Πολιτικη & Οικονομια

ΣΥ.ΡΙΖ.Α. REaLOADED

21393-71574.JPG
Βαγγέλης Αγγελής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κυβέρνηση μοιάζει να παραπαίει. Κοινοβουλευτικά, όλο και περισσότερο πλησιάζει στο μοιραίο «150». Δημοσκοπικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ανεβαίνει συνεχώς το τελευταίο διάστημα και με ένα σταθερότερο ρυθμό σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες. Φαίνεται πως όλο και περισσότεροι αρχίζουν να βλέπουν την Κουμουνδούρου ως τη λύση στο αδιέξοδο και αυτό έχει την εξήγησή του: το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί συστηματικά να γίνει ο εκφραστής των δύο βασικών πολιτικών θέσεων της ελληνικής κοινωνίας.

Γιατί, παρά το πολιτικό χάος που βιώνουμε, το εκλογικό σώμα φαίνεται να εμμένει σε δύο βασικές αντιλήψεις. Η πρώτη είναι μια αρνητική στάση απέναντι στην τρόικα, η οποία μάλιστα τείνει να αποκτήσει επιθετικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, στην τελευταία δημοσκόπηση της MRB που παρουσιάστηκε στην Real News, το 84,4% των ερωτώμενων απάντησε πως «η κυβέρνηση θα πρέπει να θέσει κάποιες κόκκινες γραμμές ως προς τις παραχωρήσεις που μπορεί να κάνει απέναντι στην τρόικα και να επιμένει σε αυτές ανεξάρτητα από τις συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν». Το καλοκαίρι, το ποσοστό θετικής απάντησης στην ίδια ερώτηση ήταν 78,2% .

Η δεύτερη βασική αντίληψη της πλειοψηφίας είναι πως η χώρα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό στις δημοσκοπήσεις, κυμαίνεται πάλι περίπου στο 80% (βλ. για παράδειγμα την πρόσφατη δημοσκόπηση της ΚΑΠA Research που δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής), γεγονός που μας δείχνει πως υπάρχει αναπόφευκτα ένα τεράστιο ποσοστό αλληλεπικάλυψης στις δύο αυτές κατηγορίες. Με λίγα λόγια, οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν μια επιθετική στάση απέναντι στην τρόικα, επιθυμούν ταυτόχρονα να παραμείνει η χώρα στο ευρώ και αυτό τελικά το μείγμα εκφράζει σε συντριπτικό ποσοστό την ελληνική κοινωνία, παρά τις επιμέρους απόψεις.

Τελευταία ο ΣΥΡΙΖΑ, ή τουλάχιστον η ομάδα πέριξ του κ. Τσίπρα, προσπαθεί να παρουσιάσει και τις δύο αυτές αντιλήψεις ως παγιωμένες θέσεις του κόμματος. Η επιθετική στάση έναντι της τρόικας ήταν δεδομένη, ενώ τώρα είναι φανερή και η προσπάθεια της Κουμουνδούρου να πείσει για τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό και την προσήλωσή της στο ευρώ, παρουσιάζοντας τις αντίθετες απόψεις εντός του κόμματος ως μειοψηφικές.

Το ζήτημα βέβαια δεν είναι κατά πόσο συμφωνούμε με αυτές τις απόψεις, αλλά κατά πόσο οι δύο αυτές απόψεις συμβιβάζονται μεταξύ τους. Μάλλον εκεί παίζονται όλα, και στη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι μπορεί να τις συμβιβάσει εφαρμόζοντας τες ταυτόχρονα, λύνοντας έναν γόρδιο δεσμό. Η διαχείριση αυτού του συμβιβασμού είναι το σημείο-κλειδί που μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στο ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει μια σημαντική υπεροχή, αντί ενός απλού εκλογικού προβαδίσματος.

Αν και πολλοί αναρωτιούνται πως θα το επιτύχει αυτό η ηγεσία του κόμματος όταν δεν έχει πείσει ούτε τους ίδιους της τους συντρόφους, νομίζω ότι για τους περισσότερους ψηφοφόρους το θέμα είναι αλλού. Ο συνηθέστερος προβληματισμός αφορά στο κατά πόσο τα νέα σοβαρά προβλήματα που έχουν προκύψει, μπορούν να λυθούν με παλιές συνταγές. Αυτό που συχνά καταλογίζεται στο ΣΥΡΙΖΑ είναι πως εκφράζει ένα παλιό μοντέλο, πως είναι απλώς ένα νέο ΠΑΣΟΚ κτλ. Ακόμα και αν η πλειοψηφία συμμερίζεται θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως είναι ας πούμε αυτές περί ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, περί απαγόρευσης ιδιωτικοποιήσης του νερού ή περί κινεζοποίησης του εργατικού δυναμικού στον ιδιωτικό τομέα, δεν σημαίνει ότι συμμερίζεται και μια επιστροφή σε ένα μοντέλο κράτους που ταλαιπώρησε τους πολίτες και το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πείσει ότι θα βάλει στην άκρη.

Εκτός αυτού όμως, φαίνεται πως ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος δεν έχει πειστεί για το κατά πόσο η άπειρη ηγεσία της Κουμουνδούρου είναι ικανή να φέρει εις πέρας μια δύσκολη αποστολή, όπως είναι η διπλωματική διαχείριση μιας πιθανής διαπραγμάτευσης απέναντι στις παλιές καραβάνες της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Είναι προφανές από τις δημοσκοπήσεις που δίνουν προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι και στον κ. Τσίπρα έναντι του κ. Σαμαρά, ότι οι πολίτες βλέπουν εδώ ένα αδύναμο σημείο.

Ο φόβος της ανωριμότητας και της πολιτικής απειρίας είναι γενικότερος. Στο ευαίσθητο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δώσει τα καλύτερα δείγματα γραφής. Στις 2 Αυγούστου του 2011 μέλη του ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποίησαν πορεία προς την πρεσβεία της Συρίας στην Αθήνα προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στη Συρία και για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην συριακή κυβέρνηση. Έντεκα μήνες αργότερα, όταν φάνηκε ότι δεν επρόκειτο απλώς για μια «λαϊκή εξέγερση» και ότι αντίθετα έχουμε να κάνουμε με μια περίπλοκη κατάσταση που εμπλέκει ισλαμιστές, τη Hezbollah και ένα σωρό άλλους, ο ΣΥΡΙΖΑ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία επιμέριζε την ευθύνη για την συριακή τραγωδία και στις δύο πλευρές. Η περίπτωση της Τουρκίας και της Αιγύπτου θα έπρεπε επίσης να διδάξουν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι οι εποχές που αγκαλιάζουμε όλες τις εξεγέρσεις στη βάση του «λαϊκού δικαίου» έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, από τότε που ο Σαρτρ και ο Φουκό έσπευσαν βιαστικά και αφελώς να γοητευτούν από την ιρανική επανάσταση των μουλάδων. Η διεθνής θέση της χώρας όμως δεν είναι ούτε φιλοσοφικό ζήτημα, ούτε παιχνίδι εντυπώσεων.

Παρόλα αυτά, το πολιτικό παιχνίδι πάει να μετατοπιστεί, αποκτώντας άλλα χαρακτηριστικά. Η φιλοευρωπαϊκή ρητορεία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ τείνει να αποκτήσει μια σταθερότητα και σιγά-σιγά πείθει αρκετούς ότι η αξιωματική αντιπολίτευση εισέρχεται σε μια τροχιά ρεαλισμού. Επίσης, τα υψηλά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ ξυπνούν σε κατηγορίες πολιτών αντανακλαστικά προσεταιρισμού της Κουμουνδούρου στη βάση μιας «ρεαλιστικής» προσέγγισης των πραγμάτων: τι θα γίνει αν καταρρεύσει το πολιτικό σύστημα και παρουσιαστεί κενό εξουσίας; Για κάποιους το βασικό ζήτημα είναι ήδη η επόμενη μέρα. Και εκτός των δύο κομμάτων που απαρτίζουν τη σημερινή συγκυβέρνηση, τα υπόλοιπα κόμματα είναι είτε ακραία (ΚΚΕ, Χρυσή Αυγή), είτε αρκετά αδύναμα και επαμφοτερίζοντα για να κυβερνήσουν (ΔΗΜΑΡ), είτε αρκετά αδύναμα για να κυβερνήσουν και με ηγέτες που θεωρούν ότι μας ψεκάζουν (Ανεξάρτητοι Έλληνες). Ταυτόχρονα, η είδηση στον διεθνή οικονομικό Τύπο είναι στις μέρες μας οι ΗΠΑ, που επέκριναν το αυστηρό μοντέλο δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει επιβληθεί στην Ευρώπη, και φαίνεται να ανακάμπτουν από την κρίση.

Έτσι, ο ρεαλισμός είναι τώρα ένα πεδίο στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται πως μπορεί να μπει και να παίξει. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να κατανοήσει το πρωθυπουργικό επιτελείο όταν βάζει τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να στηρίζει μια επικοινωνιακή πολιτική στον «πραγματισμό», κάνοντας λόγο για ισορροπίες και ρεαλιστικές αντιλήψεις. Την ίδια στιγμή που ελάχιστοι πιστεύουν ότι το σχέδιο εξόδου της κυβέρνησης από την κρίση έχει ρεαλιστικές προοπτικές, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει σταδιακά την ανοχή από ομάδες που ούτε ο πιο ευφάνταστος νους της Κουμουνδούρου δε θα φαντάζονταν μήνες πριν, όπως είναι μια μερίδα βιομηχάνων και κάποιες εστίες υποστήριξης πέραν του Ατλαντικού.

Γιατί τελικά, αυτό που κυρίως ευνόησε τη ρεαλιστική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τόσο ο ασαφής δρόμος που ο ίδιος επέλεξε, όσο το γεγονός ότι η αντίπαλη εγχώρια πολιτική τάξη αποδείχτηκε εξίσου «ουτοπική» συγκρινόμενη μαζί του (για να μην πούμε απλώς απαράδεκτη, ενθυμούμενοι τον Λιάπη). Εκείνο το τμήμα της που τουλάχιστον είχε καλές προθέσεις, πίστεψε σε μια κοινωνική μηχανική που θα μετέτρεπε μέσα σε δύο χρόνια την Ελλάδα σε Ολλανδία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη κοινωνικές και οικονομικές πραγματικότητες. Μια κοινωνική μηχανική ανάλογη με εκείνη που υποστήριξαν πολλοί παλαιο-μαρξιστές, όταν πίστεψαν ότι μπορούν – και ότι έχουν το δικαίωμα – να μετατρέψουν τους ρώσους χωρικούς σε ημι-διανοούμενους σοσιαλιστές προλετάριους. Η αφέλεια αυτών των καλοπροαίρετων ανθρώπων θα ήταν κατανοητή, εάν οι πράξεις τους δε στοίχιζαν τελικά τόσα πολλά και σε τόσους πολλούς.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ