Πολιτικη & Οικονομια

Οι υπερήρωες

Οι σημερινοί ηγέτες χρειάζονται μια αρετή η οποία δεν ετίθετο ως ερώτημα σε παλιότερες εποχές

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κυριάκος Μητσοτάκης - Εμανουέλ Μακρόν

Η ψευδαίσθηση του ηγέτη-σούπερμαν: Η Σώτη Τριανταφύλλου σχολιάζει τις αντιδράσεις για την ομιλία του Εμμανουέλ Μακρόν και την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού.

Οι αντιδράσεις στη χθεσινή ομιλία του Εμμανουέλ Μακρόν ―στον απολογισμό, στην αυτοκριτική, στη διατύπωση ελπίδων και σχεδίων― ήταν επικριτικές για όλα και για το αντίθετό τους. Οι Γάλλοι κατηγορούν τον Μακρόν ―στην πραγματικότητα όλους τους πολιτικούς―για αυταρχισμό και αδυναμία, για κυνισμό και υπερσυναισθηματισμό· όλα μαζί και ταυτοχρόνως. Αλλά προπάντων, τους κατηγορούν ότι δεν αντεπεξέρχονται, όπως θα όφειλαν, στον ρόλο του ιδανικού πατέρα. Δεν ξέρουν τα πάντα, δεν δίνουν ακριβείς απαντήσεις στις ερωτήσεις, δεν παίρνουν τις σωστές και έγκαιρες αποφάσεις, δεν λύνουν όλα μας τα προβλήματα: τα οικονομικά, τα κοινωνικά και ψυχολογικά. Δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε τους πολιτικούς για το ότι είναι άνθρωποι σαν εμάς.

Αποδεικνύεται ξανά και ξανά ότι δεν μας αρκούν οι διαχειριστές, οι εκλεγμένοι που να διοικούν για λίγα χρόνια, που να κάνουν δουλειές τις οποίες δεν έχουμε τον χρόνο και την αρμοδιότητα να κάνουμε μοναχοί μας ―  έχουμε «άλλες δουλειές», τις δουλειές της δικής μας καθημερινότητας. Θέλουμε «ηγέτες». Κι εδώ ολισθαίνουμε στην αντίφαση, στη συμπεριφορά του κακομαθημένου πολίτη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που ψηφίζει με μισή καρδιά, που απέχει από τα κοινά ή που συμμετέχει σε αυτά με δηλητηριώδη  καταστροφικότητα.

Στη στάση μας συναντιούνται δύο ιστορικές παραδόσεις: εκείνη του «χαρισματικού» ηγέτη του παρελθόντος που ενθουσιάζει τα πλήθη κι εκείνη του σημερινού μάνατζερ με πυγμή ο οποίος έχει πάρει μαθήματα από την τέχνη του πολέμου του Σουν Τζου και του Κλάουζεβιτς. (Εδώ σημειώνω ότι η πυγμή θεωρείται αρετή των ανδρών, όχι των γυναικών οι οποίες μεταμορφώνονται βεβαίως σε «σκύλες».) Οι πολίτες δεν το ομολογούν, αλλά είτε πρόσκεινται στη δεξιά, είτε στην αριστερά, τους ελκύουν οι εθνάρχες, οι ρήτορες, όσοι έχουν αρχηγικά προσόντα ή όσοι διαθέτουν ένα είδος παλικαρίσιας γραφικότητας. Έτσι, μεταξύ των σημερινών ηγετών των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, ο ένας μας φαίνεται «λίγος», ο άλλος μας φαίνεται «ξερόλας», ο τρίτος μας φαίνεται υπερβολικά νέος κι άπειρος, υπερβολικά φιλόδοξος, ή υπερβολικά κοντός. Και όλοι μάς φαίνονται αυταρχικοί παρότι δεν είναι επαρκώς πατρικοί, προστατευτικοί και ισχυροί. Επίσης, τα γεγονότα τούς προλαβαίνουν και οι γνώσεις τους είναι ελλιπείς. Ξαφνικά, δεν μπορούμε να ανεχτούμε το ότι οι ηγεσίες έχουν άγνοια περί επιδημιών και, ειδικότερα, περί ιών. 

Η ανάγκη μας για κάτι περισσότερο από διοίκηση συνδέεται, νομίζω, με μια σειρά από ψευδαισθήσεις: η πρώτη είναι η ψευδαίσθηση του ηγέτη-σούπερμαν τον οποίον θέλουμε να θαυμάζουμε, να φθονούμε και να μισούμε μαζί και ταυτοχρόνως· η δεύτερη είναι ότι ο κάθε ηγέτης έχει αναδειχθεί για να μας κάνει ευτυχισμένους, για να ικανοποιεί όλες μας τις αισθήσεις (π.χ. να χαιρόμαστε να τον ακούμε)· η τρίτη είναι γενικότερη και αφορά την αντίληψή μας ότι η δική μας ζωή, η δική μας γενιά, είναι η πιο αδικημένη κι ότι αυτή η αδικία πρέπει να διορθωθεί άνωθεν. Αν ο ηγέτης δεν τα καταφέρνει όλα τούτα, δεν μας εκπροσωπεί πια· είναι ανάξιος, απατεώνας, πουλημένος και, ανυπερθέτως, αυταρχικός κι ανήμπορος ― ο αχυράνθρωπος που αξίζει όλη τη λάσπη των ΜΜΕ και όσων δραστηριοποιούνται στα social media.

Η διαπίστωση περί επιθυμίας «χαρισματικών», που μεταφράζεται σε αρχηγικό στιλ με διάφορες αισθητικές αποχρώσεις, επιβεβαιώνεται παρά διαψεύδεται από την ανάδειξη ηγετών χωρίς κανένα απολύτως χάρισμα. Στην πραγματικότητα, το χάρισμα για τους μεν μπορεί να είναι απουσία χαρίσματος για τους δε, ιδιαίτερα σε μια χρονική περίοδο σαν αυτή που διανύουμε όπου επικρατεί καχυποψία και απέχθεια προς τις ελίτ. Αυτή η αντιχαρισματική χαρισματικότητα αντανακλάται σε ηγέτες όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Ερντογάν, ο Σαλβίνι ή ο Σεμπάστιαν Κουρτς και άλλα ρομπότ της αρείας φυλής. Τη δε απαίτησή μας για τέτοιους ηγέτες, υποτιθέμενα ισχυρούς, δικαιολογεί η ανάγκη να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αόρατες δυνάμεις του καπιταλισμού ή των διεθνών συνωμοσιών: την τραπεζική ολιγαρχία, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους τεχνοκράτες, τις μαφίες, τις πολλαπλές ομάδες πίεσης ή μια ύπουλη και αντεθνική αντιπολίτευση. Όλα αυτά φαίνονται λογικά, αλλά έχει αποδειχθεί ότι οι «ισχυροί ηγέτες» είναι μάλλον μέρος αυτών των δυνάμεων παρά το αντίθετό τους.

Οι σημερινοί πολιτικοί δεν είναι πιο διεφθαρμένοι από εκείνους του παρελθόντος. Απλώς, λόγω της διεύρυνσης της δημοκρατίας έχουν λιγότερο κύρος και αξιοπιστία. Όσα εκτυλίσσονται σήμερα στον δημόσιο διάλογο και στους επιμέρους μονολόγους ήταν αδιανόητα πριν από μισό αιώνα: οι ηγέτες του 2020 δεν υπόκεινται σε κριτική για τα έργα τους, υπόκεινται στην αδιάκοπη ηχώ των ηλεκτρονικών μέσων, σε πηγές πληροφοριών-ράδιο αρβύλα, στις φυσαλίδες του κύκλου των φίλων του Facebook που αλληλοτροφοδοτείται από την αγελαία διαμόρφωση γνωμών.

Γράφει λοιπόν ο Ρεζίς Ντεμπραί για τη χθεσινή ομιλία του Μακρόν: «Όποιος δεν πράττει μιλάει». Αναπόφευκτα, παρατηρώ την ίδια αντίφαση: όταν ο Μακρόν «δεν μιλάει», όταν δεν εμφανίζεται, παραπονιόμαστε ότι είναι απών, ότι ίσως έχει φύγει για διακοπές πολυτελείας· όταν μιλάει παραπονιόμαστε ότι φλυαρεί. Όταν αναλαμβάνει όλες τις ευθύνες παραπονιόμαστε ότι παριστάνει τον Δία στην κορυφή του Ολύμπου· όταν κάνει λόγο για ευθύνη όλων μας, πολιτικών και πολιτών, παραπονιόμαστε ότι αποφεύγει να ομολογήσει mea culpa. Όταν εξηγεί την κατάσταση και τα μέτρα αντιμετώπισης της σημερινής επιδημίας παραπονιόμαστε ότι παίζει το παιχνίδι της επικοινωνίας· όταν χάνεται για λίγες μέρες από τα μέσα ενημέρωσης, παραπονιόμαστε ότι δεν ασκεί τον παιδαγωγικό του ρόλο. Κάπως έτσι διαμορφώνεται η κατάσταση και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη εναντίον του οποίου η αριστερά έχει λυσσάξει και βγάζει αφρούς. Όχι μόνο επειδή εύχεται την αποτυχία του (την αποτυχία όλων μας) αλλά επειδή δεν αντέχει ―όπως και στη Γαλλία― την ιδέα της «εθνικής» ενότητας. Πράγματι, η εθνική ενότητα μπορεί να αποτελέσει παγίδα εφόσον αναστέλλει τις εσωτερικές διεκδικήσεις· ωστόσο, το πρόβλημα της αριστεράς και γενικότερα το πρόβλημα των λαών είναι ότι αυτοπαγιδεύονται σε ένα μείγμα εθνικισμού και παράφορης προσπάθειας να απαξιωθούν οι άριστοι: ως νικητές της παγκοσμιοποίησης, ως διανοούμενοι χωρίς ρίζες, ως συγκοινωνούντα δοχεία με την πλουτοκρατία ―πάντοτε θα υπάρχουν δικαιολογίες, φήμες και κουτσομπολιά για να στηρίζουν αυτές τις προκαταλήψεις.   

Οι σημερινοί ηγέτες χρειάζονται μια αρετή η οποία δεν ετίθετο ως ερώτημα σε παλιότερες εποχές: την αντοχή όχι μόνο έναντι της αντιπολίτευσης, την οποία έτσι κι αλλιώς πρέπει να ακούνε, αλλά την αντοχή έναντι της μαζικής κακεντρέχειας, της εμπάθειας και των εξωφρενικών απαιτήσεων: οι σημερινοί ηγέτες πρέπει να φέρνουν εις πέρας μεσσιανικές αποστολές έναντι εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών, φυσικών καταστροφών και πλανητικών επιδημιών. Χωρίς καμιά καθυστέρηση, διστακτικότητα ή ερωτηματικά: σαν τους υπερήρωες των κόμικς ή σαν τα φασιστικά, αρρενωπά πρότυπα που επιζούν μέσα μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ