Πολιτικη & Οικονομια

Εθνική συμπόνια

Κάποιοι θέλησαν να κρατήσουν ανοικτό το τέλος του εμφυλίου

27207-103923.jpg
Λεωνίδας Καστανάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
tandem_bike_illustration.jpg

Στην πρώιμη μεταπολίτευση επιχειρήθηκε η αγιογραφία του εμφυλίου από ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς.

Ο εμφύλιος πόλεμος «ήταν η ενσυνείδητη επιλογή της κομμουνιστικής ηγεσίας για κλιμάκωση του αγώνα της με στόχο την κατάληψη της εξουσίας», εξηγούσε σε μια συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Ηλία Κανέλη, ο Νίκος Μαραντζίδης («ΤΑ ΝΕΑ», 19/6/2010). Και ήταν τελείως θεμιτή σύμφωνα με την κομμουνιστική θεολογία εκείνης της εποχής. Η Ελλάδα έβγαινε καθημαγμένη από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, το ΚΚΕ ήταν πολιτικά ισχυρό και δικαιωμένο σε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας από τον αντιφασιστικό αγώνα, η ΕΣΣΔ λίγο πολύ συμφωνούσε, οι γειτονικές «λαϊκές δημοκρατίες» παρείχαν την αναγκαία υποστήριξη κυρίως ως επιμελητεία. Οπότε το άρθρο του Νίκου Ζαχαριάδη στον «Ριζοσπάστη» στις 8 Οκτωβρίου του 1947 «Υπέρ βωμών και εστιών» έδινε λογικά  το εναρκτήριο σάλπισμα για την τελική επίθεση. Όπως και έγινε. Ευτυχώς ο Εθνικός Στρατός με τη βοήθεια του ελεύθερου κόσμου της εποχής εκείνης τα κατάφερε. Νίκησε τον Δημοκρατικό Στρατό, δηλαδή το ΚΚΕ και τους Σλαβομακεδόνες συμμάχους του, και δεν γίναμε ούτε Αλβανία, ούτε Βουλγαρία, ούτε Ρουμανία. Ούτε κόπηκε η Ελλάδα στα δύο.

Υποθέτω ότι οι σημερινοί νέοι, ακόμα και αυτοί που κάνουν camping ιστορικής μνήμης με εμπριμέ βερμούδες στο Γράμμο, ευγνωμονούν όλους εκείνους που κράτησαν την πατρίδα στον ελεύθερο κόσμο. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, είναι λιγάκι ζόρικο να γεννιέσαι σε μια χώρα που μόλις βγήκε από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Αν αναλογιστούμε τις δυσκολίες που έχουν ακόμα και σήμερα οι τέως σοσιαλιστικές χώρες της Βαλκανικής ή η Ουκρανία και η Λευκορωσία πρέπει να αισθάνονται τόσο αυτοί όσο και οι γονείς τους τυχεροί. Έζησαν, ζουν και θα ολοκληρώσουν το βίο τους σε κοινοβουλευτική δημοκρατία και ελεύθερη οικονομία. Και αυτό είναι μεγάλη υπόθεση. Τόσο μεγάλη που μπορεί να δίνει βήμα ακόμα και στους εχθρούς της να την πολεμούν και να την απειλούν με ρεβάνς. Έστω στα λόγια. 

Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το νδ 59/1974 νομιμοποίησε το κομμουνιστικό κόμμα και γενικά τα πολιτικά κόμματα βάζοντας στην ουσία τέλος στον δεύτερο εθνικό διχασμό. Κατάργησε στην πράξη όλες εκείνες τις μετεμφυλιακές διακρίσεις που φαλκίδευαν τη δημοκρατία, απέσυρε το κράτος από όλες τις εκδηλώσεις που υπενθύμιζαν τον εμφύλιο σπαραγμό και με δυο λόγια κήρυξε την περίοδο της λήθης. Οι αστικές δυνάμεις ξέχασαν τα Δεκεμβριανά και τον Γράμμο. Κάτι όμως που δεν έκανε το ΚΚΕ και μαζί του διάφορες αμελητέες ακροδεξιές ομάδες από την αντίθετη πλευρά. Ωστόσο η κοινή γνώμη έβλεπε όλα αυτά τα «μνημόσυνα» ως γραφικά, ανάξια και ακίνδυνα, δεν έδινε σημασία.

Στην πρώιμη Μεταπολίτευση είναι αλήθεια ότι επιχειρήθηκε η αγιογραφία του εμφυλίου από ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς, μιας και η ιστορική έρευνα της εποχής ήταν κυρίως δική της υπόθεση. Και αυτό έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Η αντίθετη άποψη, δηλαδή αυτή των νικητών, κρατήθηκε στην αφάνεια μέχρι το 2015 που το βιβλίο των Καλύβα - Μαραντζίδη με τίτλο «Εμφύλια Πάθη» την έβαλε στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου ανάβοντας και πάλι ελαφρώς τα αίματα. Φυσικά και η αριστερά είχε τις ενστάσεις της σχετικά με την «αναθεώρηση της ιστορίας», δηλαδή του δικού της αφηγήματος, αλλά πάντοτε στα πλαίσια του ιστορικού διαλόγου. Που και αναγκαίος είναι για να γνωρίσουν όλοι την αλήθεια αλλά και χρήσιμος στα πλαίσια του πολιτικού πολιτισμού.

Ωστόσο κάποιοι θέλησαν να κρατήσουν ανοικτό το τέλος του εμφυλίου. Είναι η γνωστή πολιτική εκμετάλλευση της ιστορίας, ειδικά των ξεχασμένων παθών όταν στερεύουν τα επιχειρήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ με το περίφημο σύνθημα του 2015 «ή εμείς ή αυτοί» προσπάθησε έστω και υπόρρητα να ξαναβάλει τον εθνικό διχασμό στο τραπέζι προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία και τα κατάφερε. Αλλά το 2020, η επιλογή της νεολαίας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ανακινήσει το θέμα μέσω του camping στον Γράμμο, ως παρωδία μιας επαπειλούμενης ρεβάνς, ήταν πραγματικά μια δυσάρεστη έκπληξη. Που βέβαια απομονώθηκε από το σύνολο της κοινωνίας μιας και η συμμετοχή ήταν μικρή, ενώ η σχετική φωτογραφία που δημοσιεύτηκε προκάλεσε τον γέλωτα και όχι τον φόβο. Διότι η Ελλάδα έχει ήδη ξεχάσει. Σιχαίνεται κυριολεκτικά όποιον προσπαθεί να της βάλει πάλι το μαχαίρι σε μια παλιά κλειστή πληγή για λίγους ψήφους κάποιων αμετανόητων διαταραγμένων. Σήμερα, ενώ εκεί έξω υπάρχει πολύ σοβαρός εξωτερικός κίνδυνος, κάποιοι ανιστόρητοι παίζουν ακόμα την Οκτωβριανή «επανάσταση». Στο θέατρο των πολιτικών σκιών.

Οι πληροφορίες περί συμμετοχής της κυβέρνησης σε τελετή μνήμης της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών του Στρατού στο Γράμμο ευτυχώς δεν επαληθεύθηκαν. Και γράφω ευτυχώς γιατί μια κυβέρνηση σαν αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει κανένα λόγο να παρίσταται σε εκδηλώσεις με τέτοιο θέμα, όταν μάλιστα άλλοι θέτουν το πλαίσιο. Αν κάτι χρειάζεται είναι η «ενεργητική λήθη». Ιστορική διερεύνηση και επιστημονικός διάλογος αλλά αποχή από κάθε εκδήλωση που επαναφέρει διαιρέσεις και συμβάλει στο διχασμό, έστω και αθέλητα. Ας γίνει μια εκδήλωση εθνικής συμπόνιας σύσσωμου του πολιτικού φάσματος. Ας πάνε όλοι μαζί πιασμένοι χέρι-χέρι να αφήσουν λίγα λουλούδια στους τάφους εκείνων και ας αφήσουν τους νεκρούς όλων των πλευρών να ησυχάσουν επιτέλους. Χωρίς να βγάλουν άχνα, χωρίς να κάνουν δηλώσεις.

Αλλά δεν θα το κάνουν. Δεν ξέρω για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, μιας και δεν είχα ποτέ κάποια σχέση, αλλά τα κόμματα της αριστεράς όταν φτωχαίνουν ιδεολογικά πιάνουν πάντοτε τα παλιά τεφτέρια, έστω και αν τα γραμμένα έχουν σχεδόν σβηστεί από την πατίνα του χρόνου και της αναπόφευκτης λήθης. Το φάντασμα της ένοπλης εξέγερσης θα την ακολουθεί για πάντα. Φαντάζει αστείο αλλά είναι τραγικό. Ευτυχώς η κοινωνία των πολιτών παραμένει παγερά αδιάφορη. Αντιθέτως ανησυχεί όταν η εθνική ομοψυχία είναι ζητούμενη όταν η Βουλή δεν μπορεί να ομονοήσει ούτε στη συμφωνία Ελλάδος - Αιγύπτου που ήταν και παλιότερη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Το «παρών» ακούστηκε τόσο φάλτσα. Είναι εκείνα τα παλιά γονίδια του δομικού εθνομηδενισμού της ριζοσπαστικής αριστεράς που όταν βρουν την ευκαιρία εκφράζονται ηχηρά. Είναι κάτι από το πολιτικό της αποτύπωμα. Δύσκολο να το αποχωριστεί.

Οι Τούρκοι με την ακραία τους ρητορική και τις επικίνδυνες προκλήσεις μπορεί να μην μπλοφάρουν αλλά να το εννοούν. Να θέλουν δηλαδή πόλεμο. Η κάψα του Ερντογάν να ηγηθεί του σουνιτικού Ισλάμ, οι συμβολικές μετατροπές δύο ιστορικών χριστιανικών ναών σε τζαμιά, οι απειλές προς όλες τις χώρες της ανατολικής μεσογείου, το όνειρο της γαλάζιας πατρίδας, η υβριδική επίθεση στον Έβρο με κριό τους μετανάστες, δηλαδή η λόγω αξίωση ισχύος στην περιοχή, μπορεί  να γίνει και έργω. Μπορεί να μην είναι πολιτικά κόλπα προς το εσωτερικό ακροατήριο ή οικονομικές αξιώσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά προανάκρουσμα επίθεσης προς την Ελλάδα. Και τότε θα δούμε και εδώ τι εστί βερίκοκο και πόση άνεση έχουμε να διχαζόμαστε με ιστορίες 70 και βάλε χρόνων.

Απέναντι στη γελοιότητα ενός φανταστικού τρίτου εθνικού διχασμού και τη σκληρή πραγματικότητα ενός πραγματικού πολέμου με τους γείτονες ελπίζω ότι ο πολιτικός κόσμος θα δείξει μια στοιχειώδη σοβαρότητα. Και είναι καθήκον των κομμάτων να συγκρατούν και να απομονώνουν τους άφρονες και τους ακραίους και όχι να τους βγάζουν στην πρώτη γραμμή του «εσωτερικού μετώπου». Τελικά, θέλει ικανότητα ώστε να διακρίνεις το γελοίο του πράγματος. Πόσο μάλλον να το αποφεύγεις. Θέλει αρετή και τόλμη η εθνική ομοψυχία.     

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ