Πολιτικη & Οικονομια

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος: Οι δύο (ασύμπτωτες) παρατάξεις της δεκαετίας της κρίσης

Τι σημάδια για το μέλλον μάς δείχνει η δεκαετία των 10s που μόλις τελείωσε;

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 728
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
dimitris_sotiropoulos.jpg

Αφιέρωμα στη δεκαετία 2010 - 2020. Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος γράφει για τις πολιτικές παρατάξεις και τα εκσυγχρονιστικά διλήμματα στα χρόνια των 10s.

Οι πολιτικοκοινωνικές παρατάξεις που αποκρυσταλώθηκαν στις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού στην Ελλάδα δεν αποτελούν μια συγκυριακή εικόνα. Παρότι η ευθραυστότητα των πολιτικών χώρων και η ρευστότητα των πολιτικών ταυτοτήτων πρέπει να θεωρείται δεδομένη σε συνθήκες μετανεωτερικών δημοκρατιών παντού στη Δύση, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε βάσιμα ότι το αποτέλεσμα των εκλογών είναι η αποτύπωση μιας μακράς εξελικτικής διαδικασίας μέσα στα χρόνια της κρίσης, με διάφορες φάσεις, η οποία διαμόρφωσε νέα πολιτικοκοινωνικά υποκείμενα και νέες πολιτικές κουλτούρες. Συνεπώς, αν αναζητούσαμε τη γενεαλογία αμφότερων των παρατάξεων αυτών και πηγαίναμε προς τα πίσω στον χρόνο, θα μπορούσαμε ουσιαστικά να εξιστορήσουμε και την ίδια την ταραγμένη και τόσο αντιφατική δεκαετία που μας πέρασε, μια δεκαετία που με τους απανωτούς σπασμούς της επώασε τις συνθήκες για το πέρασμα της χώρας σε μια καινούργια εποχή, απροσδιόριστου ακόμη χαρακτήρα, είναι αλήθεια. 

1. Η παράταξη της αντιστασιακής Ελλάδας

Ποιες ήταν, όμως, αυτές οι παρατάξεις και πώς προέκυψαν; Ας ονομάσουμε, από τη μία, την κοινωνική συμμαχία που εκπροσωπήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ ως τη συμμαχία της «αντιστασιακής» Ελλάδας. Ήταν μια αντίσταση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μέτωπο. Από τη μία, απέναντι στις απαιτούμενες φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις οι οποίες έτσι κι αλλιώς εκκρεμούσαν χρόνια στο κράτος και την οικονομία, και από την άλλη στην Ε.Ε. και το ΔΝΤ που υποτίθεται ότι αναβίωναν μια νέα αποικιοκρατία που με όχημα τη λιτότητα είχε ως βασικό σκοπό την «τιμωρητική υποταγή» του υπερήφανου αυτού λαού, την «κατάλυση» της δημοκρατίας του και το «ξεπούλημα» των ασημικών του. Ήταν, επί της ουσίας, μια αντίσταση απέναντι στην αλήθεια των οικονομικών αριθμών αλλά και την ίδια την πραγματικότητα του σύγχρονου προηγμένου κόσμου και του τρόπου που λειτουργεί αυτός και οι ορθοδοξίες του. Με άλλα λόγια, ήταν μια πλήρης άρνηση της αλήθειας των δυσθεώρητων δημοσιονομικών μεγεθών (καθόλου τυχαία η λυσσαλέα και επίμονη δίωξη κατά του Α. Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ αλλά και κατά του επικεφαλής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρα), καθώς και στην ίδια την Ευρώπη ως τον φυσικό χώρο στον οποίο ανήκει ιστορικά, πολιτικά και πολιτισμικά η Ελλάδα.

Αντίθετα, όπως θυμόμαστε, η αντιστασιακή Ελλάδα και η Ελλάδα του εξαιρετισμού προέβαλε εκείνη την περίοδο ως πρότυπα τη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και άλλες χώρες του νοτιοαμερικάνικου εξωτισμού και της χρόνιας υπανάπτυξης. Δεν ήταν άρα ότι απλώς υπερασπιζόταν τις πιο παθογενείς πλευρές της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και των ομάδων συμφερόντων της, ως ένα αναβαπτισμένο ΠΑΣΟΚ προτού αυτό τάχα συμβιβαστεί και διαφθαρεί, αλλά κυρίως ότι την ίδια στιγμή φαντασιωνόταν ότι ηγούνταν μιας άλλης χώρας η οποία βρισκόταν εν αναμονή μιας μεγάλης κοινωνικής επανάστασης που εν δυνάμει θα οδηγούσε και σε άλλο πολιτικό καθεστώς. Και ότι η Ελλάδα της «ανθρωπιστικής» κρίσης θα ήταν σε αυτή τη διαδικασία όχι κάτι λιγότερο από την πρωτοπόρο μιας συθέμελης αλλαγής, εντέλει πανευρωπαϊκής. 

Α. Η γέννηση μιας παράταξης: οι Αγανακτισμένοι
Ιστορικά, στο ανάπτυγμα της δεκαετίας υπάρχουν τρεις κρίσιμες στιγμές που έδωσαν σε αυτή την πολιτικοκοινωνική παράταξη την ιδιαίτερη ταυτότητά της και τον αναγνωρίσιμο πλέον χαρακτήρα της. Πρώτα και κύρια οι πλατείες των Αγανακτισμένων. Όχι γενικά και αόριστα το «αντιμνημόνιο», αλλά ειδικά οι πλατείες των Αγανακτισμένων, της ριζοσπαστικής ρητορικής και των βίαιων πρακτικών που αναδείχτηκαν εκεί με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Η βασική κοινωνική συμμαχία τους, με άλλα λόγια, ήταν ο κόσμος εκείνος που στην όψιμη ριζοσπαστικοποίησή του εξέφραζε μια ιδιαίτερη κουλτούρα: εθνολαϊκιστική, αντικοινοβουλευτική, αντιφιλελεύθερη, δραχμική, βίαιη και μηδενιστική.

Συνηθίζουμε να κάνουμε τον διαχωρισμό άνω πλατείας (Συντάγματος) όπου υποτίθεται βρίσκονταν χρυσαυγίτες, και της κάτω πλατείας που δήθεν συγκεντρώνονταν κανονικοί άνθρωποι, θυμωμένοι απλώς με την «αδικία» του μνημονίου. Στην πραγματικότητα, τέτοια σαφής διαφοροποίηση δεν υπήρξε ποτέ. Το συνοθύλευμα αυτό ήταν ενιαίο και με κοινά αιτήματα και συνθήματα. Ένα από αυτά μάλιστα ήταν η εισβολή στο κοινοβούλιο, με ό,τι θα συνεπαγόταν αυτό για τη δημοκρατία μας στη συνέχεια. Το έπραξαν άλλωστε έμμεσα με τη γνωστή διάλυση των παρελάσεων της 28ης Οκτωβρίου του 2011 που συμβόλιζε, μέσω του πλήγματος στους εορτασμούς μιας εθνικής επετείου, την κατάλυση του πολιτεύματος κατ’ ουσίαν. Είτε λοιπόν προερχόταν κανείς από μια νεοκομμουνιστική ή αριστερίστικη μήτρα (Σύριζα και λοιπές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς) είτε από μια λούμπεν λαϊκιστική, κρατικιστική, εθνικιστική, συνωμοσιολογική Δεξιά (ΑΝΕΛ), είτε τέλος από μια ακτιβιστική νεοναζιστική ακροδεξιά (ΧΑ), το κρίσιμο σημείο, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής συνάντησης που υπερέβαινε τις παλιές κλασικές διαιρέσεις Αριστεράς-Δεξιάς ήταν η κοινή και ενιαία πλατεία των Αγανακτισμένων.

Έτσι, αυτό που διάφοροι παρουσίασαν και συνεχίζουν να παρουσιάζουν ως «παρά φύση» συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βασίζεται σε μια μεγάλη παρανόηση για την κρίσιμη πολιτική ανατροπή που επέφεραν οι Αγανακτισμένοι. Η ενιαία πλατεία ήταν που έφτιαξε ένα καινούργιο ενιαίο κόμμα, το ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η σύμπραξη του οποίου απλώς επισημοποιήθηκε επ’ ευκαιρία της ανάγκης συγκυβέρνησης τον Ιανουάριο του 2015. Ως κοινή –ψευδοεαμική– παράταξη είχε γεννηθεί και συγκολληθεί πολύ νωρίτερα, ωστόσο.

Β. Το δημοψήφισμα και το νέο «πολιτικό» μνημόνιο
Δεύτερη μείζονα στιγμή αυτής της παράταξης ήταν φυσικά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Ήταν μαζί η αποθέωση αλλά και η αυτογελοιοποίηση της αντιστασιακής Ελλάδας. Ήταν η αποθέωση διότι θεωρητικά άνοιγε διάπλατα το παράθυρο για να πραγματωθεί επιτέλους στην πράξη το παλιό όνειρο για μια Ελλάδα που θα ακολουθούσε μια αυτόνομη και ανυπότακτη πορεία εκτός Ευρώπης (για την οποία ευχόταν έτσι κι αλλιώς τη διάλυσή της) και εκτός καπιταλιστικών οριζουσών (εφόσον ο καπιταλισμός δήθεν «κατέρρεε» εξαιτίας της κρίσης του ευρώ). Κι επειδή κάθε μικρή χώρα χρειάζεται τους προστάτες της, θα συνέχιζε εφεξής τη νέα της ζωή ως δορυφόρος ημιαυταρχικών κι εξίσου αντιδυτικών μεγάλων δυνάμεων όπως π.χ. η Ρωσία, ίσως κάποια στιγμή (κι εξ ανάγκης) και η Τουρκία του Ερντογάν. Ήταν όμως ταυτόχρονα και η αυτογελοιοποίησή της αφού οι χοροί δεν κράτησαν παρά λίγες ημέρες μέχρι την υπογραφή από τον Τσίπρα ενός νέου, ακόμη πιο επαχθούς μνημονίου με τους «δανειστές». Επρόκειτο φυσικά από την πλευρά του για μια κίνηση προσωπικής επιβίωσης: αντάλλασε τη συνέχεια του οικονομικού ελέγχου της χώρας με τη δική του παραμονή στην εξουσία, καθώς τυχόν επιστροφή στη δραχμή θα άνοιγε ανεξέλεγκτους ασκούς που ίσως να αμφισβητούσαν και τη δική του ηγεμονία.

Δεν επρόκειτο πάντως για ακόμη ένα μνημόνιο «σαν των άλλων». Τα μνημόνια προ Συριζανέλ ήρθαν ως συνέπεια μιας πολύχρονης συναλλαγής του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος και της κοινωνίας, που διασφάλιζε στο μεν πρώτο νομιμοποίηση της εξουσίας του, ενώ στη δεύτερη προσόδους, εγγύση για ανοδική κοινωνική κινητικότητα και εξασφαλισμένη και προστατευμένη ζωή, με όχημα κυρίως τον κρατισμό. Και σε αυτή τη συναλλαγή και νομή όχι μόνο συμμετείχε η μετέπειτα κυβερνώσα αριστερά, παρότι συνιστούσε ακόμη τότε ένα μικρό κόμμα, αλλά ήταν εκείνη που παρείχε την ιδεολογική της βάση. Μια βάση φτιαγμένη από αριστερά (και πασοκικά) υλικά, ακόμη κι όταν κυβερνούσε η ΝΔ το 2004-09. Αυτά ήταν λοιπόν τα δύο πρώτα μνημόνια, εξ ου και η δημοσιονομική κατάρρευση του 2010 είχε ως ένα από τα βασικά της αίτια τη χρεοκοπία του ασφαλιστικού. Δεν θα υπήρχε χρεοκοπία χωρίς τις συναφείς πελατειακές εξαρτήσεις, ούτε χωρίς τη λαϊκιστική ιδεολογική νομιμοποίηση, είτε θέλουμε να πιάσουμε το νήμα αυτής της ιστορίας από τη δεκαετία του 1980, είτε από το 2001 ή το 2004. Αντιθέτως, το μνημόνιο Συριζανέλ ήταν ένα καθαρά «πολιτικό» μνημόνιο. Ήταν δηλαδή το αποτέλεσμα της στρατηγικής επιλογής μιας αριστερής κυβερνώσας ελίτ, που είχε μεν τη νωπή νομιμοποίηση να διαπραγματευτεί με τους εταίρους, όχι όμως να οδηγήσει τη σύγκρουση στα άκρα, όχι να βγάλει τη χώρα από το ευρώ (όπως ήταν η εναλλακτική με την οποία φλέρταρε ο Τσίπρας με τον Βαρουφάκη μέχρι τον Μάιο του ’15), όχι να διαλύσει τις τράπεζες και να εισάγει κάπιταλ κοντρόλς, όχι να υπογράψει νέο επαχθέστερο μνημόνιο 80 δισ. ευρώ, όταν η βάση σύγκρισης ήταν το «μέιλ Χαρδούβελη» και τα ψιχουλάκια του.

Με το μνημόνιο Συριζανέλ η κοινωνία δεν είχε καμία σχέση και δεν καρπώθηκε κανένα όφελος για να οφείλει να πληρώσει κατόπιν τον λογαριασμό – άσχετα βεβαίως αν αγνόησε όσους φώναζαν στις εκλογές του ’15 αλλά και στο δημοψήφισμα ότι η τυχοδιωκτική τακτική του Συριζανέλ οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή. Αυτό ήταν πάντως ένα μνημόνιο αποκλειστικά του Συριζανέλ, και τα 150-200 δισ. ευρώ που θα στοιχίσει συνολικά στην ελληνική οικονομία ήταν αποκλειστικά ευθύνη δική του και της διαπραγμάτευσής του. Ο άκρατος κυνισμός της διακυβέρνησής του στη συνέχεια, που έφθανε να τρομάζει και πολλούς αριστερούς μερικές φορές, από αυτό τον επώδυνο αλλά και πολύ ιδιοτελή συμβιβασμό ήταν που τροφοδοτούνταν.

Γ. Το Μάτι και ο κυνισμός της εξουσίας
Ο εν λόγω καθεστωτικός κυνισμός (που είχε προφανώς μεγάλη ανάγκη να χρησιμοποιεί ως προκάλυμμα το περιβόητο «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς) αναδείχτηκε σε όλο το μεγαλείο του στην τραγωδία στο Μάτι, το 2018, και τη διαχείρισή της από την τότε κυβέρνηση. Ήταν η τρίτη μεγάλη στιγμή σε αυτή την πορεία της αυτοσυγκρότησης της νέας πολιτικοκοινωνικής συμμαχίας, μόνο που τώρα ο κυρίαρχος λόγος ήταν καθαρά καθεστωτικού και προπαγανδιστικού τύπου. Ξαφνικά, εκεί, το αριστερό αφήγημα του «αγαθού λαού» και του «καλού λαϊκισμού» έγινε στάχτη μαζί με μια ολόκληρη περιοχή και πάνω απο 100 ανθρώπους. Ξαφνικά, έφταιγαν τα «αυθαίρετα» και οι αδιάφοροι πολίτες «που χτίζουν χωρίς κανόνες». Ξαφνικά, ο λαός δεν ήταν και τόσο αγνός αλλά το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει την πάρτη του. Ξαφνικά, ο τότε πρωθυπουργός που έσπευδε άλλοτε ως αρχηγός της αντιπολίτευσης μέχρι και στα διόδια για να σηκώσει τις μπάρες με το κίνημα ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ, διαπίστωνε «διαχρονικές ευθύνες όλων».

Με άλλα λόγια, το Συριζανέλ ερχόταν να αντικαταστήσει τη λαϊκιστική απάτη με την καθεστωτική και εξουσιαστική ισχύ όπου ο λαός (από τους «νοικοκυραίους» μέχρι τους μετανάστες/πρόσφυγες) αποκτούσε πλέον στα χέρια του μια απροκάλυπτα εργαλειακή χρήση. Μάλλον λοιπόν ήταν αναμενόμενο που όλος ο Σύριζα στράφηκε φανερά εκνευρισμένος κατά του «αγνώμονος λαού» και των «φασίζοντων νοικοκυραίων» (κυρίως δηλαδή κατά των μεσαίων στρωμάτων) όταν του γύρισαν μαζικά την πλάτη στις διπλές εκλογές του περασμένου Μαΐου. Πώς τολμούσαν όλοι αυτοί να αμφισβητήσουν τον φωτισμένο καθοδηγητή που ήξερε καλύτερα από τους ίδιους το καλό τους;

Μέσα από αυτές τις τρεις μεγάλες εμπειρίες, η παράταξη ήταν πλέον το 2019 σχηματοποιημένη και αποκρυσταλλωμένη, μάλιστα παρά την αποχώρηση των ΑΝΕΛ που μπορεί να «έσβησαν» προσφάτως ως κόμμα αλλά το βάρος της κληρονομιάς που άφησαν στο Σύριζα ήταν αντιστρόφως ανάλογο του μικρού ποσοστού τους. Η παράταξη αυτή θα ήταν γενικώς του «αντι-», του ελληνικού εξαιρετισμού, της εχθροπάθειας, ακόμη περισσότερο ένα κόμμα της εξουσίας και του κράτους, κυνικό και όχι κοινωνικό πλέον.

2. Το φιλελεύθερο μετριοπαθές Κέντρο

Αν έπρεπε πάντως να κρατήσουμε κάτι από τη μαρξιστική βουλγκάτα είναι ότι την ιστορία την προχωρά η διαλεκτική των αντιφάσεών της. Πράγματι, ως αντίδραση στην παράταξη της αντιστασιακής Ελλάδας άρχισε σιγά-σιγά, λίγο μετά από την εμφάνιση της τελευταίας, το 2011, η συγκρότηση του μετριοπαθούς φιλελεύθερου Κέντρου. Ήταν μια μάλλον χαλαρή συμμαχία φτιαγμένη από πολλά και διαφορετικά υλικά καθώς το παρελθόν και η προϊστορία τού καθενός από τα κομμάτια της ήταν πολύ διαφορετικά: εκτείνονταν από την προοδευτική Αριστερά ως τη φιλελεύθερη Δεξιά. Κυρίως όμως εκείνο που, ακόμη άρρητα, τη συνέδεε, ιδίως μετά το 2015, ήταν αφενός ο φόβος από μια καταστροφική διακυβέρνηση η οποία υπήρχε κίνδυνος να αποκόψει σταδιακά τη χώρα από τον αναπτυγμένο κόσμο, αφετέρου ο αδιαπραγμάτευτος φιλοευρωπαϊσμός της. Είχε, ωστόσο, την ιδιαιτερότητα ότι παρέμεινε για καιρό πολιτικά ανέστια. Αρχικά, επιχείρησε να στοιχηθεί πίσω από μικρότερα σχήματα της σκεπτόμενης κεντροαριστεράς (ή που πάντως έτσι αυτοπροβλήθηκαν, αρχικά) όπως η ΔΗΜΑΡ και το Ποτάμι, μέχρι που σύντομα αυτοί οι σχηματισμοί ανέδειξαν τα όριά τους ή ακόμη χειρότερα άρχισαν να φλερτάρουν ανοιχτά με το ΣΥΡΙΖΑ, ακυρώνοντας την ίδια την υπόστασή τους. 

Α. Μένουμε Ευρώπη
Αλλά οι πρωτοβουλίες που τελικά θα της έδιναν μεγαλύτερη αυτοσυνείδηση δεν προέρχονταν από τα πάνω, δηλαδή από τη συγκροτημένη στρατηγική κάποιου κομματικού φορέα, αλλά από τα κάτω, από λιγότερο ή περισσότερο συγκροτημένες κινήσεις της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών. Η πρώτη της μεγάλη στιγμή ήταν το κίνημα «Μένουμε Ευρώπη» το οποίο σημειωτέον οργανώθηκε από πρωτοβουλία μιας μικρής ομάδας πολιτών πριν την προκήρυξη του δημοψηφίσματος του 2015 και χωρίς να αφορά αρχικά αυτό το ίδιο, ασχέτως αν μετά την προκήρυξή του ταυτίστηκε όπως ήταν ευνόητο με την παράταξη του ΝΑΙ. Επρόκειτο για κάτι πραγματικά καινοφανές για την ιστορία των λαϊκών κινητοποιήσεων στη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν αφορούσε συντεχνιακά αιτήματα ομάδων συμφερόντων και δεν προέβαλε τα κλασικά «αντι-ιμπεριαλιστικά» συνθήματα της αντιστασιακής Ελλάδας, ενώ υπερασπιζόταν γενικές αρχές της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας καθώς και τον εν γένει φιλοδυτικό τρόπο ζωής. Δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τέτοιο τουλάχιστον στη μεταπολιτευτική περίοδο. Η παράταξη του ΝΑΙ ηττήθηκε μεν φαινομενικά στο δημοψήφισμα αλλά είχε πετύχει κάτι περίπου αδιανόητο για την ελληνική πολιτική κουλτούρα: υποστηρίζοντας σαφώς αντιδημοφιλείς απόψεις (το εύκολο ήταν προφανώς να λέει κανείς «όχι» στα μνημόνια) που απλώς ήταν σωστές και αναγκαίες για τη χώρα, είχε κατορθώσει χωρίς καμία κομματική στήριξη να συγκεντρώσει κοντά στο 40% στο δημοψήφισμα, καταδεικνύοντας έτσι τις ουσιαστικές μετατοπίσεις νοοτροπιών που είχε επιφέρει η κρίση και οι συγκρούσεις της. 

Β. Η εσωκομματική εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη
Έτσι, παρότι υπόγειες και χωρίς να έχουν εγγραφεί ακόμη στη συνείδηση του πολιτικού συστήματος, οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για τη μεγάλη ανατροπή, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ τον Ιανουάριο του 2016, με ένα αουτσάιντερ όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης να κερδίζει τελικά το αρχικά αδιαφιλονίκητο φαβορί και ήδη υπηρεσιακό αρχηγό του κόμματος και πολύ παλιού κομματικού στελέχους, τον Ευ. Μεϊμαράκη. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι η νίκη αυτή ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της βουβής κινητοποίησης του μη κομματικού μηχανισμού της ΝΔ, και των δεκάδων χιλιάδων απλών «φίλων» (δλδ. των μη μελών) που στήθηκαν εκείνες τις μέρες υπομονετικά στις ουρές των εκλογικών κέντρων για να δώσουν τη στήριξή τους σε έναν υποψήφιο που δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός στο βαθύ κόμμα και δεν ταίριαζε με το τυπικό δεξιό προφίλ των υπολοίπων συνυποψηφίων του. Η ανατροπή ήταν όμως καίριας σημασίας διότι στο εξής και όσο εμπεδωνόταν το νέο πιο φιλελεύθερο προφίλ της ΝΔ υπό τον νέο πρόεδρό της, τόσο συγκέντρωνε και στέγαζε μεγαλύτερα τμήματα του μετριοπαθούς Κέντρου, ώσπου έφθασε τελικά να το εκφράζει σχεδόν αποκλειστικά, εξαφανίζοντας αντιστοίχως γειτονικά κόμματα όπως το Ποτάμι. 

Γ. Οι εκλογές του Μαΐου 2019
Στις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές εκλογές του περασμένου Μαΐου ήταν η πρώτη ευκαιρία που δινόταν μετά από τέσσερα χρόνια να βρουν κι επίσημη έκφραση οι πολιτικο-κοινωνικές διεργασίες αυτές, και τούτο αφορούσε πρωτίστως τον χώρο του Κέντρου που ερχόταν πλέον με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση στο προσκήνιο ως αναγνωρίσιμη και συμπαγή ομάδα, χωρίς την πολυδιάσπαση που τη χαρακτήριζε τα προηγούμενα χρόνια. Η ισχυρή παρουσία της ήταν αυτή που ουσιαστικά άλλαξε τις ισορροπίες και προσδιόρισε τη μεγάλη διαφορά της ΝΔ από το Σύριζα με σχεδόν 10%, αλλά κι έθεσε τις προϋποθέσεις για την αλλαγή της κυβέρνησης στις βουλευτικές, λίγο μετά. Κι έτσι, ενώ δεν αποτελούσε και δεν αποτελεί την πλειοψηφική ομάδα της νέας κυβερνώσας παράταξης κατάφερε σε μεγάλο βαθμό, λόγω και της ποιότητας των παρεμβάσεών της και της συνολικής βαρύνουσας παρουσίας της, να καθορίζει και τις βασικές παραμέτρους της ατζέντας του εκσυγχρονισμού της χώρας μετά τα μνημόνια και την κρίση.

Εκεί βρισκόμαστε σήμερα, δέκα χρόνια μετά. Με δύο πλήρως σχηματισμένες πολιτικοκοινωνικές παρατάξεις, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, που εκφράζουν δύο εντελώς αποκλίνουσες αναπτυξιακές προοπτικές. Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους που τα εκσυγχρονιστικά του διλήμματα δημιουργούν τέτοιες πολώσεις. Και σχεδόν πάντα οι εντάσεις αυτές συνοδεύονταν από εθνικές κρίσεις όπως αυτή της δεκαετίας του 2010. Το παρήγορο είναι ότι παρά την περί του αντιθέτου εντύπωση, το ελληνικό κράτος κατάφερνε πάντα έστω αργοπορημένα να προλαβαίνει το τρένο του εκσυγχρονισμού. Εκτός από φάρσα, η ιστορία μπορεί κάλλιστα να επαναλαμβάνεται και ως δράμα με χάπι εντ.

* Ο Δ.Σ. είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο 
Πελοποννήσου και Γραμματέας Σύνταξης της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το 
βιβλίο του «Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον εικοστό αιώνα, 1910-2001», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ