Πολιτικη & Οικονομια

Η κρυφή γοητεία του δικαιωματισμού

Ακόμα και όταν συμφωνούμε με τη γενική πολιτική της κυβέρνησης στη μεταναστευτική κρίση, είναι υποχρέωσή μας να στιγματίζουμε τις παρεκτροπές

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο
Ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο - ©Γραφείο του Πρωθυπουργού - Δημήτρης Παπαμήτσος

Ο Παντελής Καψής γράφει για τη διαχείριση από την κυβέρνηση της κρίσης στον Έβρο και την ανάγκη τήρησης των κανόνων του διεθνούς δικαίου.

Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια, οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας πέρασαν και πάλι σκληρή δοκιμασία. Αιτία το άσυλο που έδωσε η Ελλάδα στους 8 στρατιωτικούς που ήθελε να φυλακίσει ο Ερντογάν. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι τα δικαιώματα των 8 Τούρκων δεν άξιζαν για να αντιμετωπίσει η χώρα μια τόσο επικίνδυνη κατάσταση. Πόσο μάλλον αν ήταν πραξικοπηματίες, όπως θεωρούσαμε τότε ότι ήταν πιθανό. Κι όμως κανείς δεν τόλμησε να πει να επιστραφούν στην Τουρκία. Φαντάζομαι όχι επειδή υπάρχει τόσο μεγάλη προσήλωση στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά γιατί όλοι κατανοούσαν ότι δεν ήταν αυτό που διακυβευόταν.

Στα γεγονότα δίνουμε συχνά σημασίες που δεν περιορίζονται σε μια αυστηρά νομική ή πραγματολογική προσέγγιση. Έτσι το να υποκύψει η Ελλάδα στην απειλή ενός ημι-δικτατορικού καθεστώτος θεωρήθηκε ντροπή, πράξη ανάξια μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας που σέβεται τον εαυτό της. Δώσαμε άσυλο εν γνώσει των κινδύνων. Ο πρωθυπουργός μάλιστα, ο Αλέξης Τσίπρας, δέχθηκε σκληρή κριτική για την υπόσχεση που φερόταν ότι έδωσε στον Ερντογάν να στείλει πίσω τους στρατιωτικούς. Κι αυτό παρά το ότι βάσιμα θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι για μια τέτοια πράξη ίσχυε το «raison d’ etat», το συμφέρον της χώρας. Ήταν αυτή η δεύτερης τάξης σημασία, το εθνικό φιλότιμο αν θέλετε, που τελικά επικράτησε. Όχι τα ανθρώπινα δικαιώματα καθ’ αυτά, για τα οποία το ενδιαφέρον ήταν περιορισμένο. Αυτό φάνηκε αργότερα από τις περιπτώσεις τούρκων πολιτικών φυγάδων, όπως η Αϊσέ Ερντογάν, οι οποίοι  επιστράφηκαν με συνοπτικές διαδικασίες για να φυλακιστούν, χωρίς να συγκινηθεί η ελληνική κοινή γνώμη.

Το ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα από μόνα τους δεν κινητοποιούν τους πολίτες έχει γίνει φανερό τους τελευταίους μήνες με όσα συμβαίνουν στα νησιά και στον Έβρο. Στα νησιά τα περιστατικά προπηλακισμού στελεχών των ΜΚΟ, ακόμα και εμπρησμών εγκαταστάσεών τους, πέρασαν στα ψιλά των εφημερίδων, αν πέρασαν. Όσο για τον Έβρο, όσοι κατήγγειλαν τους ακροδεξιούς βιτζιλάντες ή όσοι ζήτησαν να διερευνηθούν καταγγελίες για ακραίες συμπεριφορές, αντιμετωπίστηκαν περίπου ως φορείς της τουρκικής προπαγάνδας. Έχει μάλιστα επιστρατευθεί και ο όρος δικαιωματιστές σε μια προσπάθεια απαξίωσης κάθε φωνής που πάει κόντρα στην κρατούσα ερμηνεία. Ενδεικτική ήταν και η αντίδραση σε άρθρο των New York Times. Είχε παραλείψεις αλλά στην πραγματικότητα επαναλάμβανε καταγγελίες που δημοσιεύτηκαν σε πολλά άλλα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, όπως το αμερικανικό CNN ή αγγλικά μέσα όπως η Daily Express και ο Independent. Το παράδοξο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι ακόμα και φιλελεύθεροι σχολιαστές, αντί να ζητήσουν συγκεκριμένες απαντήσεις στις καταγγελίες, επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια απαξίωσης των δημοσιευμάτων.

Η επιχειρηματολογία για αυτή την πάνδημη αδιαφορία ήταν ότι το μείζον δεν ήταν τα δικαιώματα των μεταναστών αλλά η προστασία της χώρας, το raison d’ etat. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποδεχθεί παθητικά μια τέτοια προσπάθεια εκβιασμού από τον Ερντογάν. Η προστασία των συνόρων ήταν απόλυτη αναγκαιότητα για πάρα πολλούς λόγους. Με αυτό δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει ένας λογικός άνθρωπος. Όμως, όπως και στην περίπτωση των 8, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού έχει πολλαπλές αναγνώσεις, περισσότερες από μία σημασίες.

Μια πρώτη αφορά φυσικά τα δικαιώματα καθεαυτά. Η παραβίασή τους, η κακοποίηση μεταναστών, η κατάργηση διαδικασιών που προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο, δεν είναι ποτέ κάτι που μπορούμε να αντιμετωπίζουμε με αδιαφορία. Ακόμα και όταν συμφωνούμε με τη γενική πολιτική, όπως σε αυτή την περίπτωση, είναι υποχρέωσή μας να στιγματίζουμε τις παρεκτροπές. Άλλωστε έχουμε δει πόσο εύκολα ανάλογες παρεκτροπές γίνονται και σε βάρος ελλήνων πολιτών. Ακόμα, για να μην ξεχνιόμαστε, περιμένουμε τα αποτελέσματα για το DNA στην υπόθεση Ινδαρέ.   

Μια δεύτερη, εξίσου σημαντική ανάγνωση αφορά τη στάση μας, τη στάση της ελληνικής κοινωνίας, συνολικά απέναντι στο φαινόμενο της μετανάστευσης και στους μετανάστες. Η κρίση στον Έβρο, όπως και η κρίση στα νησιά, απελευθέρωσε ένα κύμα εχθροπάθειας η οποία ξεκινά από κυβερνητικά στελέχη, περνά στα μέσα ενημέρωσης και καταλήγει στα κοινωνικά δίκτυα. Τα παραδείγματα είναι άπειρα, γνωστός δημοσιογράφος έφτασε να γράψει για «δήθεν» μετανάστες! Από δήθεν πρόσφυγες, τώρα ούτε καν μετανάστες. Πώς να μη μιλά για εισβολή ο Άδωνης; Γιατί, ας μην έχουμε αμφιβολίες. Στο θέμα αυτό το ιδεολογικό στίγμα στη ΝΔ, το αφήγημα, αν θέλετε, που βγαίνει προς τα έξω, δεν το διανορφώνουν ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Χρυσοχοΐδης. Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι διπλό. Το άμεσο σχετίζεται με την προσπάθεια ορθολογικής διαχείρισης του μεταναστευτικού. Με το κλίμα εναντίον των μεταναστών κάθε σχεδόν προσπάθεια αποσυμφόρησης των νησιών οδηγεί σε τοπικές εξεγέρσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η έκρηξη στα νησιά προκλήθηκε από την απόφαση του κ. Μητσοτάκη να εγκαταλείψει την προσπάθεια αναλογικής κατανομής των μεταναστών σε όλη την Ελλάδα. Όπου προσπάθησε να τους πάει βρήκε τοίχο. Το μακροπρόθεσμο και πιο σημαντικό, όμως, είναι το κλείσιμο της ελληνικής κοινωνίας. Η επικράτηση της νοοτροπίας του φρουρίου που πρέπει να υπερασπιστούμε. Υπάρχουν άφθονες έρευνες που δείχνουν ότι οι ξενοφοβικές κοινωνίες έχουν χαμηλότερες οικονομικές επιδόσεις και χαμηλότερη ανάπτυξη. Κι αυτό χωρίς να συνυπολογίζεται η δημογραφική υποχώρηση. Είναι αυτή η προοπτική που θέλουμε για την χώρα μας;

Υπάρχει ωστόσο και μια τρίτη ανάγνωση, που μπορεί να αποδειχθεί η πιο επικίνδυνη από όλες και μάλιστα στους αμέσως προσεχείς μήνες. Το κλίμα του εθνικισμού και της αντιπαράθεσης που έχει αναπτυχθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Ένα κλίμα που πυροδοτήθηκε τις τελευταίες μέρες από τα γεγονότα και τα ρεπορτάζ στον Έβρο. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, φυσικά, ο επιτιθέμενος ήταν για μια ακόμα φορά ο Ερντογάν. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να απαντήσει διαφορετικά. Μόνο τυφλοί, ωστόσο, δεν βλέπουν ότι η λογική της όξυνσης λειτουργεί σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Υπάρχουν πολλοί στην κυβέρνηση που το κατανοούν και αναγνωρίζουν ότι είναι ανάγκη να ξεκινήσει μια διαδικασία προσέγγισης με την Τουρκία στα πλαίσια μιας ευρύτερης συνεργασίας και με την Ευρώπη. Με τα σημερινά δεδομένα, όμως, κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Θα γίνει ακόμα πιο δύσκολο, αν ή όταν ο Ερντογάν πραγματοποιήσει τις απειλές του για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Οι πιθανότητες για θερμό επεισόδιο αυτή τη φορά θα είναι πολύ μεγαλύτερες. Όχι μόνο επειδή στις ΗΠΑ δεν υπάρχει πια ο Χόλμπρουκ. Αλλά και γιατί η κοινή γνώμη και στις δύο χώρες δεν θα είναι δεκτική σε κανενός είδους συμβιβασμό. Όπως έδειξε πολύ ωραία στο βιβλίο του «Στο όνομα της αξιοπρέπειας» ο Νίκος Μαραντζίδης, όταν βγάλεις το θηρίο από το κλουβί δεν μπαίνει ξανά εύκολα μέσα. Φυσικά αυτό ακριβώς μπορεί να επιδιώκει και ο τούρκος πρόεδρος. Ο εθνικισμός δεν είναι καταφύγιο μόνο των απατεώνων αλλά και των δικτατόρων, ιδίως όταν κινδυνεύει το κεφάλι τους.

Η κυβέρνηση από αυτή την κρίση βγήκε ενισχυμένη τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Αν στο κυβερνητικό επιτελείο έχουν κουκούτσι μυαλό θα πρέπει τώρα να αξιοποιήσουν το πολιτικό κεφάλαιο που απέκτησαν για να οδηγήσουν σε εκτόνωση τα πράγματα. Το κύριο βάρος θα πρέπει να είναι διπλωματικό. Στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν με την Τουρκία, η Ελλάδα πρέπει να έχει φωνή και να είναι φωνή λογικής, όχι τιμωρίας. Σημαντικό ωστόσο είναι να φανεί ότι οι όποιες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου έγιναν ήταν αποτέλεσμα της έντασης, όχι επιλογή. Το να καταγγέλλει τους New York Times παίζει ωραία στο εσωτερικό, θυμίζει όμως περισσότερο Τραμπ και Ερντογάν παρά φιλελεύθερη Δημοκρατία. Φανατίζει, αλλά είναι ένας φανατισμός που θα τον βρούμε μπροστά μας. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ