Πολιτικη & Οικονομια

Ημέρα της Γυναίκας: Γκόλντα Μέιρ

Την ημέρα που τιμάμε τις γυναίκες, θυμόμαστε τη ζωή της γυναίκας που έγινε σύμβολο του Ισραήλ

10269064_755275577850293_363759912146987947_o-3_copy.jpg
Αριέλ Λεκαδίτης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γκόλντα Μέιρ
© Harry Dempster/Express/Getty Images

Η Γκόλντα Μέιρ, γυναίκα-σύμβολο του Ισραήλ, ήταν ανάμεσα σε αυτούς που ίδρυσαν το κράτος του Ισραήλ, πρωθυπουργός της χώρας στα 70 της χρόνια.

Σήμερα, παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, τιμούμε την κάθε γυναίκα ανά την υφήλιο. Η ημέρα αυτή μας θυμίζει πως οι γυναίκες πέρασαν τις τελευταίες δεκαετίες από την περιθωριοποίηση στην ισότητα, ώστε σήμερα να βρίσκουν στην κοινωνία ευκαιρίες ισότιμα με τους άντρες. Με αφορμή τη σημερινή μέρα, θα εστιάσω την προσοχή μου στη γυναίκα πρότυπο κατ’ εμέ, την Γκόλντα Μέιρ. Γυναίκα-σύμβολο του Ισραήλ, ήταν ανάμεσα σε αυτούς που ίδρυσαν το κράτος του Ισραήλ και υπήρξε πρωθυπουργός από τον Μάρτιο του 1969 έως τον Ιούνιο του 1974 – η τρίτη γυναίκα στον κόσμο που αναλάμβανε ένα τέτοιο αξίωμα. Πέθανε στις 8 Αυγούστου του 1978. 

Γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1898, στο Κίεβο της Ουκρανίας. Ο πατέρας της, Moshe Mabovitch, ένας ξυλουργός, και η μητέρα της, Blume Naidtich, ονόμασαν τη μικρή Γκόλντα εις μνήμη της προγιαγιάς της, μιας δυναμικής γυναίκας που έζησε μέχρι τα ενενήντα τέσσερα και έριχνε πάντα αλάτι αντί για ζάχαρη στο τσάι της, για να της θυμίζει την πικρία της εβραϊκής διασποράς. Η Γκόλντα Μείρ είχε  ιδιαίτερή σχέση με τον παππού του πατέρα της, ο οποίος είχε απαχθεί στην ηλικία των δεκατριών από τον στρατό του Τσάρου, αλλά αντιστάθηκε στον εκχριστιανισμό του και αρνήθηκε να φάει μη κασσέρ φαγητό. Οι Maboviches κρατούσαν το κασσέρ, παρακολούθησαν τις εβραϊκές γιορτές και τηρούσαν την Αγία ημέρα του Σαββάτου με την οικογένειά τους – αργότερα χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Η Γκόλντα θυμόταν όλους όσους κάθονταν γύρω από το τραπέζι να τραγουδούν εβραϊκά τραγούδια, όμως περιγράφει ότι μεγάλωνε σε «ένα όχι ιδιαίτερα θρησκευτικό περιβάλλον». Ένιωσε έντονα την πρώιμη παιδική της ηλικία ως μια εποχή έντονης φτώχειας και τρομακτικών πογκρόμς και απέδωσε τη διαχρονική της δέσμευση για εβραϊκή ασφάλεια στις αναμνήσεις της για την αντισημιτική βία και την εμπειρία της όταν κρυβόντουσαν από τους Κοζάκους. Θυμήθηκε επίσης την αδελφή της Sheyna, εννέα ετών, όπου διακινδυνεύοντας τη ζωή της συμμετείχε στις εργασίες των Εργατικών Σιωνιστών. Το 1903, ο Μωυσής, ο πατέρας της, έφυγε για την Αμερική. Τρία χρόνια αργότερα, εγκαταστάθηκε και η οικογένειά του σε ένα διαμέρισμα δύο δωματίων στη φτωχή  εβραϊκή γειτονιά του Μιλγουόκι. Η Γκόλντα ήταν οκτώ χρονών.

Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο αλλά έπρεπε να δώσει μάχη με τους γονείς της για να πάει στο γυμνάσιο. Η Γκόλντα Μέιρ ήθελε να γίνει δασκάλα. Οι γονείς της ήθελαν να βρει έναν σύζυγο. Ο πατέρας της έλεγε «Δεν πληρώνω για να γίνεις  πιο έξυπνη», όπως και «Οι άνδρες δεν συμπαθούν τα έξυπνα κορίτσια». Η Γκόλντα τον αψήφησε, γράφτηκε στο γυμνάσιο του North Division του Milwaukee και δούλευε μετά το σχολείο για να πληρώσει τα έξοδά της.

Αγανακτισμένη πήγε να ζήσει μαζί με την αδελφή της και τον γαμπρό της στο Ντένβερ, όπου συνέχισε το σχολείο και τα βράδια τα περνούσε ακούγοντας τους ριζοσπαστικούς φίλους της αδερφής της – αναρχικούς, Σοσιαλιστές Σιωνιστές και τους Εργατικούς Σιωνιστές, των οποίων οι συζητήσεις συνέβαλαν στη βελτίωση της πολιτικής φιλοσοφίας της Γκόλντα. Κατά τη διάρκεια της ζωή της ερωτεύτηκε τον Morris Myerson, έναν ήσυχο ζωγράφο που αγαπούσε την ποίηση και τη μουσική, και την ώθησε σε διαλέξεις σχετικά με τη λογοτεχνία και την ιστορία, αλλά δεν συμμεριζόταν πλήρως το σιωνιστικό πάθος της Γκόλντα.

Οι γονείς της της έστειλαν ένα γράμμα που της ζητούσαν συγγνώμη και η Γκόλντα επέστρεψε στο πατρικό της μετά από ένα χρόνο, και το 1916 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και γράφτηκε  για ένα τριετές πρόγραμμα στο Milwaukee Normal School, σε ένα εκπαιδευτικό κολέγιο δασκάλων. Τρεις φορές την εβδομάδα δίδασκε τα παιδιά ανάγνωση, γραφή και ιστορία, στο Εβραϊκό Κέντρο του Μιλγουόκι, αλλά η πραγματική της διδασκαλία έλαβε χώρα στις γωνίες του δρόμου –παρά την αγωνία του πατέρα της– όπου δίδασκε για τον Εργατικό Σιωνισμό.

Τον Νοέμβριο του 1917, η Βρετανία εξέδωσε τη Διακήρυξη του Balfour υποστηρίζοντας «την ίδρυση στην Παλαιστίνη ενός Εθνικού Οίκου για τον Εβραϊκό λαό». 

Τον Νοέμβριο του 1917, η Βρετανία εξέδωσε τη Διακήρυξη του Balfour υποστηρίζοντας «την ίδρυση στην Παλαιστίνη ενός Εθνικού Οίκου για τον Εβραϊκό λαό». Ένα μήνα αργότερα, την παραμονή των Χριστουγέννων, η Golda Mabovitch παντρεύτηκε τον Morris Myerson με την προϋπόθεση ότι θα μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη και θα ζήσουν σε ένα κιμπούτς. (Μια δεκαετία πριν από αυτήν, το πρώτο κιμπούτς δημιουργήθηκε από μια γυναίκα, τη Mania Shochat.) Επέλεξαν το Merhavyah στο Εμέκ, μια περιοχή  ελονοσιακών βάλτων, και όπως έλεγε η ίδια «δεν υπάρχουν οπωρώνες, δεν υπάρχουν λιβάδια, τίποτα». Αλλά όταν έφθασαν το 1921, η επιτροπή του κιμπούτς τούς απέρριψε, λέγοντας ότι το κιμπούτς δεν ήταν έτοιμο για παντρεμένα ζευγάρια. Δεν έχασαν το κουράγιο τους, υπέβαλαν αίτηση ξανά και τους έδωσαν δοκιμαστική άδεια παραμονής κατά τη διάρκεια της οποίας η Γκόλντα φύτευε, ο σύζυγός της δούλευε στα χωράφια και τα μέλη του κιμπούτς  έμειναν ενθουσιασμένοι με τα κλασικά αρχεία του Morris, με αποτέλεσμα να γίνουν τελικά αποδεκτοί.

Ενώ η Γκόλντα άρχισε να βρίσκει τον δρόμο της, ο Μορίς, που είχε πάθει ελονοσία, αισθάνθηκε άχρηστος και απογοητευμένος. Αρνιόταν κατηγορηματικά να αποκτήσει παιδιά, εκτός αν συμφωνούσε να τα παραδώσει σε ένα συμβατικό οικογενειακό περιβάλλον. Μετά από δυόμισι χρόνια («τα πιο ευτυχισμένα της ζωής μου»), έφυγαν από το Merhavyah για την Ιερουσαλήμ, όπου η Γκόλντα γέννησε ένα αγοράκι, τον Μεναχέμ, το 1924, και μια κόρη, τη Σάρα, το 1926 – η Γκόλντα προσπάθησε να γίνει μια παραδοσιακή σύζυγος και μητέρα, μέσα σε μια ζωή γεμάτη  φτώχεια. Ο Μορίς εργάστηκε ως λογιστής για το Histadrut Building Office. Σε αντάλλαγμα για τις αμοιβές του νηπιαγωγείου του Menachem, έκανε τα ρούχα του σχολείου με το χέρι, αλλά η λαχτάρα της Γκόλντα για το Σιωνιστικό σκοπό δεν μπορούσε να ξεχαστεί. Τώρα ήταν η σειρά της να απελπιστεί και να αισθάνεται άχρηστη και η απογοήτευση είχε ριζώσει για τα καλά στην ψυχή της.

Μια μέρα, το 1928, επισκέφθηκε έναν παλιό φίλο, τον David Remez, ο οποίος της πρόσφερε τη δουλειά της γραμματέα στο Mo'ezet ha-Po'alot, Συμβούλιο Εργαζομένων Γυναικών του Histadrut. Γνωρίζοντας ότι ο Μορίς δεν θα το ενέκρινε  ποτέ, αποδέχθηκε τη δουλειά και μετακόμισε στο Τελ Αβίβ με τα παιδιά της και την αδελφή της. Ο Μορίς πήγαινε τα Σαββατοκύριακα, αλλά, ουσιαστικά, ο γάμος τους είχε τελείωσε. Ο χωρισμός επήλθε τελικά  δέκα χρόνια αργότερα –αν και ποτέ δεν είχαν πάρει διαζύγιο–, ενώ, μέχρι τον θάνατο του Μορίς το 1951, η Γκόλντα θα εξακολουθούσε να αισθάνεται ένοχη «επειδή δεν μπορούσε να είναι η γυναίκα που ήθελε και έπρεπε να είχε». Θα ανησυχούσε επίσης ότι δεν είχε κάνει αρκετά για τα παιδιά της. «Ήμουν πάντα βιαστική από το ένα μέρος στο άλλο – για να δουλέψω, στο σπίτι, σε μια συνάντηση, να πάρω τον Μεναχέμ σε ένα  μάθημα μουσικής, να πάω σε έναν γιατρό με τη Σάρα, να ψωνίσω, να μαγειρεύω, να δουλέψω και να επιστρέφω σπίτι. Και μέχρι σήμερα», έγραψε σε ηλικία εβδομήντα επτά, «δεν είμαι βέβαιη ότι δεν έβλαψα τα παιδιά ή τα παραμέλησα». Και την ίδια στιγμή: «Υπάρχει ένας τύπος γυναίκας που δεν μπορεί να αφήσει τον σύζυγό της και τα παιδιά να περιορίσουν τους ορίζοντές της».

Το 1934 έγινε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Histadrut και επικεφαλής του πολιτικού της τμήματος δύο χρόνια αργότερα. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατείχε σημαντικές θέσεις στο Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό και στην Εβραϊκό Πρακτορείο, την ανώτατη εβραϊκή αρχή στην Παλαιστίνη, η οποία λειτουργούσε ως κυβέρνηση του Γιουσούβ (εβραϊκός οικισμός). Όταν οι άντρες της ηγεσίας συνελήφθησαν για λαθρεμπόριο προσφύγων, υπηρέτησε ως επικεφαλής της υπηρεσίας και μέχρι το τέλος της θητείας της ήταν εκπρόσωπος στις σχέσεις με τους Βρετανούς.

Με την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ, το 1948, κατέστη σαφές ότι η ένοπλη αντιπαράθεση με τους Άραβες ήταν αναπόφευκτη. Ένα τεράστιο ποσό χρημάτων χρειάστηκε για τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων. Επειδή μιλούσε τέλεια αγγλικά, η Γκόλντα προσφέρθηκε να μεταβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ζητήσει 25 εκατομμύρια δολάρια από την αμερικανική εβραϊκή κοινότητα. Όπου άλλοι είχαν δοκιμάσει και απέτυχαν, η Γκόλντα Μέιρ πέτυχε να μεταδώσει τόσο την επιτακτική ανάγκη όσο και την αίσθηση κοινής αποστολής με τους Εβραίους της Αμερικής. Τελικά, όταν επέστρεψε στο Ισραήλ, είχε στη διάθεσή της όχι 25 εκατομμύρια δολάρια, αλλά πενήντα.

Τον Μάιο του 1948, με πέντε αραβικούς στρατούς συγκεντρωμένους στα σύνορα του Ισραήλ, η Γκόλντα μεταμφιέστηκε σε μουσουλμάνα και διέσχισε τον Ιορδάνη για μια μυστική συνάντηση με τον βασιλιά Αμπντουλά, προσπαθώντας να τον πείσει να αποφύγει τον πόλεμο. Ο Αμπντουλάχ, με τον οποίο είχε ήδη δύο κρυφές συναντήσεις, τη δέχτηκε με σεβασμό, αλλά παρέμεινε αδιάφορος ως προς το αίτημά της.

Για τη ζωή της Γκόλντα Μέιρ έχουν γραφτεί εκατοντάδες μελέτες, βιβλία, διατριβές. Ξέρω πως πιθανόν κάποιοι να θέλουν να μάθουν ακόμα περισσότερα για τη γυναίκα σύμβολο του Ισραήλ. Δεσμεύομαι πως την επόμενη φορά που θα αναφερθώ στην Γκόλντα Μέιρ θα έχει να κάνει τόσο με τον Πόλεμο των 6 ημερών, τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, τα επόμενα βήματά της στην πολιτική ζωή του Ισραήλ, καθώς και το πώς η Γκόλντα κέρδισε τον Μπεν Γκουριόν.

Βιβλιογραφία
G. Golda: Golda Meir - The Romantic Years (1988); A Woman Called 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ