Πολιτικη & Οικονομια

Βρετανία: Χάσαμε το Κέντρο, στοπ!

Πώς οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες βρέθηκαν από τον Παράδεισο του καλοκαιριού στην Κόλαση του χειμώνα

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
gettyimages-1163568638.jpg
©Jeff J Mitchell / Getty Images / Ideal Image

Βρετανικές εκλογές και τι συνέβη με τους Φιλελεύθερους που έχασαν δύναμη με την Τζο Σουίνσον στην ηγεσία.

Η επόμενη μέρα των Βρετανικών εκλογών θα έπρεπε να είναι διαφορετική για τους Φιλελευθέρους. Οι “LibDems” θα περίμεναν να δούνε τις έδρες τους να αυξάνονται σε—πρωτόγνωρους γι’ αυτή τη δεκαετία—αριθμούς, έτσι ώστε να αποτελέσουν μετεκλογικό παράγοντα και ανάχωμα στα σχέδια του Μπόρις Τζόνσον, ως ένας ισχυρός πόλος και ρυθμιστής σε ακόμα ένα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο.

Όμως, το ξημέρωμα βρήκε τους Φιλελεύθερους να κυμαίνονται στο μέτριο ποσοστό του 11.5%, εκλέγοντας μόνο έντεκα Βουλευτές και έχοντας μια νέα κοινοβουλευτική ομάδα συρρικνωμένη κατά 10 έδρες. Ως αποκορύφωμα της αποτυχίας, η ηγέτιδα τους, Τζο Σουίνσον, έχασε την έδρα της στο East Dunbartonshire και ανακοίνωσε την παραίτηση της από την ηγεσία—με τους μεταβατικούς ηγέτες Σερ Εντ Ντέιβι και Βαρόνη Σαλ Μπρίντον να καλούνται να οδηγήσουν τους Φιλελεύθερους σε μια ακόμα εσωτερική εκλογική διαδικασία ώστε να εκλέξουν έναν νέο ηγέτη.

Κι όμως, αυτή η εκλογική διαδικασία έμοιαζε κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους. Ας δούμε τι προηγήθηκε και τι συνέβη.

Η καταστροφική συγκυβέρνηση με τον Κάμερον

Οι εκλογές του μακρινού 2010 έφεραν νικητή τον Ντέιβιντ Κάμερον, χωρίς όμως απόλυτη πλειοψηφία. Οι Συντηρητικού βρήκαν τις έδρες που τους έλειπαν στο πρόσωπο του Νικ Κλεγκ, τότε ηγέτη των Φιλελευθέρων και επικεφαλής της δεξιόστροφης φράξιας μέσα στο κόμμα του. Ο Κλεγκ παρείχε απλόχερα τις 57 έδρες του κόμματος του στον Κάμερον, με αντάλλαγμα τη θέση του Αναπληρωτή Πρωθυπουργό και την εξασφάλιση της επιρροής των Φιλελευθέρων σε κομβικά νομοσχέδια.

Όμως, η πλειοψηφία των φιλελεύθερων ψηφοφόρων στο Ηνωμένο Βασίλειο τείνει προς την Κεντροαριστερά. Κατά συνέπεια οι περισσότεροι κεντρώοι ψηφοφόροι δεν είδαν θετικά τη δεξιά στροφή του κόμματος τους, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την εκλογική του συρρίκνωση το 2015, όταν από τις 57 έδρες έπεσε στις 8.

Η αναγέννηση μέσω Brexit

Ο δρόμος προς το δημοψήφισμα του 2016 έδωσε στους Φιλελεύθερους μια πρώτη ευκαιρία να επανέλθουν στο προσκήνιο έπειτα από μια περίοδο εσωστρέφειας. Με ηγέτη τον Τιμ Φάρον, το κόμμα στήριξε ανοιχτά την παραμονή στην ΕΕ, όντας παράλληλα ο πλέον συμπαγής πολιτικός οργανισμός στη θέση του—μαζί με το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα (SNP). Παρά την επικράτηση της αποχώρησης, οι Φιλελεύθεροι είδαν τις εγγραφές στο κόμμα τους να αυξάνονται, φτάνοντας ξανά τις 80.000 περίπου ενώ στις εκλογές του 2017 αύξησαν την εκλογική τους δύναμη κατά 4 έδρες.

Υπό την ηγεσία του Βινς Κέιμπλ αυτή τη φορά, η πάγια θέση τους για τη διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος προσέλκυσε το ενδιαφέρον αρκετών remainers, ασκώντας παράλληλα πίεση στο Εργατικό Κόμμα στο εωτερικό του οποίου η στήριξη στην παραμονή εντός ΕΕ δεν ήταν τόσο διαδεδομένη.

Η εντυπωσιακή δεύτερη θέση στις Ευρωεκλογές

Καθώς το Brexit είχε τελματώσει και η μία αναβολή διαδεχόταν την άλλη, οι Φιλελεύθεροι άρχισαν να κάνουν όλο και περισσότερο θόρυβο στο εσωτερικό της χώρας. Η εκλογή του ευρωσκεπτικιστή Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών άνοιξε διάπλατα τον χώρο στους “LibDems” ώστε να γίνουν εκείνοι η καθαρή φιλοευρωπαϊκή φωνή στη Βρετανία—σε μια εποχή μάλιστα που οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως σ’ ένα νέο δημοψήφισμα, η παραμονή στην ΕΕ θα επικρατούσε.

Οι παραπάνω συσχετισμοί αντικατοπτρίστηκαν στις Ευρωεκλογές του 2019, όταν οι Φιλελεύθεροι απέσπασαν το 19.6% του εκλογικού σώματος, κατακτώντας τη δεύτερη θέση, πίσω από το Brexit Party αλλά επικρατώντας τόσο των Εργατικών όσο και των Συντηρητικών.

Οι αναπόφευκτες επερχόμενες εθνικές εκλογές αναμένονταν «πεδίον δόξης λαμπρόν» για το μέχρι πρότινος ξεγραμμένο κεντρώο κόμμα.

Η εκλογή της Τζο Σουίνσον στην ηγεσία

Έχοντας ανακοινώσει την παραίτηση του, ο Βινς Κέιμπλ έδωσε την ευκαιρία στη Τζο Σουίνσον να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος. Η Σουίνσον επικράτησε άνετα του αντιπάλου της, Σερ Εντ Ντέιβι, καθώς απέσπασε το 62.8% των ψήφων.

Αμέσως μετά την εκλογή της η Σούινσον, η οποία έχει αυτοχαρακτηριστεί ως «ουμανίστρια» ουκ ολίγες φορές, ξεκίνησε μια επιθετική εκστρατεία με στόχο την άμεση κατάργηση του Brexit. Σε αντίθεση με τον προκάτοχο της ο οποίος στήριζε τη διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος, η Σουίνσον υιοθέτησε μια αδιάλλακτη στάση με χαρακτηριστική μάλιστα θέρμη—ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της ηγεσίας της και πριν ο Τζόνσον προκηρύξει εκλογές.

Προφανώς, η λογική πίσω από την επιλογή της αφορούσε την ξεκάθαρη αντι-ευρωπαϊκή θέση των Συντηρητικών του Τζόνσον όσο και την αμφισημία του Κόρμπιν όσον αφορά την παραμονή στην ΕΕ. Με απλά λόγια, η Σουίνσον προσπάθησε να φτιάξει έναν χώρο για το κόμμα της ανάμεσα σε δύο κόμματα που κινούνταν αντίρροπα προς τα δεξιά και τα αριστερά.

Όμως, ο ετεροπροσδιορισμός τιμωρεί. Καθώς η Σουίνσον εξήγγειλε όλο και πιο ένθερμα τη θέληση της να ακυρώσει την αποχώρηση από την ΕΕ, άρχισε να χάνει επαφή με της απαιτήσεις που είχαν από τους Φιλελεύθερους οι κεντρώοι ψηφοφόροι. Στην πλειοψηφία τους, οι Βρετανοί remainers τάσσονταν υπέρ της διεξαγωγής ενός νέου δημοψηφίσματος, καθώς αναγνώριζαν πως το δημοψήφισμα του 2016 αποτελούσε τετελεσμένο που δε μπορούσε να αγνοηθεί. Η αρχική άρνηση της Σουίνσον να στηρίξει ένα δεύτερο δημοψήφισμα θεωρήθηκε ως έκφραση αλαζονείας—η οποία συμπληρώθηκε από δηλώσεις περί μιας «κυβέρνησης των Liberal Democrats».

Εν τέλει, υπό τη δημοσκοπική πίεση που αντιμετώπισαν εσχάτως, οι Φιλελεύθεροι στράφηκαν κι εκείνοι προς τη διεξαγωγή δεύτερου δημοψηφίσματος κατά τα τελευταία στάδια της εκστρατείας τους, θολώνοντας όμως ακόμα περισσότερο τη θέση τους. Το αποτέλεσμα ήταν να φτάσουν στις εκλογές της Πέμπτης ως ένα φιλοευρωπαϊκό μεν αλλά αλλοπρόσαλλο κόμμα, χωρίς ξεκάθαρη θέση όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο να στηρίξει την παραμονή στην ΕΕ.

Αξίζει να σημειωθεί πως—μεταξύ άλλων στελεχών—οι πρώην ηγέτες του κόμματος Τιμ Φάρον και Βινς Κέιμπλ εναντιώθηκαν στην απόφαση της Σουίνσον να στηρίξει την απόφαση του Τζόνσον ώστε να διεξαχθούν οι εκλογές τον Δεκέμβριο, όπως και έγινε. Σε αντίθεση με την ηγετική ομάδα των Φιλελευθέρων, ορισμένοι «παλιοί» στο κόμμα αντιλήφθηκαν σωστά πως τους συνέφερε πολύ περισσότερο να κλειδωθεί ο Τζόνσον σε μια ανίσχυρη μειοψηφική κυβέρνηση, η οποία αναπόφευκτα θα τον έφθειρε άμεσα.

Η συντριβή στη Σκωτία

Η Σουίνσον προχώρησε σ΄ ένα ακόμα εκλογικό ατόπημα, του οποίου η σημασία δεν εκτιμήθηκε σωστά από την αρχή. Παρά το γεγονός πως είναι Σκωτσέζα, η Σουίνσον υιοθέτησε εξ’ αρχής μια αποδοκιμαστική στάση απέναντι στον «Σκωτσέζικο Εθνικισμό» όπως τον εξέφραζε το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα, αποδίδοντας τη θέση της στις «ουμανιστικές πεποιθήσεις» της οι οποίες εναντιώνονται «σε κάθε μορφή εθνικισμού». Η στάση της είχε ως αποτέλεσμα να απομακρύνει πάρα πολλούς συμπατριώτες της από το κόμμα της, όταν μάλιστα στις Σκωτσέζικες περιφέρειες ο φιλοευρωπαϊσμός—τον οποίο η Σουίνσον θεωρούσε πως μόνο εκείνη εξέφραζε—είναι διάχυτος. Όμως, στη Σκωτία ο φιλοευρωπαϊσμός είναι σχεδόν ταυτόσημος με την ανεξαρτησία.

Το αποτέλεσμα; Το κεντροαριστερό Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα θέρισε στις εκλογές στη Σκωτία, αύξησε τις έδρες του από 35 σε 48 στο σύνολο των 59 και—κυρίως—το κατάφερε υιοθετώντας μια αμιγώς φιλοευρωπαϊκή ατζέντα εναντίον του Brexit. Σε αντίθεση με τη Σουίνσον, η ηγέτιδα του SNP Νίκολα Στέρτζον έχει αποφύγει συστηματικά να παίξει το παιχνίδι της πολιτικής ορθότητας, διατυμπανίζοντας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας τις θέσεις της για την ηθική υπόσταση της ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας, εκφράζοντας μάλλον πολύ πιο καθαρά φιλελεύθερες αξίες.

Η εναντίωση της Σουίνσον στον «Σκωτσέζικο εθνικισμό» δείχνει και την έλλειψη πολιτικού κριτηρίου, το οποίο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για οποιονδήποτε διεκδικεί την πρωθυπουργία. Οι Σκωτσέζοι ψήφισαν μαζικά υπέρ της παραμονής στην ΕΕ και εναντίον τόσο των Συντηρητικών όσο και των Εργατικών, έτοιμοι να διεκδικήσουν ξανά την ανεξαρτησία τους με κύριο άξονα τη διαφοροποίηση τους από την Αγγλία όσον αφορά το Ευρωπαϊκό τους μέλλον. Αυτή η ιδιαιτερότητα δεν είναι δυνατόν να μη λαμβάνεται υπόψιν από μια φιλελεύθερη πολιτικό και να τσουβαλιάζεται σε μια λογική του τύπου «ό,τι εκφράζει ισχυρή εθνική θέση είναι ταυτόσημα κακό.»

Η αποτυχία ενός φιλελεύθερου “rebrand”

Η αποτυχία των Φιλελεύθερων εν τέλει οφείλεται στην ανικανότητα τους να κάνουν ένα συνολικό rebrand στο κόμμα τους. Η όλη παράνοια του Brexit σε συνδυασμό με την αριστερή στροφή των Εργατικών—που επίσης απέτυχε παταγωδώς—αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Φιλελεύθερους να προσελκύσουν στις τάξεις σημαντικά στελέχη των δύο άλλων κομμάτων που αρνήθηκαν να τα ακολουθήσουν στον βούρκο του λαϊκισμού. Έτσι, θα άφηναν τη σκοτεινή περίοδο της συγκυβέρνησης με τον Κάμερον πίσω τους μια και καλή και θα μπορούσαν παράλληλα να μετεξελιχθούν σε εκφραστές όχι μόνο του βρετανικού φιλοευρωπαϊσμού αλλά και μιας ευρύτερης πραγματιστικής αντίληψης της πολιτικής.

Αντ’ αυτού, οι Φιλελεύθεροι με τη στάση τους και τις επιλογές της αρχηγού τους μπέρδεψαν τους ψηφοφόρους τους, οι οποίοι με τη σειρά τους γύρισαν την πλάτη στον πολιτικό χώρο που πριν λίγο καιρό έμοιαζε να εκφράζει ένα πολύ μεγάλο μέρος της βρετανικής κοινωνίας. 

Τέλος, η επιλογή των “LibDems” να εστιάσουν τόσο πολύ στο Brexit μάλλον τους στέρησε τη δυνατότητα να αντιληφθούν πως οι Βρετανοί σιγά-σιγά έχουν αρχίσει να αποδέχονται πως το μέλλον τους θα είναι μάλλον έξω από την ΕΕ, σταθμίζοντας έτσι πολλούς άλλους παράγοντες στην ψήφο τους όπως η οικονομία, η εγκληματικότητα και η μετανάστευση.

Σε αυτούς τους τομείς, ο Μπόρις Τζόνσον κυριάρχησε όπως έδειξε ο θρίαμβος του—παίζοντας εν τέλει, χωρίς αντίπαλο, τουλάχιστον στην Αγγλία.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ