Πολιτικη & Οικονομια

Ο απρόθυμος δήμαρχος

27003-59245.jpg
Σπύρος Πέγκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Φέτος η συζήτηση για την επιλογή των υποψηφίων δημάρχων ήταν διαφορετική από καθε άλλη χρονιά. Στις σελίδες των εφημερίδων κυριάρχησαν τα ονόματα πολιτικών που δήλωναν απρόθυμοι να εκπροσωπήσουν τις τοπικές κοινωνίες. Η συζήτηση αυτή, ειδικά στους μεγαλύτερους δήμους, κατέληξε με την ανακοίνωση κομματικών προσώπων τα οποία αποτελούν είτε λύσεις ανάγκης, είτε πρόσωπα τα οποία «εκβιάστηκαν» και τελικά ακολούθησαν τις επιταγές των κομμάτων και των αρχηγών τους.

Από τις προηγούμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, το σκηνικό έχει αλλάξει σημαντικά. Πρώτα απ' όλα με τις επιλογές Καμίνη και Μπουτάρη. Μπορεί να πρόκειται για δυο διαφορετικές προσωπικότητες, έχουν όμως κοινό προσανατολισμό και δεν φέρουν καμιά κομματική δέσμευση. Παρά το δύσκολο εκλογικό τοπίο καταφεραν το 2010 να κάνουν την έκπληξη σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και να ξεπεράσουν κομματικές υποψηφιότητες στην κούρσα για τον δημαρχιακό θώκο. Η τριετής διοικησή τους αποτέλεσε τη συνέχεια της ακομμάτιστης υποψηφιότητάς τους. Το συμφέρον της πόλης ήταν το βασικό κριτήριο των επιλογών τους. Για το λόγο αυτό σε πολλές περιπτώσεις δεν δίστασαν να έρθουν σε σφοδρή αντιπαράθεση με τις κυβερνητικές πολιτικές ή και να συμφωνήσουν με αυτές.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό στην άσκηση αυτοδιοικητικής διαχείρισης αυτής της περιόδου συνοψίζεται στη φράση «λεφτά δεν υπάρχουν». Το κεντρικό κρατος και οι εκπρόσωποι του σε μια προσπάθεια να μειώσουν τη φθορά απο τις πολιτικές που ακολούθησαν μετέφεραν συστηματικά την οικονομική πίεση στη χαμηλότερη βαθμίδα άσκησης διοίκησης, στην τοπική αυτοδιοίκηση. Τα τελευταία τρία χρόνια οι αυτοδιοικητικοί πόροι μειώθηκαν κατά 60% ενώ παράλληλα επιβλήθηκαν δραματικές μειώσεις αποδοχών. Φορείς καταργήθηκαν χωρίς να γίνει καμία αξιολόγηση με αποτέλεσμα να απολυθούν ή να τεθούν σε διαθεσιμότητα πολλοί δημοτικοί υπάλληλοι όπως συνέβη με τους σχολικούς φύλακες και τους δημοτικούς αστυνομικούς. Η πίεση της ασφυκτικής δημοσιονομικής διαχείρισης προς τα κάτω, με κάθε πιθανό ή απίθανο τρόπο, είχε ως στόχο την εκτόνωση της οργής της κοινωνίας σε βάρος των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης και όχι της κεντρικής κυβέρνησης.

Η ελλειψη πόρων και η πολιτική και κοινωνική πίεση «ανάγκασαν» τους δημάρχους να γίνουν ευρηματικοί στον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους. Κυρίως όμως τους ανάγκασε, εάν επιθυμούν την αποδοχή και πιθανή επανεκλογή τους, να δουλέψουν.

Ο δήμαρχος μιας μεγάλης πόλης σήμερα είναι ένας πολιτικός που διαχειρίζεται ελάχιστους οικονομικούς πόρους και αντιμετωπίζει καθημερινά τη δικαιολογημένη οργή των δημοτών την οποία όμως δεν την προκάλεσε ο ίδιος. Είναι ο μόνος πολιτικός που κυκλοφορεί στις πόλεις και στα χωριά καθώς βουλευτές, υπουργοί και πολιτευτάδες έχουν εξαφανιστεί από το δημόσιο χώρο, ενώ δουλεύει σκληρά για να αντιμετωπίσει τις δραματικά αυξημένες κοινωνικές ανάγκες και τα τρομακτικά ποσοστά ανεργίας.

Η θέση του δημάρχου δεν έχει πια κανένα πρεστίζ. Δεν έχει παχυλό μισθό, όπως του βουλευτή και του ευρωβουλευτή. Δεν έχει λιμουζίνες, σωφέρ και συνοδεία. Τα πατώματα δεν... τρίζουν όταν περνάει ο δήμαρχος και οι αντιδήμαρχοι. Επομένως, ειναι φυσικό οι παραδοσιακοί εκπρόσωποι των κομμάτων βολεμένοι στα αναπαυτικά έδρανα της Βουλης ή στους υπουργικούς θώκους να μη θέλουν να κατεβούν στην αυτοδιοικητική αρένα. Θέλουν μόνο όσοι δεν έχουν αντιληφθεί τι έχει αλλάξει από την εποχή που ως υπουργοί κάπνιζαν πούρα, ροκανίζαν το δημόσιο χρήμα και έταζαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Θέλουν επίσης κάποια «καλά» υπάκουα παιδιά του κομματικού σωλήνα που αδυνατούν να ξεφύγουν απο την κομματική πειθαρχία. Αυτοί, δηλαδή, που οι θέσεις και οι τίτλοι τους «μιλάνε» πιο πολύ από το (ανύπαρκτο) έργο τους.

Και στις δυο περιπτώσεις όμως ο κίνδυνος είναι ίδιος γιατί αυτές οι κατηγορίες κομματικών υποψηφίων εκφράζουν το παλιό και αυτό που η Ελλάδα δεν έχει πια ανάγκη.

Η μικρή επανάσταση που ξεκίνησε από Αθήνα και Θεσσαλονίκη το 2010 είναι ο δρόμος της ανανέωσης στον οποίο πρέπει να βαδίσει ο ελληνικός πολιτικός κόσμος. Καταρχάς, στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης και στη συνέχεια και στην κεντρική πολιτική σκηνή. Θα μπορούσε μάλιστα να πάει ένα βημα πιο πέρα και το 2019 να μην υπάρχουν κομματικές επιλογές αλλά στηρίξεις σε ανεξάρτητες προσωπικότητες που θα προέρχονται από την κοινωνία.

Τη λύση την δίνουν οι πολίτες. Στις επόμενες εκλογές δεν θα ψηφίσουν με βάση τα παχυλά λόγια και τους τίτλους αλλά κρίνοντας την ουσία, το έργο και τα αποτελέσματα. Και αυτή μπορεί να είναι η πιο σημαντική αλλαγή των τελευταίων χρόνων στη χώρα μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ