Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί δεν μένουν σπίτι;

Η ικανότητα να διατηρούμε αποστάσεις από τους άλλους και να στρέφουμε το βλέμμα μέσα μας είναι κάποιες φορές απαραίτητη

Εύα Στάμου
Εύα Στάμου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ΕΡΜΟΥ- ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΚΛΕΙΣΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ
© EUROKINSSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Η Εύα Στάμου προτείνει και μια άλλη παράμετρο, πέρα από την αδιαφορία ή τη χαμηλή ενσυναίσθηση, για να εξηγήσουμε γιατί οι άνθρωποι δεν μένουν σπίτι.

Όταν πριν από λίγες μέρες μας ζητήθηκε από τους αρμόδιους φορείς να μείνουμε στο σπίτι μας, αποφεύγοντας επαφές και μετακινήσεις, οι αντιδράσεις διέφεραν, με αρκετούς συμπολίτες μας να δυσκολεύονται να διακόψουν τις αγαπημένες ασχολίες τους, τις βόλτες σε δημοφιλείς παραλίες, τον συνωστισμό σε μπαρ, την πολύωρη ραστώνη σε καφετέριες.

Πιθανόν ορισμένοι δεν συνειδητοποιούν τη σοβαρότητα της κατάστασης ή ίσως να αδιαφορούν για την τύχη των άλλων, αν θεωρούν ότι οι ίδιοι δεν ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Η αποποίηση της προσωπικής ευθύνης και η χαμηλή ενσυναίσθηση μπορεί να βρίσκονται πίσω από τέτοιου είδους αντικοινωνική στάση. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη παράμετρος που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Μια παράμετρος που μπορεί να μην δικαιολογεί αυτό που συμβαίνει, αλλά ως έναν βαθμό το εξηγεί.

Στις μέρες μας θεωρείται ότι η «έξοδος» και η ψυχαγωγία κατά τον ελεύθερο χρόνο μας είναι από τα σημαντικότερα δικαιώματά μας, συνήθειες αλληλένδετες με την καθημερινότητά μας, αφού όχι μόνο μας προσφέρουν ικανοποίηση αλλά καθορίζουν και την ταυτότητά μας.

Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Ακόμη και λίγες δεκαετίες πριν, στη χώρα μας, υπήρχαν συνήθως κάποιες μέρες την εβδομάδα αφιερωμένες στην «οικογενειακή έξοδο», τα ζευγάρια έβγαιναν κάποια βράδια για να δουν μια ταινία ή να συναντήσουν φίλους, οι παρέες μαζεύονταν όποτε υπήρχε κάτι να κουβεντιάσουν ή να γιορτάσουν.

Αντίθετα, στις μέρες μας πολλοί αισθάνονται ότι είναι υποχρέωσή τους να αναλώνουν τμήμα της κάθε ημέρας τους στην παραμονή σε μαγαζιά και καφέ. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε συνταξιούχους οι οποίοι ίσως δεν έχουν πολλές επιλογές ψυχαγωγίας.

Το φαινόμενο αυτό έχει τη δική του σύνθετη ιστορία, μια ιστορία που συνδέεται άρρηκτα με την αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων, η οποία βέβαια ξεκινά από πολύ παλιά. Μπορεί να αναζητηθεί κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, την περίοδο δηλαδή που άρχισε η εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου και στήθηκε σταδιακά η βιομηχανία της διασκέδασης με μια σειρά από ασχολίες «κατάλληλες» για να ξοδεύει κανείς την ώρα του όταν δεν εργάζεται.

Την περίοδο εκείνη, τόσο η δόμηση του ελεύθερου χρόνου, όσο και οι δραστηριότητες και τα ενδιαφέροντα που επιτρεπόταν να καλλιεργεί ο καθένας, σχετίζονταν άμεσα με την κοινωνική τάξη και το φύλο στο οποίο ανήκε. Με το πέρασμα του χρόνου η μορφή της εργάσιμης εβδομάδας άλλαξε, το στάδιο της παιδικής ηλικίας επαναπροσδιορίστηκε και επεκτάθηκε, η προσπάθεια των κεντρικών και τοπικών αρχών να ελέγξουν τον ελεύθερο χρόνο των πολιτών ώστε να αποφεύγονται όσο γίνεται οι παρεκτροπές κι οι εγκληματικές ενέργειες έγινε πιο συστηματική, και η συνταξιοδότηση των πολιτών –μία έννοια που ήταν ακόμα άγνωστη πριν την έλευση της Βιομηχανικής Επανάστασης– νομιμοποιήθηκε.

Για όσους έκαναν πνευματική εργασία, η ενασχόληση με τη φύση και τις αθλητικές δραστηριότητες θεωρήθηκε απαραίτητη, καθώς το σκεπτικό ήταν να διατηρούνται σε καλή φυσική κατάσταση και ψυχική διάθεση ώστε να μην πέφτει η αποδοτικότητά τους. Η αύξηση της παραγωγικότητας αποτέλεσε άλλωστε και το ισχυρότερο επιχείρημα για τους Χριστιανούς κάθε δόγματος, που συχνά αντιμετώπιζαν την έξοδο και την ψυχαγωγία ως χαμένο χρόνο ή αμαρτία.

Δεν φαίνεται απλώς σαν κάποιοι να μην αντέχουν να περάσουν χρόνο με τον εαυτό τους, μοιάζει να μην έχουν την επιθυμία να ασχοληθούν με οτιδήποτε προϋποθέτει την καλλιέργεια μιας εσωτερικής ζωής.

Η σύνδεση της ψυχαγωγίας με την υπερκαταναλωτικότητα είναι μια τάση που ξεκίνησε αρκετά αργότερα, πριν αποενοχοποιηθεί στα μέσα του 20ού αιώνα, και φτάσει στην κορύφωσή της στις μέρες μας.

«Μείνετε σπίτι» λέει η κυβέρνηση, και για αρκετούς αυτό μοιάζει αδιανόητο. Γυρίζουμε στο σπίτι για να ξεκουραστούμε, να φορτίσουμε τις μπαταρίες, ώστε να επιστρέψουμε με κέφι εκεί έξω: στην εργασία μας αλλά και στις ασχολίες μας, τα χόμπι που μας δίνουν ευχαρίστηση και αποτελούν το πλαίσιο για μια σειρά από επαφές και σχέσεις που δεν θα είχαμε διαφορετικά τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε.

Υπάρχει όμως μία ακόμα διάσταση αυτής της κατάστασης. Οι περισσότερες ασχολίες του σύγχρονου πολίτη είναι εξωστρεφείς. Ακόμα και η ενασχόληση με τα μέσα μαζικής δικτύωσης έχει οδηγήσει πολλούς να πιστεύουν ότι τίποτα δεν αξίζει να βιωθεί, αν δεν γίνει κοινό θέαμα. Δεν φαίνεται απλώς σαν κάποιοι να μην αντέχουν να περάσουν χρόνο με τον εαυτό τους, μοιάζει να μην έχουν την επιθυμία να ασχοληθούν με οτιδήποτε προϋποθέτει την καλλιέργεια μιας εσωτερικής ζωής.

Η κάθε έξοδος, αντί να αποτελεί ένα διάλειμμα στην καθημερινότητά μας, μια ευχάριστη παρένθεση, έχει γίνει για κάποιους ο άτεγκτος κανόνας που πρέπει υπό όλες τις συνθήκες να ακολουθήσουν.

Το να μη βρισκόμαστε, όμως, διαρκώς εν κινήσει δεν είναι πάντα κακό. Η ικανότητα να διατηρούμε αποστάσεις από τους άλλους και να στρέφουμε το βλέμμα μέσα μας είναι κάποιες φορές απαραίτητη ώστε να αναπτυχθεί ο εαυτός μας και στη συνέχεια να δημιουργήσει ουσιαστικές σχέσεις με τους γύρω μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ