Πολιτικη & Οικονομια

Ανάθεμα τα γράμματα

Κι εκείνον που τα βρήκε - Ο Ελύτης και η γλώσσα (4)

27006-59247.jpg
Δημήτρης Ψυχογιός
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
61329-122644.JPG

Το 4ο μέρος ενός δοκιμίου που θα ασχοληθεί με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο. Συνέχεια από το «Ο Ελύτης και η γλώσσα (3)»


Το μέρος της ομιλίας του Οδυσσέα Ελύτη που είναι αφιερωμένο στις, κατ’ αυτόν, ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας κλείνει με αναφορά στις «δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος». Αλλά το έργο του δεν ανταμείβεται, «[δεν]έχει το αντίκρυσμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας».

Αποτελεί δυσάρεστη έκπληξη για μένα αυτή η φράση: μπορεί την εποχή της Σαπφώς και του Πινδάρου οι Έλληνες να αποκαλούσαν «βάρβαρους» όλους τους μη Έλληνες, αλλά η λέξη δεν είχε ακόμη την υποτιμητική σημασία του απολίτιστου, του άξεστου που τον χαρακτηρίζει κτηνώδης δύναμη, σημασία που απέκτησε μετά τους μηδικούς πολέμους. Σήμαινε ξενόγλωσσος, αυτός που λέει ακατάληπτα μπαρ-μπαρ. Η πολιτισμένη τότε ανθρωπότητα δεν ήταν η Ελλάδα – ήταν η Μεσοποταμία, η Αίγυπτος, οι ακτές της Συρίας. Από τη Φοινίκη πήραν οι Έλληνες το αλφάβητό τους, «ανατολίζουσα» ονομάζουν οι ιστορικοί την ελληνική τέχνη του 7ου αιώνα, στην Αίγυπτο πήγαιναν μισθοφόροι οι φτωχοί για να πλουτίσουν αλλά και αρκετοί από τους μεγαλύτερους έλληνες λόγιους για να αντλήσουν γνώσεις και να μυηθούν στα μυστήρια της (Σόλων, Πυθαγόρας, Θαλής, ακόμα και ο Πλάτων). Το να πηγαίνεις στη Φοινίκη, στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία εκείνους τους αιώνες ήταν σαν να πηγαίνεις στην Αθήνα ή την Αλεξάνδρεια κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς.

Ο ελληνικός πολιτισμός ήταν κατά την αρχαϊκή εποχή περιθωριακός και έγινε κεντρικός μόνο όταν μετακόμισε στα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολικής Μεσογείου. Η πολιτισμένη τότε ανθρωπότητα αγνοούσε την ύπαρξη των δύο ποιητών – εκτός και αν ο αδελφός της Σαπφώς, ο Χάραξος, που εμπορευόταν με την Αίγυπτο, ήταν μεγαλόκαρδος και μετέφρασε τα θυμωμένα (εναντίον του) ποιήματά της. Προκαλεί εντύπωση αυτός ο ανιστόρητος ελληνοκεντρισμός από άνθρωπο με την καλλιέργεια του Οδυσσέα Ελύτη – αλλά ίσως εξηγείται, αν θυμηθούμε το χωρίο που παρατέθηκε στην αρχή-αρχή από «Το χρονικό μιας δεκαετίας»: «Μέσα σ’ αυτούς τους γύρω μου λαρυγγισμούς, ο μόνος, το ξαναλέω, που είχε αυτό το προνόμιο» – το προνόμιο να λέει «θάλασσα» τη θάλασσα και «ουρανό» τον ουρανό. Μου φαίνεται σαν να γράφει «λαρυγγισμούς» γιατί του ταιριάζει καλύτερα στη φράση από τη λέξη «βαρβαρισμούς» – βάρβαροι ήσαν στο Παρίσι εκείνη την εποχή. Γιατί να μην είναι και οι Αιγύπτιοι την εποχή της μακρινής εξαδέλφης Σαπφώς;

Για να τελειώνουμε με τα εύκολα, δηλαδή με τα πραγματολογικά στοιχεία, η τελευταία φράση στο παράθεμα από την ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη που με απασχολεί είναι «στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει».

Μου φαίνεται ότι αυτό το μεγάλο βάρος παράδοσης το σηκώνουν επίσης όλες οι γλώσσες του κόσμου που διαθέτουν γραφή, για εικοσιπέντε αιώνες ή για περισσότερους ή για λιγότερους. Και μάλλον κάποιο lapsus calami υπάρχει στη φράση του, μάλλον θα ήθελε να πει δεν υπήρξε ούτε ένας χρόνος – θα μπορούσε ακόμα και ούτε μία ημέρα να γράψει και δίκιο θα είχε, νομίζω. Δεν έχω να παραθέσω κάποια στοιχεία αλλά είμαι πεπεισμένος ότι καθημερινά συνθέτουν ποίηση εκατομμύρια άνθρωποι σε όλες τις γλώσσες τις γλώσσες του κόσμου. Και αυτό συνέβαινε πριν ακόμη επινοηθεί η γραφή. Γνωρίζουμε άλλωστε πως η ποίηση (έμμετρος λόγος, κατάλληλος για απαγγελία ή τραγούδισμα, εύκολος για τούτο να απομνημονευθεί) προηγήθηκε του πεζού λόγου.

Ανακεφαλαιώνω: α) η ελληνική γλώσσα δεν έχει λίγους ομιλητές, β) χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή μιλιούνται όλες οι γλώσσες του κόσμου, γ) οι διαφορές νέας-αρχαίας ελληνικής είναι μεγάλες, δ) αυτό οφείλεται και στην αλληλεπίδραση-σύγκλιση των βαλκανικών γλωσσών ε) δεν χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις με τη Σαπφώ και τον Πίνδαρο, στ) η πολιτισμένη ανθρωπότητα στη εποχή τους δεν περιοριζόταν στην Ελλάδα, ζ) σε όλες τις γλώσσες και τις γραφές του κόσμου γράφονταν και γράφονται συνεχώς ποιήματα – ούτε μία φράση σωστή δεν υπάρχει σε αυτές που ελέγχθηκαν ως τώρα και υπόκεινται σε έλεγχο αληθείας με βάση ιστορικά και επιστημονικά στοιχεία. Διότι οι στίχοι του, βεβαίως, δεν υπόκεινται σε έλεγχο αληθείας: το Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή / Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ είναι πέραν του αληθούς και του ψευδούς: διεγείρουν μέσα μας αλληλουχίες νοημάτων, μυστικών ή φανερών.

Τι κάνεις όμως με τη φράση αυτή, την τελευταία από την ομιλία του, που δεν έχει ακόμη ελεγχθεί για τη εγκυρότητά της:

Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις.

Δηλαδή; Αν η γλώσσα ήταν μόνο μέσο επικοινωνίας, δεν θα υπήρχε ποιο πρόβλημα ή δεν θα είχε πρόβλημα ποιος; Από τα συμφραζόμενα, υποθέτω, εννοεί δεν θα είχαν πρόβλημα οι ποιητές και η ποίηση, ιδιαίτερα οι έλληνες ποιητές και η ελληνική ποίηση που έχουν και το μεγάλο βάρος της παράδοσης – που δεν το έχουν όμως, όπως είδαμε, μόνον αυτοί. Μου κάνει εντύπωση που ο Ελύτης θεωρεί πως η γλωσσική επικοινωνιακή διαδικασία είναι κάτι το τόσο απλό που δεν δημιουργεί πρόβλημα η κατανόησή της – αλλά ίσως δεν εννοεί αυτό: εννοεί ότι το πρόβλημα της επικοινωνίας μέσω της γλώσσας είναι μηδαμινό μπρος στα προβλήματα που θέτει το γεγονός ότι η γλώσσα αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών, διότι προσκτάται ήθος η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων.

Είναι εύκολο να απαντήσουμε ότι η γλώσσα και ως εργαλείο μαγείας πάλι μέσο επικοινωνίας είναι, του μάγου με τους μαγεμένους του, και πως δεν είναι η ίδια φορέας ηθικών αξιών ούτε διαθέτει ήθος: με τη γλώσσα μπορούν να εκφραστούν ηθικές αξίες, ήθος έχουν τα έργα της γλώσσας, οι λόγοι και τα κείμενα, όχι η ίδια. Άλλωστε, όπως είδαμε, μέσα από τα κείμενα αποκτούν οι γλώσσες ηλικία και ιστορία, χωρίς τα κείμενα το γλωσσικό φαινόμενο θα ήταν διαρκής συγχρονία, συνεχές παρόν. Και είδαμε πως η περηφάνια για την «εθνική γλώσσα» σε πολιτισμούς που έχουν γραφή είναι περηφάνια για τα κείμενα, όχι για το όργανο.

Αλλά δεν έχει νόημα να δοθεί τέτοια απάντηση στον ποιητή, δεν τον ενδιαφέρει, είναι θύραθεν σοφία, έξω από το δικό του σύστημα αξιών. Οι κινητήριες ιδέες που το έκαναν να γράψει τα αριστουργήματά του δεν στηρίζονταν στις επιστήμες ή στην ιστορία των βιβλίων – αυτά είναι που (καλώς ή κακώς) σιχάθηκε στο Παρίσι και τα ανακήρυξε δυτικά κατασκευάσματα άνευ σημασίας. Η προσέγγισή του είναι αισθαντική, νιώθει το αιγαιακό τοπίο, τα νησιά, τη θάλασσα, τον ουρανό· θέλει δικές του όλες τις πόες της ουτοπίας· έχει αναμετρηθεί με το θάνατο και έχει ζήσει την αγριότητα του πολέμου στην Αλβανία· τα έχει μέσα του αυτά και πρέπει να τα εκφράσει. Αλλά ο καθείς και τα όπλα του: ούτε επιστήμονας είναι ούτε μουσικός ούτε χορευτής – γραφιάς είναι, πρέπει να βρει λύση για το «το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων μες απ’ το βάφτισμά τους στο αναγάλλιασμα εκείνο της ψυχής που είναι ο φθόγγος» (Ανοιχτά Χαρτιά, 1974, Εκδόσεις Αστερίας, σελ. 347). Βέβαια οι περισσότεροι πιστεύουμε πως τα πράγματα γεννούν τους φθόγγους και τις κάνουν λέξεις και ονόματα στην ψυχή των ανθρώπων, ορισμένοι πιστεύουν πως το αντίθετο το έκανε μόνο ο Θεός («γεννηθήτω φως») – και λίγοι οι μάγοι ισχυρίζονται πως κάνουν πράγματα με τις λέξεις. Αλλά αυτά είναι άλλη ιστορία.

Η λύση για τον Ελύτη είναι η φυλογένεση να γίνει οντογένεση, ο ποιητής να κάνει δικό του το «ήθος» που έχει αποκτήσει η ελληνική γλώσσα στο μάκρος των αιώνων, στο πλάτος των γιαλών, στο ύψος του ουρανού και των βουνών, στο βάθος της θάλασσας και των κοριτσιών – παλεύοντας ερωτικά με τις λέξεις, όχι διαβάζοντας γλωσσολογία. Τα άλλα, αν η νέα ελληνική γλώσσα έχει βαλκανικές επιρροές, αν η ιστορία της είναι κοινότυπη, αν έχει μεγάλη απόσταση από τη γλώσσα των κλασικών κειμένων και των λυρικών ποιητών, αυτά θα τον ενδιέφεραν μόνο αν κάποια στιγμή συναντούσε εμπόδια στην ποιητική του πρακτική και έψαχνε να βρει πού κολλάει το πράγμα.

Φαίνεται πως αυτό δεν του συνέβη ποτέ – αλλά μπορεί και να του συνέβη, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν πια στα 80 του δημοσίευσε τα «Ελεγεία της Οξώπετρας»: «Δεν υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους», διαπιστώνει μελαγχολικά στο «Ρήμα το Σκοτεινόν». Ακόμη και η αγαπημένη του λέξη, η παραδειγματική, τον έχει προδώσει: «Ώστε λοιπόν αυτό που λέγαμε “ουρανός” δεν είναι» – καμιά φορά ασύμβατοι πεζοί και ποιητικοί δρόμοι τέμνονται. Αλλά μπορεί να συμβαίνουν και σε άλλον κόσμο αυτά, μπορεί να αφορούν άλλον και όχι τον ποιητή, η πολυσημία είναι ένας από τους μαγικούς τρόπους που μας δένουν στην ποίηση του Ελύτη.

Δεν είναι στις προθέσεις μου ούτε στις δυνατότητές μου να ανιχνεύσω πώς συμπλέκονται στην τέχνη του Ελύτη το «ήθος της γλώσσας», η «μεταφυσική του ήλιου», η θεωρία του για την «ποιητική αρχιτεκτονική» – αλλά είναι φανερό πως το μη υποκείμενο σε έλεγχο εγκυρότητας χωρίο που αναφέρεται στη «μαγεία» και το «ήθος» δεν είναι θεωρία για τη γλώσσα αλλά θεωρία για την ποίηση. Εκτός και αν το «εργαλείο μαγείας» το εννοεί κυριολεκτικά, δεν αναφέρεται δηλαδή στην κειμενική μαγεία που δένει τον αναγνώστη με το συγγραφέα και εννοεί ότι οι λέξεις πρέπει να κάνουν πράγματα στον κόσμο, και τα πράγματα να υπακούουν στα ονόματά τους. Αλλά τότε δεν πρόκειται για θεωρία: η μαγεία είναι πράξη, μυστηριώδης και μυστική, μαθαίνεται μόνο με μύηση, απαιτεί τελετουργίες για να διδαχθεί.

Για τα πραγματολογικά στοιχεία, τα είπαμε: δεν ισχύει τίποτα από αυτά που αναφέρει ο Ελύτης. Θα μπορούσε όμως η ποιητική θεωρία του να είναι μάθημα επιλογής στα σχολεία – ή και υποχρεωτικό: θα ήταν πολύ πιο συναρπαστικό διανοητικά να αναλυθεί με βάση την ποιητική θεωρία του το Άξιον Εστί από το να αναλύεται τι συμβολίζουν τα άμφια των ιερέων και τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής των ναών. Ακόμα και από τη συντακτική και γραμματική ανάλυση αρχαίου κειμένου θα ήταν συναρπαστικότερο. Στο σχολείο πάνε τα τα παιδιά για «να μάθουν γράμματα», ανάγνωση, γραφή, αριθμητική – να εξοικειωθούν δηλαδή με πολύπλοκα σημειωτικά συστήματα. Και να αποκτήσουν γνώσεις χρησιμοποιώντας αυτά τα συστήματα. Ας τα αξιολογήσουμε λοιπόν να δούμε τι γράμματα αξίζει να μάθουν τα παιδιά και να μην ισχυριζόμαστε, όπως κάνουν ορισμένοι, ότι η διδασκαλία της αρχαίας γραμματικής είναι ισοδύναμη με τη διδασκαλία των μαθηματικών.Ένα μαθηματικό σύστημα υπάρχει στον κόσμο, γραμματικά υπάρχουν πολλά – γιατί αυτή τη γραμματική και όχι της νέας ελληνικής ή της ουρντού; Και τη πιο χρηστική από τις γραμματικές, της μητρικής τους γλώσσας, τα παιδιά την κατέχουν, τη χρησιμοποιούν, πριν ακόμη πάνε σχολείο. Θα επανέλθουμε σε όλα αυτά σε επόμενα μέρη αυτής της μελέτης.

Γιατί λοιπόν τα αρχαία; Ως απάντηση, ανασύρεται από το καπέλο η ομιλία του Ελύτη. Μπορεί ίσως να διδαχθεί στα σχολεία η ποιητική του θεωρία, όμως δεν μπορεί να αποτελεί θεωρία για το τι πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία. Όσοι καταφεύγουν στον Ελύτη (και είναι πολλοί αριστερά και δεξιά) απλώς εκμεταλλεύονται την ποιητική αξία του για δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς – παραδίδοντάς τον στην Άκρα Δεξιά. Λίγο να ψάξει κανείς στο ιντερνέτ, διαπιστώνει πως το παράθεμα από τη Στοκχόλμη το επικαλούνται για να στηρίξουν τις ακρότητές τους χιλιάδες σάιτ της εξτρεμιστικής Δεξιάς. Δεν του αξίζει τέτοια τύχη του ποιητή, του χρωστάμε πολλά.


Κεφάλαια

Ο Ελύτης και η γλώσσα (1)

Ο Ελύτης και η γλώσσα (2) 

Ο Ελύτης και η γλώσσα (3) 

Ο Ελύτης και η γλώσσα (4) 


Εικονογράφηση: Απόστολος Γεωργίου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ