο Τζο Μπάιντεν αποφασίσει πως θα αξιοποιήσει όλα τα νομοθετικά εργαλεία που διαθέτει, η μάχη που θα δώσει μοιάζει – τουλάχιστον σήμερα – άνιση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ