Πολιτικη & Οικονομια

Ανάθεμα τα γράμματα

Κι εκείνον που τα βρήκε - Ο Ελύτης και η γλώσσα (3)

27006-59247.jpg
Δημήτρης Ψυχογιός
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
61327-122641.JPG

Το 3ο μέρος ενός δοκιμίου που θα ασχοληθεί με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο. Συνέχεια από το «Ο Ελύτης και η γλώσσα (2)»


Κατά κανένα τρόπο η συνέχεια των «χρονικών ποικιλιών» της ελληνικής δενεγγυάται και την εγγύτητά τους, ότι «διαφέρουν ελάχιστα», δηλαδή: υπάρχειτο φαινόμενο που οι γλωσσολόγοι αποκαλούν «συνεχές των διαλέκτων». Πρόκειται για διαλέκτους ευρύτερων περιοχών οι οποίες διαφέρουν ελαφρά η μία με την άλλη μεταξύ των γειτονικών τόπων της περιοχής. Αλλά,όταν κινείται κανείς από τη μια άκρη του συνεχούς στην άλλη,οι διαφορές συσσωρεύονται με αποτέλεσμα οι διάλεκτοι που βρίσκονται στα άκρα του να μην είναι αμοιβαία κατανοητές. Προφανώς το ίδιο συμβαίνει και με τις «χρονικές ποικιλίες» μας: το συνεχές μυκηναϊκή-ομηρική-κλασική-κοινή-μεσαιωνική-νέα δεν συνεπάγεται πως όλες αυτές οι ποικιλίες της ελληνικής είναι αμοιβαία κατανοητές – και εφόσον δεν μπορούμε να κάνουμε ταξίδια στο χρόνο το ζήτημα αφορά τις νεότερες ποικιλίες, τους ομιλητές κάθε επόμενου κρίκου στην αλυσίδα που έχουν τρόπο να επικοινωνήσουν με τους προηγούμενους: τα κείμενά τους. Και η διαχρονία των ποικιλιών της ελληνικής διαθέτει πολλά.

Ξέρουμε πως ήδη από την κλασική εποχή τα ομηρικά έπη δεν ήσαν επαρκώς κατανοητά, όπως δεν είναι σήμερα τα κλασικά κείμενα, ενώ με τα μεσαιωνικά δεν έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Και έχουμε κάνει την απλοποίηση να μιλάμε για «χρονική ποικιλία» κάθε περιόδου, παραγνωρίζοντας ότι σε κάθε μία από αυτές υπάρχουν διάλεκτοι: κείμενα της δωρικής των κλασικών χρόνων θα ήσαν πολύ δύσκολο να κατανοηθούν από ομιλητές της κοινής ελληνιστικής, που προέκυψε από την ιωνική-αττική διάλεκτο. Και φυσικά η διαίρεση σε διαλέκτους δεν εξαφανίστηκε ούτε την εποχή της κοινής· υπήρχαν προφανώς τοπικές ποικιλίες, όπως και στη συνέχεια και ως σήμερα.

Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις που ποσοτικοποιούν την απόσταση των γλωσσών ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά αλλά δεν υπάρχει γενική μέθοδος που θα μας επέτρεπε να πούμε ότι τα αρχαία ελληνικά (κάποια διάλεκτός τους, η βοιωτική ας πούμε) έχει «ελάχιστες διαφορές» με τη σημερινή κοινή ελληνική (ή με τη σημερινή βοιωτική διάλεκτο), ενώ η σημερινή κοινή (ή η λεσβιακή διάλεκτος) έχει «μεγάλες διαφορές» με την αρχαία λεσβιακή διάλεκτο. Υπάρχει ένα μόνο εμπειρικό κριτήριο: αν «εμφανιζόταν» η Σαπφώ στην Ερεσό ή ο Πίνδαρος στις Θήβες, πόσο εύκολα θα μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους σημερινούς κατοίκους; Η απάντηση είναι προφανής, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι μόνον ορισμένοι φιλόλογοι που βρίσκονται στις περιοχές αυτές θα μπορούσαν να κατανοήσουν τα κείμενα χρησιμοποιώντας μάλιστα λεξικά και γραμματικές, αν δεν είναι ειδικοί στην αιολική ή τη βοιωτική διάλεκτο.

Αυτό φυσικά το ξέρουμε όλοι και το ήξερε και ο Ελύτης. Αλλά δεν τον ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι, τον νοιάζει η δική του προσωπική μυθολογία, η προσωπική του σχέση με τα αρχαία κείμενα, και για τούτο επικαλείται ότι χρησιμοποιούμε ίδιες λέξεις «για τα πιο αγαπημένα πράγματα» (πάντως δεν έχουμε όλοι τα ίδια αγαπημένα πράγματα) – και ξέρουμε από την ποίησή του ότι η «θάλασσα» και ο «ουρανός» ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.

Μόνο που εμένα μου μοιάζουν ατυχή παραδείγματα: η Σαπφώ γράφει περί το 600 π.Χ., ο Πίνδαρος κάπου 100 χρόνια αργότερα, ο Ρωμανός 1.100 χρόνια μετά τη Σαπφώ, γύρω στο 500 μ.Χ. Οι δύο πρώτοι, αν είχαν με την ελληνική γλώσσα την ίδια σχέση που έχει σήμερα το κράτος και πολλοί συμπολίτες μας, δεν θα χρησιμοποιούσαν καν τη λέξη «θάλασσα» γιατί δεν είναι ελληνική, δεν είναι καν ινδοευρωπαϊκή – θα έγραφαν «πέλαγος» ή «πόντος» ή κάτι άλλο, ό,τι τους ταίριαζε στο μέτρο. Γιατί είχαν διαφορετική αντίληψη για τη γλώσσα από τους σημερινούς ελληνίζοντες που έκαναν «Πελοπόννησο» τον «Μοριά». Η ονομασία «Μοριάς» (προκύπτει από το σλαβικό «μόρε», που σημαίνει θάλασσα) μαρτυρείται τουλάχιστον 800 χρόνια (Το Χρονικόν του Μορέως, 13ος αιώνας) και μπορούμε να εικάσουμε ότι ονομαζόταν έτσι τουλάχιστον 1.300 χρόνια, αφού οι Σλάβοι εμφανίζονται στην περιοχή τον 7ο αιώνα – περισσότερα από όσα χωρίζουν τη Σαπφώ και τον Πίνδαρο από τους πρώτους ελληνόφωνους (Έλληνες δεν ονομάζονταν ακόμα), τους Μινωίτες και Μυκηναίους. Όσο για τον Ρωμανό, θα την έλεγε με εβραϊκή προφορά τη λέξη «θάλασσα», γιατί ήταν εβραϊκής καταγωγής και μεγαλωμένος στη Συρία – ίσως η σημιτική του προφορά να έφταιγε που τον θεωρούσαν πολύ κακό ψάλτη και δεν τον άφηναν να ψέλνει ούτε τους ύμνους που έγραφε ο ίδιος, όπως μας λέει το φτωχό βιογραφικό που έχει φθάσει ως εμάς. Οι λέξεις και οι φθόγγοι που μιλούσε δεν προσαρμόστηκαν, όπως ήθελε ο Ελύτης – το γράψιμό του όμως έγινε ανώτερο από αυτό των ελληνόφωνων της εποχής του.

Αλλά κανείς από αυτούς τους τρεις δεν ήξερε τι γλώσσα μιλούσαν οι Μυκηναίοι ή οι Ινδοευρωπαίοι, δεν είχαν τη μανία της αρχαιολογίας οι Αρχαίοι, να ψάχνουν να βρίσκουν σπασμένες πέτρινες επιγραφές ή θρύμματα παπύρων. Πάντως η προσπάθεια να γυρίσει η γλώσσα σε παλιά ποικιλία δεν είναι τωρινό φαινόμενο: άρχισε την εποχή της ελληνιστικής κοινής, γιατί υπήρχαν τα περίφημα κείμενα της κλασικής εποχής και οι γραμματικοί πίστεψαν (και έπεισαν πολλούς) πως η γλώσσα εκείνη έπρεπε να μείνει ζωντανή για να συνεχίσει να παράγει τέτοια γραμματεία – αποδείχθηκε όμως στη διάρκεια των 2.000 χρόνων που πέρασαν από τότε πως η γραμματεία που παράγεται δεν εξαρτάται από τη γλώσσα αλλά από αυτούς που τη χειρίζονται.

Και ούτε θα έλεγε «ουρανός» η Σαπφώ, «απ᾽ ωράνω αίθερος», γράφει στον Ύμνο προς την Αφροδίτη, ώρανος ή και όρανος είναι ο ουρανός στα γραπτά της. Και στη βοιωτική, τη μητρική διάλεκτο του Πίνδαρου, ώρανος ήταν ο ουρανός. Βέβαια, ο Ελύτης αναθυμάται, στην έκδοση των ποιημάτων της που μετάφρασε, «Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στη Μυτιλήνη, βλέπω ακόμα τη Σαπφώ σαν μια μακρινή εξαδέλφη που παίζαμε μαζί στους ίδιους κήπους, γύρω απ’ τις ίδιες ροδιές, πάνω απ’ τις ίδιες στέρνες». Για μας τους υπόλοιπους όμως που δεν είχαμε αυτή την τύχη της μυστικής συγγένειας με την ποιήτρια, αν η Σαπφώ εμφανιζόταν μπροστά μας και μας έλεγε «ώρανος», μάλλον θα καταλαβαίναμε «έρανος». Θα έπρεπε να μας δείξει με το δάχτυλο το γαλάζιο του αιθέρος για να συνεννοηθούμε.

Δεν επεκτείνομαι στις πασίγνωστες διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην προφορά της αρχαίας και της νέας ελληνικής, με τον μουσικό (και όχι δυναμικό) τόνο, την πραγματική διαφορά κατά την εκφορά βραχέων, δίχρονων και μακρών φωνηέντων και τις διαφορές στην προφορά των συμφώνων, γιατί η σχέση μας με την αρχαία γλώσσα είναι κειμενική, όχι φωνητική. Θεωρητικά, οι νεοέλληνες αρχαιογνώστες μπορούσαν να ανταλλάσσουν σημειώματα για να επικοινωνήσουν με τους παλιούς, αν ανασταίνονταν, όπως κάνουν οι Κινέζοι με τα ιδεογράμματα – υπό τον όρο να χρησιμοποιήσουν (οι σύγχρονοι) τη μεγαλογράμματη αρχαία ελληνική γραφή, αλλιώς ο Πλάτωνας θα έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα να διαβάσει τα σημειώματά τους. Γιατί φρόντισαν οι Βυζαντινοί στο ενδιάμεσο να κάνουν την ελληνική γραφή όσο πιο δύσκολη γινόταν.

Ομολογώ πως δεν ξέρω κανένα ποίημα του Πίνδαρου και από αυτά της Σαπφώς ξέρω μόνο το «Κέλομαι σε Γογγύλα» – επειδή το μελοποίησε ο Χατζιδάκις. Αναγνωρίζω κάποιες λέξεις σε αυτό (πόθος, εγώ, ίμερος κτλ) όσες περίπου αναγνωρίζω και στην άρια «Casta Diva» (casta, diva, sacre κτλ) αλλά χωρίς μετάφραση δεν καταλαβαίνω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η γλωσσική απόστασή μου από τη Σαπφώ είναι περίπου ίδια με αυτή από τον λιμπρετίστα του Μπελίνι – και υποθέτω πως οι Επτανήσιοι μάλλον καταλαβαίνουν καλύτερα την άρια του Μπελίνι από το ποίημα της Σαπφώς. Ίσως το ίδιο να συμβαίνει και με τη «Θεία Κωμωδία» και την «Οδύσσεια».

Ακόμη, όσο και αν επιμένει ο Ελύτης, δεν είναι οι λέξεις που προσδιορίζουν τις γλώσσες. Περίπου 30% των αγγλικών λέξεων είναι δάνεια από τη γαλλική και άλλα τόσα είναι δάνεια απευθείας από τη λατινική – αλλά Γάλλοι-Άγγλοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν, ούτε καν με σημειώματα, και κανείς δεν θεωρεί τα αγγλικά λατινογενή γλώσσα, παρά το γεγονός ότι 60% των λέξεων της είναι λατινογενούς προέλευσης. Οι λέξεις πηγαινοέρχονται σχετικά εύκολα ανάμεσα στις γλώσσες, αυτό που αλλάζει δύσκολα και στη μεγάλη ιστορική διάρκεια είναι η γραμματική της (μορφολογία, σύνταξη) και η φωνητική της, οι φθόγγοι.

Όσο εύκολα μπαίνουν οι λέξεις, τόσο εύκολα μπορείς και να τις βγάλεις, να κάνεις κρεοπωλείο το χασάπικο, ταχυφαγείο το fastfood, Παλλήνη το Χαρβάτι. Δύσκολα όμως μπορείς να επανεισάγεις το απαρέμφατο (λύειν), να επαναφέρεις τη δοτική (τη θαλάσση), να σχηματίζεις τον μέλλοντα μόνο με το σίγμα (λύσω), να σχηματίζεις τον παρακείμενο με αναδιπλασιασμό (λέλυκα). Περιορίζομαι σε αυτές τις λίγες αλλά ουσιαστικές διαφορές της νέας από την αρχαία ελληνική γιατί φαίνεται πως έχουν προκύψει από την αλληλεπίδρασή της με τις άλλες γλώσσες του βαλκανικού sprachbund.

Δηλαδή οι αλβανική, αρωμουνική (βλάχικη), βουλγαρική, ελληνική, (σλαβο)μακεδονική, δύο διάλεκτοι της ρομικής (γλώσσα των Ρομά, γύφτους τους λέγαμε παλιά), ρουμανική, σερβική και οι τουρκικές διάλεκτοι της Βαλκανικής δεν έχουν δανειστεί μόνο εκατοντάδες λέξεις η μία από την άλλη. Μοιράζονται επιπλέον καμιά δεκαπενταριά κοινά γραμματικά χαρακτηριστικά: εκφέρουν το απαρέμφατο με υποτακτική (να λύσω), έχουν ενοποιήσει γενική/δοτική, χρησιμοποιούν τύπους του «θέλω» για να εκφράσουν τον μέλλοντα (από το «θέλω» προέκυψε το «θα» του θα λύσω), χρησιμοποιούν το έχω για τους τετελεσμένους χρόνους (έχω, είχα λύσει), χρησιμοποιούν περίφραση για τον συγκριτικό βαθμό (πιο καλός) – ακόμα και για αόριστο άρθρο χρησιμοποιούν (όπως και η τουρκική) το αριθμητικό «ένας», και άλλα.

Θα αναφέρω μερικά παραδείγματα για να γίνω πιο συγκεκριμένος: αόριστο άρθρο δεν υπάρχει ούτε στη λατινική ούτε στην αρχαία ελληνική ούτε στην ελληνιστική κοινή. Υπήρχε όμως στην τουρκική, στην αλβανική (εικάζεται) στην αρωμουνική και στη ρουμανική. Και στις τρεις περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν το αριθμητικό «ένα» για να δηλωθεί. Σήμερα έχει διατηρηθεί σε όλες αυτές και επιπλέον εμφανίστηκε στην ελληνική, τη βουλγαρική και εν (μέρει) στη (σλαβο)μακεδονική – που είναι και οι μόνες σλαβικές γλώσσες που έχουν αόριστο άρθρο. Όλα τα ελληνικά παραμύθια, όπως ξέρουμε αρχίζουν με τη «μη ελληνική» φράση «Μια φορά κι έναν καιρό». Σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες οι βαλκανικές χρησιμοποιούν αντί για απαρέμφατο υποτακτική (αντί «λύειν», «να λύσω»). Η ρουμανική είναι η μόνη από τις λατινογενείς γλώσσες που διαθέτει τέτοια απαρεμφατική μορφή, η βουλγαρική και η (σλαβο)μακεδονική οι μόνες από τις σλαβικές. Όλες οι βαλκανικές γλώσσες –πλην της ελληνικής– τοποθετούν το κύριο άρθρο μετά το όνομα που προσδιορίζει (βιβλίο το), αντίθετα με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Αλλά θεωρείται από τους γλωσσολόγους σχετικό το ότι στην ελληνική έχουμε το φαινόμενο του να λέμε υποχρεωτικά «αυτό το βιβλίο», κάτι που δεν συμβαίνει σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα (this book, ce livre).

Αυτά τα γραμματικά χαρακτηριστικά («βαλκανισμοί») δεν εμφανίζονται με την ίδια έκταση και ένταση σε όλες, αλλά καθένα είναι κοινό σε τουλάχιστον τρεις από τις βαλκανικές γλώσσες. Το ότι αποτελούν βαλκανικές ιδιαιτερότητες συνάγεται από το ότι δεν εμφανίζονται σε συγγενείς γλώσσες και η χρήση τους εξασθενεί στο εσωτερικό της Βαλκανικής Γλωσσικής Ενότητας όσο απομακρυνόμαστε από την καρδιά της που είναι η Μακεδονία – η ελληνική, η βουλγαρική, και η άλλη, η εκτός συνόρων ακατανόμαστη Μακεδονία. Συνάγεται επίσης από το ότι σε ανάδελφες γλώσσες, όπως η ελληνική και η αλβανική, τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται (ή σταθεροποιούνται) πολύ αργά, αφού έχει προηγηθεί ο συγχρωτισμός με τις υπόλοιπες. Για να το πω και αλλιώς, η ελληνική και η αλβανικη μοιράζονται με τα λατινογενή βλάχικα όχι μόνο λέξεις αλλά και γραμματικούς τύπους που δεν τους μοιράζονται με τα επίσης λατινογενή ιταλικά. Η λατινογενής ρουμανική μοιράζεται με τη βουλγαρική που δεν τα μοιράζεται η ιταλική με την επίσης σλάβικη και γειτονική προς αυτή σλοβενική.

Οι γλωσσολόγοι έχουν δείξει ότι αυτές οι αλλαγές δεν προήλθαν από εσωτερική εξέλιξη των γλωσσών αλλά από την επίδραση που άσκησαν η μία στην άλλη κατά τη μεγάλη περίοδο της συνύπαρξής τους στη Βυζαντινή και Οθωμανική αυτοκρατορία. Από την επίδραση δηλαδή που εξασκούσαν διάλεκτοι των γλωσσών είτε λόγω της γειτνίασης/συνύπαρξης των φυσικών ομιλητών τους είτε επειδή αυτοί ήσαν δίγλωσσοι ή πολύγλωσσοι, όπως για παράδειγμα συνέβαινε με πολλούς Αρβανίτες και Βλάχους στην Ελλάδα. Το ποια γλώσσα ή διάλεκτος είναι υπεύθυνη για κάθε μία από αυτές τις αλλαγές είναι ερώτημα που μάλλον δεν έχει νόημα, υποστηρίζουν οι ειδικοί επί του θέματος: αυτοί που επικοινωνούσαν δημιουργούσαν κοινές γραμματικές δομές ώστε να τις γεμίζουν με τις λέξεις της κάθε γλώσσας που μιλούσαν. Γιατί από τη μια η ανάγκη επικοινωνίας ήταν έντονη και από την άλλη η αίσθηση της ταυτότητας των ομάδων ήταν ισχυρή. Φυσικά, δεν έγιναν ίδιες οι γλώσσες, έχουν πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ τους.

Δεν συμφωνούν όλοι με τη θεωρία της Βαλκανικής Γλωσσικής Ενότητας (το sprachbund έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας και ως γλωσσική ένωση, ζώνη, περιοχή), πάντως έχουν εντοπιστεί sprachbund και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Οι επιμέρους έντονοι βαλκανικοί εθνικισμοί δεν επιτρέπουν τη ουδέτερη συζήτηση τέτοιων θεμάτων (Σχετικά με τους εθνικισμούς και τη γλώσσα εδώ). Πάντως, ο Brian D. Joseph στην Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας του ΚΕΓ που επιμελήθηκε ο Α. Φ. Χριστίδης επισημαίνει (σελ. 520) πως «οι εντυπωσιακές δομικές αντιστοιχίες της νέας ελληνικής με τους ποικίλους βαλκανικούς γλωσσικούς γείτονές της… επικράτησαν στη διάρκεια της σχετικής ειρήνης της οθωμανικής περιόδου η οποία διευκόλυνε τη στενή επαφή των ομιλητών της ελληνικής, της αλβανικής της αρομουνικής και της νοτιοσλαβικής».

Δεν θα επεκταθώ, όσοι ενδιαφέρονταιας ξεκινήσουν από το σχετικό άρθρο Balkansprachbund της αγγλικής ή γαλλικής Wikipedia. Και όσοι θέλουν περισσότερα, μπορούν να διαβάσουν το λήμμα «Balkansas a LinguisticArea» της Encyclopedia of Language & Linguistics που προσφέρεται δωρεάν (για μη εμπορική χρήση). Είναι το άρθρο 192 στον κατάλογο των έργων του Victor Friedman, που θα εμφανιστεί στο publications εδώ.

Βεβαίως, μεταξύ των λαών της Βαλκανικής υπάρχουν και συγκλίσεις σε μουσικές, χορούς, τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, μύθους, ήθη και έθιμα, που τις ξέρουν πολύ καλά οι εθνολόγοι και λαογράφοι. Αλλά, όπως συμβαίνει και με τους γλωσσολόγους, οι περισσότεροι ψάχνουν να βρουν εθνικές συνέχειες μέσα σε αυτά και όχι δι-εθνικές συγκλίσεις, επομένως υπάρχει και ενωτική «βαλκανοποίηση», καίτοι ο όρος διεθνώς σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: διαίρεση σε μικρές ανομοιογενείς ομάδες. Τα εθνικά κράτη όμως απαιτούσαν ομογενοποίηση, αδιαφορώντας για τις συγκλίσεις που υπήρχαν. Απαίτηση που συνεχίζει να διαμορφώνει τη βαλκανική ιστορία, όπως έδειξε ο αιματηρός διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας. Απαίτηση που εκφράζεται σε μας και με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα – η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής είναι μία από τις συνέπειες αυτής της κατάστασης, για να θυμηθούμε ποιο είναι το θέμα μας.

Θέλω να πω με όλα αυτά πως η ελληνική μπορεί να είναι ανάδελφη μεταξύ των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών στις ταξινομήσεις με βάση τη γενεαλογία τους, αλλά φαίνεται ότι δεν είναι ως ανάδελφη ως προς σημαντικά τυπολογικά χαρακτηριστικά της. Η μακραίωνη αλληλεπίδρασή της με τις άλλες βαλκανικές γλώσσες έχει επιδράσει στη μορφολογία της, στο συντακτικό της, στους φθόγγους της – και στο λεξιλόγιο φυσικά. Μετονομάζοντας τον Χελμό σε «Αροάνια» και την Πελοπόννησο σε «Μοριά» δεν εξαλείφεις τις σλαβικές επιδράσεις στη γλώσσα: υπάρχουν σε κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, στον τρόπο που οργανώνουμε τις λέξεις στην ομιλία και στο γράψιμο. Όταν αποκαλεί ο Ελύτης «μια μακρινή εξαδέλφη» τη Σαπφώ, ίσως να τουρκίζει ή να αλβανίζει λιγάκι – αόριστο άρθρο δεν υπήρχε ούτε στην κλασική ελληνική ούτε στην κοινή. Όταν γράφει ότι «δεν είχε πει» υπερβολές ο Γιαννόπουλος ίσως να μιλάει λίγο βλάχικα. Για τούτο οι διαφορές της νέας ελληνικής με τις πριν τη μεσαιωνική «χρονικές διαλέκτους» κάθε άλλο παρά ελάχιστες είναι. Εδώ είναι Μπαλκάνια, προειδοποιούσε ο Εγγονόπουλος το φίλο του, το 1946, πριν φύγει για το Παρίσι και γίνει αριστοκράτης.

Αλλά ο Γκάτσος δεν δίστασε να γράψει βλάχικα, το «Κούντου λούνα βίνι» (όταν βγαίνει το φεγγάρι) είναι υπέροχο τραγούδι. Και ο Σεφέρης έγραψε είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας – μάλλον περισσότερων και από όσους καταλαβαίνουν οι περισσότεροι ότι εννοούνται με αυτή τη φράση. Άλλωστε, μήπως και η καθαρεύουσα δεν ήταν γεμάτη τύπους μεταφερμένους κατευθείαν από τη γαλλική;

Πριν συνεχίσω, ας διευκρινίσω καλού-κακού πως οι στίχοι του Εγγονόπουλου είναι Μίρκο Κράλη, ζητάς; Εδώ δεν είναι παίξε γέλασε: εδώ είναι Μπαλκάνια. Ο Μίρκος Κράλης είναι γνωστότερος ως Μάρκος Κράλιεβιτς, του έχουν αφιερώσει τραγούδι οι Χειμερινοί Κολυμβητές (εδώ). Περιλαμβάνεται στον δίσκο τους «Η Μαστοράντζα του Εντερμπίλ» και μας πληροφορούν (εδώ) πως είναι «ο κυριότερος ήρωας των σλαβόφωνων δημοτικών τραγουδιών».

Για τα υπόλοιπα του Ελύτη, στο επόμενο και τελευταίο κεφάλαιο.


Κεφάλαια

Ο Ελύτης και η γλώσσα (1)

Ο Ελύτης και η γλώσσα (2) 

Ο Ελύτης και η γλώσσα (3) 

Ο Ελύτης και η γλώσσα (4)


Φωτό: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Πολυγλωσσία, Λουκάς Σαμαράς

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ