Πολιτικη & Οικονομια

Ημέρες κορωνοϊού

Αναζητώντας τον ασθενή μηδέν στον δρόμο, στις ταινίες, στα βιβλία

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
 «Contagion» του Στίβεν Σόντερμπεργκ
Σκηνή από την ταινία «Contagion» του Στίβεν Σόντερμπεργκ

Βιβλία, ταινίες, σειρές στο Netflix την εποχή του κορωνοϊού: είναι μια αναμενόμενη αντίδραση, λένε οι ψυχολόγοι

Περπατώ αφηρημένος σε πεζοδρόμιο της γειτονιάς μου όταν ξαφνικά ακούω ένα χαμηλόφωνο «όπα, να τα μας». Το έχει πει ένας άντρας που βαδίζει κοντά μου. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση μια οικογένεια με κινεζικά χαρακτηριστικά. Συλλαμβάνω ντροπιασμένος τον εαυτό μου να κρατά την αναπνοή του. Ο συνοδοιπόρος μου στο πεζοδρόμιο είναι λιγότερο διακριτικός: Έχει κιόλας στρίψει απότομα δεξιά και διασχίζει με μεγάλες δρασκελιές τον δρόμο. Η μόνη που δεν φαίνεται να δίνει σημασία είναι μια κοπέλα που βαδίζει σκυφτή κοιτώντας το κινητό της. Ας πρόσεχε. Στο μεταξύ εγώ έχω ήδη διασταυρωθεί με την οικογένεια. Συνεχίζω υποκριτικά αδιάφορος και παίρνω ανάσα μόνο όταν έχω βρεθεί πέντε μέτρα μακριά από εκείνους και τα σταγονίδια κορωνοϊού που (μάλλον αποκλείεται να) έχουν αφήσει στην ατμόσφαιρα. Καλωσήρθατε στην ανθρωπότητα. Προσδεθείτε και μην καπνίζετε.

Στο μεταξύ, ο Ιταλός ασθενής μηδέν, ο άνθρωπος δηλαδή που πρωτοέφερε τον ιό στη γειτονιά μας, δεν έχει βρεθεί ακόμη. Αντίθετα, η Γκουίνεθ Πάλτροου, η κινηματογραφική ασθενής μηδέν στην ταινία «Contagion» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, ανέβασε μια πλακατζίδικη φωτογραφία στο Instagram, φορώντας μάσκα. «Τα έχω ξαναζήσει αυτά» έγραψε. «Να αποφεύγετε τις χειραψίες και να πλένετε συχνά τα χέρια σας». Η ταινία, παραγωγής του 2011, βρίσκεται το τελευταίο διάστημα στην κορυφή των αναζητήσεων παγκοσμίως. Ακόμα και στο Χονγκ Κονγκ, όπου σύμφωνα με το σενάριο ξεκινά ο φονικός ιός (και όπου το 2002-2003 είχαν σημειωθεί 299 πραγματικοί θάνατοι εξαιτίας του SARS). Ανάλογη ζήτηση έχει η σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix «Pandemic», μα και το βιντεοπαιχνίδι για κινητά «Plague Inc» στο οποίο οι παίκτες προσπαθούν να ελέγξουν μια υποτιθέμενη πανδημία.

Είναι μια αναμενόμενη αντίδραση, λένε οι ψυχολόγοι. Η ενασχόληση –με αυτόν τον τρόπο– με τραυματικά γεγονότα, μας βοηθά να αποβάλουμε το στρες. Κάπως έτσι λειτουργούν και τα κρύα αστεία που κατακλύζουν τα social media ή οι αποκριάτικες στολές γιατρού του μεσαίωνα που φοριούνται πολύ φέτος. Οι βιβλιόφιλοι, πάλι, αναζητούν παρηγοριά στη βιβλιοθήκη τους. Στη δική μου εντόπισα αρχικά τέσσερα σχετικά βιβλία: Το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου στη μετάφραση του Κοσμά Πολίτη (εκδ. Γράμματα), την «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ (εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου), το «Τέλος του κόσμου» της Μάργκαρετ Άτγουντ (εκδ. Ψυχογιός, μετάφραση Έφη Τσιρώνη) και το «Νέμεσις» του Φίλιπ Ροθ (εκδ. Πόλις, μετάφραση Κατερίνα Σχοινά).

Μετά θυμήθηκα και την «Ξένη του 1854», ένα κείμενο του Εμμανουήλ Λυκούδη (1849-1925) που είχε ενταχθεί στη σειρά Μικρά Κλασικά του Πατάκη πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια. Το ιστορικό πλαίσιο είναι, λίγο πολύ, γνωστό. Το καλοκαίρι του 1854 και ενώ ο πόλεμος στην Κριμαία βρίσκεται σε εξέλιξη, οι Αγγλογάλλοι καταλαμβάνουν την Αθήνα. Την ίδια εποχή ξεσπά στον Πειραιά επιδημία χολέρας. Σύντομα φτάνει στη Σύρο και την Αίγινα, καθώς εκεί κατέφευγαν οι Πειραιώτες για να προστατευτούν. Λέγεται, μάλιστα, πως στην Αίγινα οι ντόπιοι πετροβολούσαν τους «πρόσφυγες» για να τους διώξουν. Στην Αθήνα, η χολέρα φτάνει τον Σεπτέμβριο και μέχρι το τέλος του έτους σκοτώνει κάπου 3.000 ανθρώπους –το 10% του πληθυσμού.

Ο Λυκούδης φαντάζεται την επιδημία (ή την ασθενή μηδέν, όπως θα λέγαμε σήμερα) να ταξιδεύει λαθρεπιβάτισσα σε ένα από τα πλοία που έφερναν τον στρατό κατοχής στον Πειραιά: «Και ανάσαιναν οι ανατολικές στεριές του Μωριά. Και έστελναν σα γλυκοφίλημα τον ανασασμό τους, το γλυκό ελληνικό μαϊστραλάκι». Όμως εκείνη, η «στριγγλιάρα γύφτισσα» και «μαύρη Ξένη» όπως την αποκαλεί, δεν καταλαβαίνει από τέτοια. «Ελούφαζε σαν την τίγρη πριν ορμήσει, εσέρνουνταν κρυφοδάγκατη οχιά». Και μετά «άρχισε να τρυγά».

O συγγραφέας αναφέρει και διάφορα φαινόμενα διαφθοράς: «Ανοίγει το υπουργείο πίστωση διακοσίων δραχμών σε κάθε φαρμακείο για τα γιατρικά της φτώχειας. Επειδή απηγορεύθη εις τους ιατρούς να στέλλουν τας συνταγάς τους μόνον εις τα ιδικά τους φαρμακεία, μερικοί τις άφηναν ανυπόγραφες και οι δυστυχισμένοι που είχαν τους αρρώστους εγύριζαν με τη συνταγή στο χέρι όσο που βρεθεί ο συνεννοημένος φαρμακοποιός όπου εγνώριζε του ιατρού το γράψιμο ή το ιδιαίτερο σημάδι». Έγιναν και λιτανείες. Όμως: «Πράγμα απίστευτο. Σε μερικούς δρόμους, οι ψαλμωδίες και οι θρήνοι έσμιγαν με τα τραγούδια που έβγαιναν από τα οινοπωλεία. (…). Έλεγαν κάποιοι πως χρειάζεται θάρρος, πως η Θεοκατάρατη φοβάται τις ανοιχτές καρδιές και δεν ζυγώνει».

Ατυχώς, εκείνα τα χρόνια οι περισσότεροι  γιατροί πίστευαν ακόμη ότι οι ασθένειες μεταφέρονται από τα μιάσματα – από τον μολυσμένο αέρα δηλαδή. Έτσι, η βασική άμυνα των Αθηναίων ήταν να φεύγουν από την πόλη, όταν φυσούσε νοτιάς. Η χρησιμότητα του σαπουνιού αποδείχτηκε λίγα χρόνια μετά και έκτοτε οι επιδημίες είναι γενικά πιο ήπιες. Εμείς λοιπόν σήμερα ξέρουμε τι να κάνουμε: Να ακολουθούμε τις οδηγίες και να πλένουμε τα χέρια μας. Και όλα θα πάνε καλά. Το λέει άλλωστε και η Γκουίνεθ Πάλτροου, η οποία τα έχει ξαναζήσει αυτά.                

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ