Πολιτικη & Οικονομια

Πανδημία ηλικιακής προκατάληψης

Οι άνθρωποι τρίτης ηλικίας μπορεί να έχουν προτερήματα, πάθη, εμμονές και ελαττώματα, ακριβώς όπως οι νέοι και οι μεσήλικες.

Εύα Στάμου
Εύα Στάμου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ηλικιωμένοι άνθρωποι

Για όσους χαράσσουν την πολιτική υγείας σε διάφορες χώρες φαίνεται ότι οι ηλικιωμένοι παραμένουν στη σκιά ή θεωρούνται πολίτες Β’ κατηγορίας.

Ο θάνατος 98 ηλικιωμένων, από covid-19, σε κεντρικό γηροκομείο της Νέας Υόρκης, τάραξε το Σάββατο την αμερικανική κοινή γνώμη και προκάλεσε την δήλωση του Δημάρχου Bill de Blasio για «ανυπολόγιστη απώλεια τόσων ανθρώπων σε ένα μόνο μέρος», και την υπόσχεσή του ότι θα διενεργηθεί εις βάθος έρευνα. Οι υπεύθυνοι του οίκου ευγηρίας ισχυρίζονται ότι λόγω της έλλειψης τεστ για τον κορωνοϊό δεν κατάφεραν να διαχωρίσουν με επιτυχία τους ασυμπτωματικούς ασθενείς από τους υπόλοιπους, με αποτέλεσμα σε λίγες μόνο μέρες να χαθούν τόσες ζωές.

Την ίδια στιγμή, στη Βρετανία έγκριτοι δημοσιογράφοι διαμαρτύρονται ότι οι αρχές έχουν παραμελήσει τις 400.000 ηλικιωμένων πολιτών που ζουν σε οίκους ευγηρίας με αποτέλεσμα να έχουν σημειωθεί μέχρι σήμερα χιλιάδες θάνατοι αντρών και γυναικών που έχουν υπερβεί το 70ο έτος της ηλικίας τους, θάνατοι που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν οι αρμόδιοι διεξήγαγαν συστηματικά έρευνες στις δομές που φιλοξενούν ηλικιωμένους.

Στη Σουηδία μπορεί η Κυβέρνηση να έχει συμβουλεύσει τις ευπαθείς ομάδες να μένουν στο σπίτι και τους πολίτες να κρατούν απλώς τις αποστάσεις, αλλά οι περισσότερες επιχειρήσεις παραμένουν ανοιχτές. Το σχέδιο φαίνεται τέλειο με μία μόνο «ανορθογραφία»: υπάρχουν ήδη 2.274 θάνατοι.

Το 1/3  αυτών των θανάτων έχουν σημειωθεί στα γηροκομεία της χώρας. Η αντίδραση του Anders Tengell, του Σουηδού επιδημιολόγου Δημόσιας Υγείας, όταν ρωτήθηκε αν έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους οι πολίτες τρίτης ηλικίας, ήταν να υποβιβάσει τη σοβαρότητα του ζητήματος, δηλώνοντας μάλλον κυνικά ότι δεν χρειάζεται να μας απασχολεί έντονα καθώς «αυτού του τύπου οι δομές είχαν πάντα πρόβλημα, πολύ πριν ξεσπάσει η επιδημία του νέου κορωνοϊού στην Σουηδία».

Δυστυχώς, μία από τις δυσάρεστες αλήθειες που ανέδειξε η πανδημία είναι πως οι πολίτες τρίτης ηλικίας θεωρούνται από πολλούς αναλώσιμοι.

Καθώς φαίνεται υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στον τρόπο που αρκετές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τους ηλικιωμένους πολίτες. Ο τρόπος αυτός  αποτελεί ως ένα βαθμό αντανάκλαση των κοινωνικών  προκαταλήψεων που επικρατούν και του συνακόλουθου ρατσισμού κατά των ανθρώπων με βάση την ηλικία. Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο την ηλικία τους αποσκοπεί -ηθελημένα ή όχι- στον κοινωνικό (μα και τον οικονομικό, επαγγελματικό, ή και άλλου είδους) αποκλεισμό τους.

Ο φυσικός φόβος απέναντι στη φθορά του σώματος μας εμποδίζει κάποιες φορές να αντιληφθούμε ότι μπορεί η βιολογική ωρίμανση μετά από κάποιο ηλιακό όριο να είναι εκφυλιστική, η ψυχική ωρίμανση όμως έχει πολλά θετικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η βελτίωση της κριτικής ικανότητας, η προσέγγιση ενός ζητήματος από διαφορετικές σκοπιές και η λήψη εύστοχων αποφάσεων - αυτό που οι  περισσότεροι ονομάζουμε: πρακτική σοφία. Αντίθετα με ό,τι ίσως να θεωρούν κάποιοι,  η τρίτη ηλικία ως προς ορισμένες απόψεις μπορεί να είναι απρόσκοπτα λειτουργική, αν όχι και αναπτυξιακή.

Και όμως για όσους χαράσσουν την πολιτική υγείας σε διάφορες χώρες φαίνεται ότι οι ηλικιωμένοι παραμένουν στη σκιά ή θεωρούνται πολίτες Β’ κατηγορίας. Οι συνειρμοί που εγείρονται σε κάποιους για την τρίτη ηλικία έχουν να κάνουν αποκλειστικά με αρρώστιες, κατάθλιψη, μοναξιά, αργή αντίληψη, γκρίνια, μειωμένες πνευματικές ικανότητες, αδυναμία, εξάρτηση, παθητικότητα. Οι ηλικιωμένοι φαίνεται να αποτελούν ένα ανεπιθύμητο βάρος όχι μόνο για τις οικογένειες μα και για ολόκληρη την κοινωνία.

Ακόμα και στη χώρα μας που οι αρμόδιες υπηρεσίες δημόσιας υγείας κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για την προστασία τους, και που οι παραδοσιακά στενές σχέσεις -συχνά αλληλεξάρτησης- ανάμεσα σε ανθρώπους που ανήκουν σε διαφορετικές γενεές έχει προστατέψει τους ηλικιωμένους από φαινόμενα παραμέλησης, υπάρχει το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τα περιοριστικά μέτρα,  έντονη δυσαρέσκεια προς τους πολίτες μεγάλης ηλικίας που έχει εκφραστεί επανειλημμένα με ειρωνικά και μειωτικά σχόλια από μερίδα του τύπου καθώς και σε αναρτήσεις στα μέσα μαζικής δικτύωσης.

«Οι παππούδες που δεν κάθονται σπίτι και μπλέκονται στα πόδια μας, στην τράπεζα ή το σουπερμάρκετ», ή «οι γέροι που για χάρη τους μπαίνουμε όλοι σε καραντίνα», είναι μάλλον ήπιες εκδοχές της λεκτικής βίας προς τους ανθρώπους τρίτης ηλικίας που μοιάζει αυτό το διάστημα να βρίσκονται διαρκώς στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή.

Θεωρείται από κάποιους ότι μέχρι τα 67 ένας άνθρωπος είναι φυσικό να εργάζεται και να προσφέρει, και λίγα μόλις χρόνια αργότερα να μπαίνει οριστικά στο περιθώριο. Ακούγεται επίσης συχνά στα μέσα μαζικής δικτύωσης ότι «Μπορεί να ήταν κοντά στα 80 κάποιος που έχασε τη ζωή του, αλλά είχε παιδιά κι εγγόνια που θα στενοχωρηθούν για τον θάνατό του» -- ως εάν η ζωή ενός ανθρώπου μετά από κάποια ηλικία δεν έχει αξία καθαυτή, παρά μόνο για τους άλλους.

Όλοι οι άνθρωποι τρίτης ηλικίας δεν είναι απαραίτητα γκρινιάρηδες, εξαρτημένοι, καταθλιπτικοί, ιδιόρρυθμοι και μειωμένης αντίληψης - όπως δεν είναι όλοι ευγενικοί, γενναιόδωροι, σοφοί και καλοκάγαθοι. Οι άνθρωποι τρίτης ηλικίας μπορεί να έχουν προτερήματα, πάθη, εμμονές και ελαττώματα, ακριβώς όπως οι νέοι και οι μεσήλικες.

Οι άκριτες γενικεύσεις δεν βοηθούν την ορθή προσέγγιση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος αλλά, αντίθετα, δημιουργούν στερεότυπα που θρέφουν προκαταλήψεις οδηγώντας κάποιες φορές στην ρατσιστική αντίληψη ότι κάποιοι άνθρωποι είναι αναλώσιμοι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ