Πολιτικη & Οικονομια

Αφήστε τα λουλούδια ν’ ανθίσουν (κι ας είναι και τσουκνίδες)

21393-71574.JPG
Βαγγέλης Αγγελής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
67798-136625.jpg

Αν απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, θα έχουμε διανύσει τον μισό δρόμο για την έξοδο από την κρίση. Γιατί, προς το παρόν, δεν έχουμε διανύσει ούτε το ένα πέμπτο του δρόμου. Παρά τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού ότι «πετύχαμε τους στόχους μας και αλλάζουμε σελίδα», μάλλον δεν έχουμε αλλάξει ούτε μια παράγραφο της σελίδας, ούτε στα οικονομικά μας προβλήματα, ούτε στα υπόλοιπα ζητήματα που μας ταλαιπωρούν.

Η Ελλάδα του τώρα μοιάζει αρκετά ίδια με την Ελλάδα του τότε. Ανοίγεις την TV και νιώθεις πως η απόσταση ανάμεσα στο 2008 και στο 2014 είναι κάποια δευτερόλεπτα. Οι γνωστές σκηνές βίας στα γήπεδα. Οι φοιτητικές παρατάξεις που δε μπορούν να βγάλουν κοινά εκλογικά αποτελέσματα. Παρανομίες που ξεκινάνε από τα λούνα παρκ του Ελληνικού και φτάνουν μέχρι τα Mall του Αμαρουσίου.

Και το κράτος εξακολουθεί να μην κάνει καλά τη δουλειά του, από όποια πολιτική σκοπιά και να το δεις. Ούτε δίκαιος και από απόσταση ρυθμιστής , ούτε σοφός και παρεμβατικός πατέρας. Απλώς ο εμπνευστής της αθλιότητας. Προτάσσει ως νέο οικονομικό μοντέλο τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων ή την καταπάτηση του αιγιαλού. Η συγνώμη ενός αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, που αναλαμβάνει επιτέλους την ευθύνη για μια τραγωδία, οδηγεί την πολιτική ηγεσία στην απομάκρυνσή του και επιβεβαιώνει έτσι ξανά το ηθικό πρότυπο της πολιτικής μας διακυβέρνησης. Το ίδιο συμβαίνει και με τη δημοσιοποίηση των ντροπιαστικών συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού: αντί να υπάρξουν παραιτήσεις, περνάει από πειθαρχικό έλεγχο ο κρατούμενος που τις αποκάλυψε.

Εν τω μεταξύ, και μια άλλη συνθήκη μας κάνει να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε ακόμα στο 2008: το παλιό ελληνικό μοντέλο του δικομματισμού. Γιατί πραγματικά, ενώ οι περισσότεροι έχουμε καταλάβει ότι τα εκλογικά ποσοστά των δύο γνωστών κομμάτων έχουν μειωθεί αισθητά, κάποιοι νομίζουν ότι ακόμα μπορούν να παίζουν μόνοι τους α-μπε-μπα-μπλομ. Μοιράζουν μεταξύ τους τις κρατικές επιχορηγήσεις. Μοιράζουν μεταξύ τους τούς τηλεοπτικούς χρόνους.

Ξεκινώντας από την υπόθεση ότι αυτή η ιστορία δεν ήταν μόνο μια ευκαιρία αποπληρωμής του χρέους (κάτι που επίσης δε φαίνεται πως θα επιτευχθεί), αλλά και μια ευκαιρία για κάποιες ευρύτερες ανακατατάξεις, εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τελικά δεν έχουμε αλλάξει. Είμαστε το ίδιο πράγμα, απλώς πιο εξαθλιωμένοι, πιο μπερδεμένοι. Και δεν θα ήταν δυνατόν να αλλάξουμε πραγματικά σε αυτές τις συνθήκες. Διότι, καταρχήν, ο δρόμος της αλλαγής ήταν σπαρμένος με λάθη και αδικίες. Όχι μόνο από τους εγχώριους γνωστούς-αγνώστους βέβαια. Διάβαζα πως, υπό την έμπνευση της τρόικας, «οποιαδήποτε τελεσίδικη δικαστική απόφαση οδηγεί σε αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο οι οποίες θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό, τότε θα λαμβάνονται ισοδύναμα μέτρα στο σκέλος των δαπανών, τα οποία όμως θα αφορούν αποκλειστικά την ίδια εισοδηματική ομάδα». Μα εάν κάποια δικαστική απόφαση καθορίσει μια αύξηση (ή μια μείωση), αυτό πιθανότατα μπορεί να σημαίνει ότι η αλλαγή επιβάλλεται για λόγους δικαιοσύνης και αποκατάστασης κάποιων αδικιών (που μπορεί π.χ. να έχουν να κάνουν με το ότι κάποια επαγγελματική ομάδα κατέχει θέσεις ευθύνης ή επικινδυνότητας). Αλλιώς απαξιώνουμε το νομικό μας σύστημα και απλώς βγαίνουμε που και που στα κανάλια για να λέμε πως «έχουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη». Πρόκειται για κατάργηση αποφάσεων της Δικαιοσύνης από την πίσω πόρτα και για κινήσεις που οδηγούν πολλούς να αποφασίσουν συνειδητά, όχι μόνο ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε, αλλά ότι δε θέλουμε κιόλας.

Το βασικότερο πρόβλημα όμως σε αυτήν την καταπληκτική πορεία μας προς την αλλαγή είναι ότι, ακόμα και στο σκέλος των μεταρρυθμίσεων που έχουν θετικό πρόσημο, πήγε να εφαρμοστεί ένα μοντέλο που αλλού ήταν αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας ομαλής κοινωνικής διαδικασίας.

Εδώ, πολλοί θα αντιπαραβάλλουν το επιχείρημα ότι αν περιμέναμε να διορθωθούν κάποιες χρόνιες παθογένειες με τους ελληνικούς ρυθμούς , δε θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία όμως, δείχνει ότι αυτό είναι μόνο εν μέρει αλήθεια. Πριν από 30 χρόνια 1 στους 2 Έλληνες υπέκυψε σε έναν λαϊκίστικο αντιευρωπαϊσμό, φωνάζοντας «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Σήμερα οι περισσότεροι από τους ίδιους ανθρώπους που συμμερίζονταν τότε ανάλογα συνθήματα έχουν έναν σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό και είναι λιγότερο επιρρεπείς στον λαϊκισμό. Πρόκειται για μία κατάκτηση της ελληνικής κοινωνίας που έχει σταθερότερες βάσεις γιατί ήταν αποτέλεσμα μιας ομαλής κοινωνικής εξέλιξης. Για να απαντηθεί λοιπόν και το αρχικό ερώτημα, μια κοινωνία αλλάζει καλύτερα όταν αλλάζει με έναν φυσιολογικό τρόπο, με τα λάθη και τις καθυστερήσεις που αυτός ενέχει.

Γιατί, ήταν φυσικά και μια πορεία γεμάτη λάθη που μας στοίχισαν και μας στοιχίζουν. Ο δικός μας δρόμος προς την ωριμότητα, και όχι ο επιβαλλόμενος, δημιούργησε πάμπολλες παρεξηγήσεις που ακόμα και σήμερα εκφράζονται με τους πλέον απρόσμενους τρόπους. Αφομοιώσαμε αρκετή Ευρώπη, αλλά μας έμειναν και υπολείμματα από τα πρώτα στάδια της εξελικτικής μας διαδικασίας. Ο χρυσαυγίτης Μπούκουρας το είπε στην θλιβερή του απολογία πως «ο Ανδρέας ο Παπανδρέου με έκανε εθνικιστή. Η Ελλάδα στους Έλληνες, έλεγε».

Το να σηκώσουμε στις πλάτες μας τους εαυτούς μας, σημαίνει ότι θα υποπέσουμε και πάλι σε παρόμοιες στρεβλώσεις – είναι στη φύση μας. Μια έξοδος από την επιτήρηση ή μια ουσιαστική χαλάρωσή της δε σημαίνει πως θα τα καταφέρουμε καλά, αλλά ότι θα επωμιστούμε τα δικά μας λάθη αντί για εκείνα της Ευρώπης ή του ΔΝΤ. Είναι τουλάχιστον θετικότερο για την μαθησιακή διαδικασία, στο βαθμό που δεν οδηγήσει στο μεγάλο λάθος της αποχώρησης από το ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Απλώς δεν ακούγεται ωραίο το να έχεις να διαλέξεις μεταξύ των δικών σου λαθών και των λαθών που κάνουν οι άλλοι για σένα. Μπούκουρας ή Τόμσεν; Και μόνο το γεγονός ότι υφίστανται παρόμοια διλήμματα, δείχνει και το μέγεθος της κατάντιας μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ