Πολιτικη & Οικονομια

Δεν είναι στραβός ο γιαλός. Εμείς στραβά αρμενίζουμε.

Η ραγδαία επιδείνωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν για ορισμένους παρατηρητές αναμενόμενη εξέλιξη

4766-35219.jpg
Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 727
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κυριάκος Μητσοτάκης, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν © ΓτΠ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ / INTIME NEWS
© ΓτΠ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ / INTIME NEWS

Ο Νίκος Γεωργιάδης ακτινογραφεί τις εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Στην αρχή ήταν το μεταναστευτικό ζήτημα που θεωρήθηκε από το κυβερνητικό επιτελείο ως βασική πολιτική προτεραιότητα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Στη συνέχεια  τα ελληνοτουρκικά κατέλαβαν την πρωτοκαθεδρία ως προς τις κυβερνητικές προτεραιότητες. Και τα δύο ζητήματα μαζί θα αποτελέσουν πρόκριμα για την κυβερνητική πορεία διότι και τα δύο θέματα είναι στρωμένα με ναρκοπέδια.

Οι χειρισμοί του κυβερνητικού επιτελείου οδήγησαν στην αυτοπαγίδευση. Η σπουδή με την οποία έσπευσαν οι αρμόδιοι να ανακοινώσουν τη λήψη μέτρων για το μεταναστευτικό, φερ’ ειπείν, εξέθεσε τους αρμοδίους υπουργούς αλλά και τον πρωθυπουργό, ιδιαίτερα από τη στιγμή που διαφάνηκε πως για την κατασκευή των κλειστών κέντρων κράτησης δεν είχε προβλεφθεί η πηγή χρηματοδότησης του έργου. Η άρνηση της Κομισιόν να συμβάλει στην κατασκευή των υποδομών για αυστηρά πολιτικούς και νομικούς λόγους κατέδειξε την επιπολαιότητα των σχεδιαστών της κυβερνητικής πολιτικής. Αν προσθέσει κανείς τις επικρατούσες αντικειμενικές συνθήκες και λάβει υπ’ όψιν τους πραγματικούς αριθμούς, τότε αντιλαμβάνεται και ο πλέον άσχετος παρατηρητής πως το μεταναστευτικό είναι από τα ζητήματα που θα «σκάσουν» στα χέρια της παρούσης διακυβέρνησης με τον ίδιο τρόπο που  «έσκασε» στα χέρια του Τσίπρα το 2015.

Το δεύτερο ζήτημα που αναμένεται να αυτοεκραγεί στα χέρια της παρούσης κυβέρνησης είναι τα ελληνοτουρκικά. Πρόκειται για κάτι που ο Κυριάκος Μητσοτάκης το απευχόταν, αν δεν το ξόρκιζε. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ακόμη και στο άμεσο περιβάλλον του τον είχαν προειδοποιήσει πως το ενεργειακό ζήτημα της Ανατολικής Μεσογείου και άρα και του Νοτίου Αιγαίου αποτελεί προτεραιότητα στρατηγικής φύσης για τον Ταγίπ Ερντογάν. Η στελέχωση του μηχανισμού άσκησης εξωτερικής πολιτικής κατέδειξε από την αρχή πως η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το θέμα δίνοντας την αίσθηση πως πειραματίζεται. Απονεύρωσε το καθ’ ύλη αρμόδιο Υπουργείο Εξωτερικών με πολιτικές επιλογές προσώπων που αν μη τι άλλο δεν διέθεταν καμία πείρα στη διαχείριση θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Στη συνέχεια ευνουχίστηκε το σχέδιο θέσπισης Συμβουλίου Ασφαλείας. Αντ’ αυτού δημιουργήθηκε η θέση Συμβούλου Ασφαλείας  και στη συνέχεια προστέθηκε και η θέση του αναπληρωτή συμβούλου Ασφαλείας. Ούτε τότε έγινε δουλειά αφού την εξωτερική πολιτική της χώρας επί της ουσίας διαμόρφωνε το τελευταία τετράμηνο η κυρία Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, ως διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού. Η ίδια έκανε επίσης κουμάντο στο ΥΠΕΞ και μάλιστα αντ’ αυτού (του πρωθυπουργού). Τελικά η κυρία Παπαδοπούλου κατόρθωσε να καπαρώσει τη θέση του μελλοντικού πρέσβη της Ελλάδας στην Ουάσινγκτον οπότε ετοιμάζει ήδη τις βαλίτσες της. Μόνον που με αυτό τον τρόπο δεν ασκείται εξωτερική πολιτική σε μία χώρα που έχει να αντιμετωπίσει την Τουρκία. Για να είμαστε σοβαροί.

Η ραγδαία επιδείνωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν για ορισμένους παρατηρητές αναμενόμενη εξέλιξη. Θα είχε σημειωθεί ανεξάρτητα με το ποιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας. Ήδη από την υπόθεση των 8 τούρκων στρατιωτικών η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται. Οι εξελίξεις στη Συρία επιτάχυναν και την ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών από την Άγκυρα. Το ένα έφερε το άλλο. Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης στο Ισραήλ και η ανομολόγητη πλην όμως καταγεγραμμένη διπλωματική και στρατιωτική οπισθοχώρηση των ΗΠΑ στη Συρία σε συνδυασμό με την ενίσχυση της θέσης της Ρωσίας στην Εγγύς Ανατολή, όλα τα παραπάνω συνέβαλαν στη διαμόρφωση των ισχυουσών διπλωματικών και στρατιωτικών προτεραιοτήτων της Τουρκίας στην περιοχή. Σημαντικό μέρος αυτής της στρατηγικής της Τουρκίας είναι η Ανατολική Μεσόγειος. Με λίγα λόγια ήταν τυφλός ή εθελοτυφλούσε ο κάθε παράγων στο ΥΠΕΞ και το Μαξίμου, όταν δεν έβλεπε τις εξελίξεις και δεν κατανοούσε το πώς και κυρίως το πότε θα εκδηλωθούν.

Σύμφωνα με έμπειρα διπλωματικά στελέχη του ελληνικού ΥΠΕΞ  το σκηνικό μεταξύ Καστελορίζου, Κρήτης, Κύπρου και Τομπρούκ θα έχει ξεκαθαρίσει έως τον Μάρτη του 2020. Μέχρι τότε θα έχει διαμορφωθεί και μία πληρέστερη εικόνα σχετικά με τον συσχετισμό των στρατιωτικών δυνάμεων των εμπολέμων στη Λιβύη. Κατά  τους παρατηρητές του ΟΗΕ η πλάστιγγα αυτή τη στιγμή φαίνεται να γέρνει υπέρ του στρατάρχη Χαφτάρ, πολέμαρχου και ηγέτη της κυβέρνησης της Βεγγάζης, ο οποίος πολεμά με ρωσικά όπλα κατά της κυβέρνησης της Τρίπολης που στηρίζει η Τουρκία όσο και οξύμωρο κι αν ακούγεται. Μέχρι τον Μάρτιο είτε ο στρατάρχης Χαφτάρ θα έχει κερδίσει το παιγνίδι είτε ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη θα έχει εξελιχθεί σε μία μείζονος σημασίας περιφερειακή κρίση με την εμπλοκή και άλλων χωρών όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, η Γαλλία (;) κλπ. Με λίγα λόγια, η στρατηγική της Άγκυρας για την οριοθέτηση των ΑΟΖ μέσω της συμφωνίας που υπέγραψε με τη Λιβύη περνά από τις στρατιωτικές εξελίξεις στη Λιβυκή Έρημο. Το πιθανότερο είναι ότι η συμφωνία αυτή δεν πρόκειται στο άμεσο μέλλον να επικυρωθεί από κάποιον έγκυρο θεσμό της Λιβύης. Έτσι η Τουρκία θα επιχειρήσει να «σκηνοθετήσει» εμπλοκή στη βάση της ισχύος της συμφωνίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης σε θεωρητικό επίπεδο. Η «σκηνοθεσία» θα χρησιμοποιήσει ως γεωγραφικό ντεκόρ κάποιο σημείο μεταξύ Ρόδου, Καστελορίζου, Καρπάθου και Κάσου, αλλά πιθανώς νοτίως και της Κρήτης και σε απόσταση 48 μιλίων από τις ακτές της  Σητείας. Πρωταγωνιστής του σκηνικού θα είναι κάποιο από τα τουρκικά γεωτρύπανα. Η Τουρκία δεν ενεργεί ποτέ αν δεν έχει διασφαλίσει την επιτυχία του εγχειρήματος. Θα «σκηνοθετήσει» εμπλοκή μόνο αν είναι σίγουρη πως το πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό τοπίο είναι υπό έλεγχο. Εάν δεν διαθέτει όλες τις δυνατές διασφαλίσεις τότε δεν θα αναλάβει πρωτοβουλία. Ο μόνος ουσιαστικά τρόπος αποτροπής τέτοιων εμπλοκών εξαρτάται άμεσα από τη στάση των ΗΠΑ και της Γαλλίας στο σημείο τριβής (φυσική παρουσία) αλλά και από τη διάθεση της Αθήνας. Αν δηλαδή είναι διατεθειμένη να ανεχθεί τέτοια «σκηνοθετικά» παιγνίδια.

Ο τελικός σκοπός της Τουρκίας δεν είναι η πολεμική σύρραξη αλλά ο εξαναγκασμός της Αθήνας να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εφ’ όλης της ύλης. Δηλαδή συζήτηση για την υφαλοκρηπίδα, τις ΑΟΖ, το Κυπριακό, τον αφοπλισμό των νησιών, τον εναέριο χώρο, το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Πρόκειται για μία προοπτική την οποία από τη Συνθήκη της Λωζάνης και μάλιστα εξ ορισμού η Αθήνα απεύχεται.

Έφθασε ενδεχομένως η ώρα μίας σχετικής αναδίπλωσης. Οι συνθήκες που όριζαν το πολιτικό, οικονομικό και το στρατιωτικό περιβάλλον της Συνθήκης της Λωζάνης άλλαξαν θεαματικά. Οι συνθήκες που διαμόρφωσαν το πλαίσιο διαχείρισης του Κυπριακού άλλαξαν επίσης δραματικά. Δεν μπορούμε πλέον να ομιλούμε με ανακλαστικά του Μεσοπολέμου ούτε και της δεκαετίας του 1970. Δεν πρέπει να συρθεί η Αθήνα σε μία διαπραγμάτευση με την Τουρκία. Πρέπει η Τουρκία να αναγκαστεί να παρακαθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτή θα ήταν η πραγματική «πολιτική μαγκιά» και όχι οι κραυγές και οι ψίθυροι.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ