Πολιτικη & Οικονομια

Διαρκής ανάπτυξη και μακροζωία: ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό

Οι κοινωνίες υπερηλίκων αντιστέκονται στις καινούργιες ιδέες και γίνονται πολύ συντηρητικές

Θανάσης Δρίτσας
Θανάσης Δρίτσας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
live-long-cover-2-768x512.jpg

Ο σύγχρονος καπιταλισμός και η καταναλωτική κοινωνία μπορούν σήμερα να κολακεύουν τους υπερήλικες χαρίζοντας παροδικές ψευδαισθήσεις νεότητας.

Ο Μαθουσάλας έζησε πολλές εκατονταετίες σε βιβλικές εποχές και θεωρήθηκε ευλογημένος από τον Θεό. Όλοι οι πλούσιοι και ισχυροί άνθρωποι ανά τους αιώνες προσπάθησαν να βρουν το ελιξήριο της νεότητας αλλά δυστυχώς χωρίς επιτυχία, αφού ο πλούτος και η υλική ευμάρεια μπορεί μεν να συντελούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, αλλά δεν μπόρεσαν να επιμηκύνουν σημαντικά τη διάρκεια του βίου. Επίσης ο σύγχρονος καπιταλισμός και η καταναλωτική κοινωνία μπορούν σήμερα να κολακεύουν τους υπερήλικες χαρίζοντας παροδικές ψευδαισθήσεις νεότητας μέσα από τις πλαστικές και αισθητικές επεμβάσεις, τη χορήγηση ορμονών, τη διάθεση των νέων φαρμάκων για τη βελτίωση της σεξουαλικής ζωής, την εμφύτευση δοντιών και τριχών και πλείστα άλλα. Όμως ακόμη η μέση διάρκεια ζωής στο δυτικό κόσμο δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 75 περίπου χρόνια και πολύ λίγοι άνθρωποι στον πλανήτη ξεπερνάνε σήμερα τα 95 τους χρόνια ακόμη και σε αναπτυγμένες χώρες.

Αν εξετάσει κανείς επιστημονικά το ζήτημα της μακροζωίας θα ανακαλύψει ότι η παράταση της ζωής του ανθρώπου συνδέεται με ένα σύνολο αρνητικών παραμέτρων που πιθανά την καθιστούν μη εφικτή σε πολύ μακροπρόθεσμο επίπεδο. Αν εξετάσει κάποιος, για παράδειγμα, το πρόβλημα της αύξησης του πληθυσμού των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη θα διαπιστώσει τα εξής. Έχουμε συνηθίσει να χωρίζουμε τον κόσμο σε δύο ζώνες, τις αναπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες (υποκριτικός όρος για να μην τις λέμε υπανάπτυκτες). Θα παρατηρήσουμε λοιπόν ότι το ακαθάριστο εθνικό προϊόν αυξάνει ταχύτερα από τον πληθυσμό στις αναπτυγμένες ζώνες, ενώ το αντίστροφο συμβαίνει στις υπανάπτυκτες ζώνες του πλανήτη. Έτσι οι πλούσιες χώρες γίνονται πλουσιότερες και οι φτωχές φτωχότερες, η δε αύξηση του πληθυσμού στις φτωχές χώρες είναι ταχύτατη.

Στη Νότια Αμερική, για παράδειγμα, ο χρόνος διπλασιασμού του πληθυσμού είναι 25 χρόνια, ενώ σε πλανητική κλίμακα κυμαίνεται πάνω από 100 χρόνια, μάλιστα πριν από 300 χρόνια ο χρόνος διπλασιασμού του πληθυσμού ήταν περίπου 1500 χρόνια. Να προσθέσει μάλιστα κανείς ότι το 80% του γήινου πληθυσμού ζει σε υπανάπτυκτες περιοχές, ενώ μόλις το 20% ζει σε αναπτυγμένες περιοχές. Αντίστροφα το 75% του παγκόσμιου εισοδήματος παράγεται στις αναπτυγμένες χώρες και το 25% στις υπανάπτυκτες περιοχές. Έτσι αντιλαμβάνεται κάποιος πολύ εύκολα ότι η πληθυσμική έκρηξη σε δυσαναλογία με την παραγωγή εισοδήματος θα οδηγήσει σε τρομακτική εξάντληση των φυσικών πόρων και θα δημιουργήσει ανάγκη για περισσότερα αγαθά ιδιαίτερα στις πόλεις (είναι δεδομένη η μελλοντική σημαντική αύξηση των αστικών πληθυσμών και η επίταση της αστυφιλίας). Αν τώρα επανέλθουμε στο ζήτημα της μακροζωίας θα αντιληφθούμε ότι θα επιτείνει το πληθυσμικό πρόβλημα και επίσης το πρόβλημα της σίτισης των λαών της γης, που είναι ήδη σήμερα υπαρκτό. Δεύτερον, θα επιμηκύνει τα όρια συνταξιοδότησης και θα πολλαπλασιάσει τις ανάγκες για κοινωνικές και βιομηχανικές υποδομές. Τρίτον, θα επιτείνει ακόμη περισσότερο το φαινόμενο της αστυφιλίας δημιουργώντας περαιτέρω καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και μεγαλύτερη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Τέταρτον, το κόστος ζωής θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο και θα μαζικοποιηθεί η φτώχεια.

Ας υποθέσουμε ότι η ανθρώπινη ζωή παρατείνεται μέχρι τα 200 χρόνια, αλλά όπως σήμερα παίρνουμε σύνταξη στα 65-67 χρόνια τότε θα δημιουργηθεί μια κοινωνία γερόντων που θα οδηγήσει στην εξάλειψη κάθε μορφής ασφαλιστικού συστήματος (σε συντάξεις και περίθαλψη). Επίσης αυτή η μακρόβια κοινωνία γερόντων θα πάσχει από ανία, κατάθλιψη και τρομακτικό άγχος, αφού δεν θα γνωρίζει πώς να διαχειρισθεί ένα ατελεύτητο βίο 100 ετών μετά τη σύνταξη. Ακόμη και στην περίπτωση που καταφέρει η ανθρωποβιολογία να δημιουργήσει έναν ενεργό βίο μέχρι (π.χ. 180 χρόνια), τότε θα επιλυθεί μεν το ασφαλιστικό πρόβλημα αλλά θα υπάρχουν έντονα ψυχολογικά προβλήματα και άγχος των εργαζομένων (φανταστείτε την απάντηση στην ερώτηση πότε θα πάρω σύνταξη; Όταν γίνω 180 ετών!).

Ένα ακόμη βασικό και δισεπίλυτο πρόβλημα που συνδέεται με τη μακροβιότητα και τη δημιουργία κοινωνίας γερόντων είναι ότι οι κοινωνίες υπερηλίκων αντιστέκονται στις καινούργιες ιδέες και γίνονται πολύ συντηρητικές. Είναι ξεκάθαρο ότι οι επαναστατικές και φρέσκιες ιδέες στη ζωή, στην κοινωνία, την επιστήμη, την τέχνη γίνονται πάντα από πολύ νέους ανθρώπους και μια κοινωνία γερόντων θα αντιστέκεται στην πρόοδο και την αλλαγή. Μάλιστα το πρόβλημα είναι οξύτερο σε κοινωνίες όπως η ελληνική, εδώ οι γεροντότεροι δεν παραχωρούν εύκολα τα σκήπτρα στους νεότερους και αυτό είναι δεδομένο σε οικογενειακό, κοινωνικό, επιστημονικό και πολιτικό επίπεδο (αυτό που λέει ο λαός ότι ο Έλληνας δεν αφήνει εύκολα την καρέκλα του)

H «παρήγορη» ιδέα της γραμμικής-αέναης παράτασης του ανθρώπινου βίου συμβαδίζει με μιά άλλη έννοια που προβληματίζει εξίσου: την έννοια της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης. Μάλιστα οι οικονομικοί αναλυτές τονίζουν ότι η ανάπτυξη και η σταθερή οικονομική μεγέθυνση είναι απαραίτητες προκειμένου να σωθεί η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο κόσμος τελικά. Πόσο αλήθεια είναι όμως αυτό και πόσο εφικτή είναι η ιδέα της οικονομικής αειοφορίας για τον άνθρωπο και τον πλανήτη; Η σταθερή προς τα πάνω ανάπτυξη αποτελεί την προέκταση της ιδέας της γραμμικής συνάρτησης στη σφαίρα της οικονομίας όμως η γραμμική ανάπτυξη εμπεριέχει έναν ευδαιμονισμό ασύμβατο με τα δεδομένα των φυσικών και βιολογικών νόμων. Η γραμμική ανάπτυξη και η συνεχής μεγέθυνση προυποθέτει το αυτονόητο που είναι η μη εξάντληση των φυσικών πόρων του πλανήτη άρα η ιδέα της αειφόρου ανάπτυξης αποτελεί εκ προοιμίου μιαν αποτυχημένη ιδέα.

Ο γάλλος φιλόσοφος-πανεπιστημιακός δάσκαλος Serge Latouche  αναπτύσσει στο βιβλίο του «Le pari de decroissance» (κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο: Σερζ Λατούς-Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης, εκδόσεις Βάνιας) ενδιαφέρουσες απόψεις με αφορμή τα σύγχρονα παγκόσμια οικονομικά προβλήματα και προτείνει την αναπόφευκτη λύση της «Απο-ανάπτυξης» ως αντίβαρο των προβλημάτων που δημιουργεί σταθερά στον άνθρωπο και στον πλανήτη η κοσμοθεωρία της οικονομικής «μεγέθυνσης» που εκφράζεται ως ανάπτυξη μέσω της συνεχούς αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προιόντος (ΑΕΠ). Ο συγγραφέας αποσαφηνίζει ότι η ιδέα της οικονομικής μεγέθυνσης προέκυψε πριν από τέσσερις περίπου αιώνες όταν κοινωνία και οικονομία άρχιζαν να διαχωρίζονται όμως η ιδέα της οικονομικής μεγιστοποίησης άνθισε κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δηλαδή τη στιγμή κατά την οποία η Δύση λάνσαρε μέσω του Αμερικανού προέδρου Τρούμαν το εγχείρημα και το σύνθημα της ανάπτυξης.

«Δεν έχουμε παρά μια περιορισμένη ποσότητα δασών, νερού, γης. Εάν όλα αυτά τα μετατρέψετε σε κλιματιστικά, σε τηγανητές πατάτες και σε αυτοκίνητα, θα έρθει η ώρα που δεν θα έχετε τίποτα» γράφει χαρακτηριστικά η διάσημη συγγραφεύς Arundhati Roy σχολιάζοντας την σημερινή κοινωνία της οικονομικής μεγέθυνσης. Η κοινωνία μας συνέδεσε τη μοίρα της με μιαν οργάνωση θεμελιωμένη στην απεριόριστη συσσώρευση. Μόλις η μεγέθυνση σταματά έχουμε κρίσεις και αυτή η αναγκαιότητα της μεγέθυνσης  δημιουργεί ένα αέναο φαύλο κύκλο. Η απασχόληση, η πληρωμή των συντάξεων, η ανανέωση των δημόσιων δαπανών προυποθέτουν την σταθερή αύξηση του εγχώριου προιόντος. Από την άλλη μεριά η χρήση του νομίσματος και της πίστωσης παρέχουν την δυνατότητα σε όσους δεν έχουν επαρκή εισοδήματα να καταναλώνουν και να επενδύουν χωρίς να διαθέτουν το απαραίτητο κεφάλαιο. Έτσι η σχέση πίστωσης δημιουργεί την υποχρέωση να ξεπληρώνουμε το χρέος με τόκο και επομένως να παράγουμε περισσότερο από όσο λάβαμε. Η εξόφληση με τόκο εισάγει την αναγκαιότητα της μεγέθυνσης καθώς και μια ολόκληρη σειρά από αντίστοιχες υποχρεώσεις. Καταρχάς πρέπει να είμαστε φερέγγυοι, έτσι ώστε να μπορέσουμε να εξοφλήσουμε την πίστωση μέσα σε μια χρονική προθεσμία και ακολούθως πρέπει να παράγουμε με τρόπο εκθετικό έτσι ώστε να πληρώσουμε τους τόκους του χρέους. Όλες αυτές οι συνδυασμένες απαιτήσεις είναι που μας υποχρεώνουν τελικά να μεγεθυνόμαστε απεριόριστα. Αποικισμένη από την επικρατούσα χρηματοοικονομική λογική η οικονομία μοιάζει με γίγαντα με ασταθή ισσοροπία που δεν κρατιέται όρθιος παρά χάρη σε ένα συνεχές τρέξιμο, συντρίβοντας τα πάντα στο πέρασμα του. Επειδή από την μεγέθυνση ωφελούνται κυρίως οι πολύ πλούσιοι οι θετικές επιπτώσεις δεν εμφανίζονται (όταν εμφανίζονται) παρά με υψηλά ποσοστά. Μάλιστα σε ότι αφορά την  απασχόληση είναι πλέον γνωστό ότι χρειάζεται μια ετήσια μεγέθυνση πάνω από 2% προκειμένου να υπάρξει μια ελάττωση της ανεργίας. Αυτή λοιπόν η δικτατορία του ποσοστού μεγέθυνσης εξαναγκάζει τις αναπτυγμένες κοινωνίες να ζουν σε καθεστώς υπερ-μεγέθυνσης δηλ. να παράγουν και να καταναλώνουν πέρα από κάθε λελογισμένη αναγκαιότητα.

Η οικονομική μας μεγέθυνση προσκρούει στην βιωσιμότητα της βιόσφαιρας και ήδη υπερβαίνει κατά πολύ την ικανότητα φόρτωσης της Γης. Μια απεριόριστη μεγεθυνση είναι ασυμβίβαστη με ένα πεπερασμένο πλανήτη. Ακόμη και ο καταπληκτικός μηχανισμός της αυθόρμητης αναγέννησης της βιόσφαιρας (όταν υποβοηθείται επιπλέον από τον άνθρωπο) δεν μπορεί να λειτουργήσει με μανιώδη ρυθμό. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει στο σύνολο των προιόντων τα οποία υποβαθμίστηκαν από τη βιομηχανική δραστηριότητα να αποκατασταθούν εκ νέου όπως ήταν. Η οικονομική ανάπτυξη φαίνεται ότι όχι μόνο δεν είναι το γιατρικό για τα οικονομικά και κοινωνικά σύγχρονα προβλήματα αλλά αποτελεί την ίδια την πηγή του κακού. Ακόμη και η διαρκής αναπαραγωγή του αρπακτικού μας συστήματος δεν είναι πλέον δυνατή. Εάν όλοι οι πολίτες του κόσμου κατανάλωναν όπως οι Αμερικανοί ή έστω όπως οι μέσοι Ευρωπαίοι τα φυσικά όρια του πλανήτη θα είχαν ξεπεραστεί κατά πολύ. Η ανάλυση των σύγχρονων οικονομικών προβλημάτων από τον Σερζ Λατούς καταλήγει στο ότι η μελλοντική σωτηρία του ανθρώπου και του πλανήτη είναι αδύνατη χωρίς ένα αναγκαίο πρόγραμμα συστηματικής «Απο-ανάπτυξης». Αυτό απαιτεί βέβαια την αποδοχή μιας γενικευμένης οικολογικής και αντικαταναλωτικής κοσμοθεωρίας από τις νέες γενιές ανθρώπων πριν είναι πολύ αργά.

Ο ευδαιμονισμός του καταναλωτικού μοντέλου ζωής καλλιεργεί το διπλό όραμα παράλληλης διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης και μακροζωίας. Με βάση όμως τα αντικειμενικά επιστημονικά δεδομένα το διπλό αυτό «παρήγορο» όραμα συνδέεται με καταστροφή του περιβάλλοντος, περαιτέρω ελάττωση των φυσικών πόρων, μαζικοποίηση της φτώχειας, επιδείνωση της κοινωνικής στήριξης, αύξηση της οικονομικής ανισότητας και πτώση της ποιότητας ζωής. Μάλιστα αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις φαίνεται ότι θα πλήξουν περισσότερο τους νέους ανθρώπους. Οι εγκέφαλοι του κόσμου αντί να ερευνούν μεθόδους παράτασης της ανθρώπινης ζωής θα έπρεπε ίσως να απασχοληθούν σοβαρότερα με το πως θα σταματήσουν την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, πως θα διαφυλάξουν καλύτερα το φυσικό περιβάλλον και πως τελικά θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Θα πρέπει να μας προβληματίσει περισσότερο το ουσιώδες ερώτημα «Ζωή στα Χρόνια ή Χρόνια στη Ζωή;» διότι είναι πρακτικά αδύνατον να έχουμε και τα δύο στον ίδιο βαθμό.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ