Πολιτικη & Οικονομια

Χορεύοντας με τις σκιές στο Βαρώσι

Η Κύπρος χάθηκε από την προδοσία των «Τρωκτικών» που στη συνέχεια έζησαν πίνοντας το αίμα των σκιών

4766-35219.jpg
Νίκος Γεωργιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
gettyimages-652354972.jpg
© Sean Gallup/Getty Images/Ideal Image

Βαρώσι: Η πόλη της Κύπρου που νέκρωσε σε ένα πρωινό και μεταμορφώθηκε σε μια «πεθαμένη γη»

Ήταν τέλη Φλεβάρη, πριν από κάτι μήνες, όταν λίγο πριν το μεσημέρι πήρα τη δημοσιά για την Αμμόχωστο. Κάμπος εύφορος. Αριστερά η πράσινη γραμμή, η ουδέτερη ζώνη οργωμένη με τα φυλάκια και από τις δύο πλευρές να στέκουν, τα περισσότερα χωρίς φρουρά, με τις σημαίες εκατέρωθεν να ξεψυχούν κρεμασμένες, ακούνητες, στους ιστούς τους. Πέρασα τη βρετανική βάση, κοίταξα τις εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών, «κοιτούν την Εγγύς και Μέση Ανατολή από εδώ» είπα μέσα μου, είδα τα τακτοποιημένα κτίρια των Εγγλέζων, και μετά, γραμμή για το σύνορο. Ολιγόλεπτες διαδικασίες και ξαφνικά στα αριστερά ο αιφνιδιασμός. Κάτι σαν μυρμήγκιασμα στο σβέρκο από την αλλόκοτη εικόνα. Σύρματα και πράσινα πανιά, πινακίδες απαγορευτικές, ο φράχτης που συνεχίζεται για χιλιόμετρα, το «Τείχος» του 2019 και στο βάθος κάποια κίνηση. Μπήκα στην παλιά πόλη, αντίκρισα την εκκλησιά των Σταυροφόρων, άφησα στα αριστερά το κάστρο της Famagusta των Ιωαννιτών, ανέβηκα την ανηφόρα και έφτασα στον μαχαλά. Αιώνες τώρα, αυτός ο μαχαλάς ήταν μουσουλμανικός, τούρκικος, από τότε που οι τελευταίοι ιππότες πήραν τα μπογαλάκια τους και έφυγαν για τη Μάλτα. Άφησαν το κάστρο λάφυρο στους Οθωμανούς. Ο μαχαλάς, όπως κάθε παλιά «Μεδίνα» στις πόλεις της νοτίου και ανατολικής Μεσογείου, ακολουθεί το άναρχο σχέδιο (ανύπαρκτο σχέδιο) μίας ανθρωποκεντρικής πολεοδομίας. Στενά σοκάκια με τα σπίτια να κολλάνε το ένα πάνω στ’ άλλο, ψηλοί τοίχοι να περιβάλουν τις μικροσκοπικές αυλές, ψωριάρικα σκυλιά να γλείφουν τις πληγές τους, και μυρωδιές από τις κουζίνες, ανάκατες, μπλεγμένες, με επικυρίαρχα το κρεμμύδι και το σκόρδο.

Πάντα, από τους Οθωμανούς, μιλούσαν τούρκικα σε αυτή τη γωνιά της Αμμοχώστου. Οι Ρωμιοί δεν έμεναν εκεί, προτιμούσαν άλλες γειτονιές. Κάτω, ίσια σηκωνόταν το Κάστρο, λες και Ιωαννίτες με τις μαύρες κάπες μόλις είχαν μπαρκάρει με τα καράβια τους κυνηγημένοι. Ίσα μπροστά το λιμάνι. Αριστερά το «φάντασμα». Γυρίζεις νότια-νοτιοδυτικά από την πλατεία, παίρνεις τον δρόμο που σε οδηγεί, αναπόφευκτα, στο σύνορο. Το άλλο σύνορο. Εκείνο που χωρίζει την χώρα των σκιών από την Αμμόχωστο των ζωντανών. Παρκάρεις. Προχωρείς λίγα μέτρα, μπαίνεις στην άμμο και εκεί ορθώνεται μπροστά σου το «Σκιάχτρο», ο «Σκελετός», ο ίδιος ο πόλεμος ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου, τρύπες από οβίδες έχουν ανοίξει τα σωθικά του κτιρίου. Πάνω, σκουριασμένες και ερειπωμένες οι εγκαταστάσεις του ασανσέρ σε αυτό το πληγωμένο σκαρί. Για μέρες κρεμόταν από ένα καλώδιο ένα πτώμα που σάπιζε στον ήλιο. Το κατέβασαν με γερανό. Τον συνάντησε ο θάνατος την ώρα που κατέβαινε.

Το μάτι σου τρέχει την αμμούδα που συνεχίζεται για χιλιόμετρα. Δεξιά της, στο τέλος της παραλίας το Βαρώσι, γυμνό, νεκρό, μουγκό, λεπρό, απόκοσμο, φοβιστικό. Μία πόλη που ξαφνικά νέκρωσε εκείνο το πρωινό. «Έρχονται οι Τούρκοι». Το σινιάλο ήταν αρκετό. Μαζεύτηκαν, ούτε που το συζήτησαν, πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν και έφυγαν. Όλοι τους, μέσα σε λίγες ώρες. Άφησαν τις πόρτες ανοιχτές και το φαΐ στη φωτιά. «Έρχονται οι Τούρκοι» φώναξαν και έφυγαν. Δεν κοίταξαν πίσω. Πέρασαν στα μετόπισθεν, ξαπόστασαν και τότε κατάλαβαν πως είχε πια τελειώσει. Το Βαρώσι ήταν πίσω τους βουβό, κενό.

Σε αυτή την παραλία με το σύνορο πάνω στην άμμο, τα συρματοπλέγματα και τις πινακίδες, κάποτε, πριν τον πόλεμο, πριν την εισβολή, βρισκόταν μία πινακίδα. «Απαγορεύεται στους Τούρκους και στα σκυλιά». Τότε που το Βαρώσι με τα τεράστια ξενοδοχεία ανακύκλωνε την αλαζονεία και την αυταρέσκεια. Από τότε, το 1974, όταν οι Τούρκοι πάτησαν το Κάστρο, όταν οι Ρωμιοί αλαφιασμένοι και πανικόβλητοι έφυγαν κυνηγημένοι από τον φόβο, το Βαρώσι περιφραγμένο είναι μία «πεθαμένη γη». Μόνον τα πουλιά ανενόχλητα πετούν, οι γάτες και οι αρουραίοι. Στρατιές τρωκτικών άλωσαν την πόλη, μπήκαν στα σπίτια, κατέλαβαν τις πολυκατοικίες, ανέβηκαν στις ταράτσες. Έστησαν την αυτοκρατορία των τρωκτικών για δεκαετίες τώρα. Επέτρεψαν στα αναρριχητικά φυτά να θεριέψουν. Οι κισσοί κάλυψαν τις κολώνες, μετά τους τοίχους, μετά ολόκληρα τα σπίτια, μπήκαν από τα παράθυρα, έπνιξαν τις καπνοδόχους. Το Βαρώσι κατελήφθη από τους αρουραίους, τα σπουργίτια και τους κισσούς. Οι άνθρωποι έφυγαν. Έμειναν οι σκιές. Η πόλη σάπισε, νέκρωσε, αφυδατώθηκε, σώπασε.

Έφυγα, πήγα στο δρόμο για το λιμάνι, είδα από κοντά το Κάστρο, θεόρατο, γερό, καλοκτισμένο. Σκέφτηκα τους ηττημένους ιππότες να φθάνουν απελπισμένοι, κυνηγημένοι από τον Σαλαντίν. Έχασαν την Ιερουσαλήμ, έχασαν την Τύρο, τη Χάιφα και το υπέροχο κάστρο της Γιάφα. Έφθασαν στη Famagusta τους για να ησυχάσουν, πήγαν και στη Ρόδο αλλά ο Τούρκος τους νίκησε. Μοναδικό καταφύγιό τους η Μάλτα. Έφυγαν. Άφησαν πίσω τους τις πέτρες και τα γοτθικά κωδωνοστάσιά τους. Ηττήθηκαν.

Είχαν περάσει πια τρεις ώρες. Δεξιά και αριστερά καφενεία. Δεν σταμάτησα. Δεν ήπια ούτε έναν καφέ. Δεν κατέβασα ούτε μία γουλιά νερό. Έφυγα κυνηγημένος από τις σκιές. Στο στόμα μου η γεύση ήταν μεταλλική. Πήρα τη δημοσιά ανάποδα για το σύνορο. Δεξιά μου τώρα απλωνόταν το «φάντασμα».

Ήμουν μπερδεμένος τα τελευταία χρόνια. Βρισκόμουν στο νησί, όταν εκείνο το μεσημέρι έφθασε στα χέρια των πολιτικών το «Σχέδιο Ανάν». Βλέπεις, έπινα καφέ κάθε πρωί στο «Berlin», ένα κτίσμα πάνω στο οδόφραγμα της Λήδρας. Το τελευταίο τείχος της Ευρώπης. Στο Βερολίνο είχε πέσει το «αίσχος». Μόνον στη Λευκωσία ορθωνόταν με αγένεια μπροστά στα μάτια σου.

Τότε, ακόμη και μέχρι πρόσφατα, ήμουν μπερδεμένος. Πίστευα πως το νησί μπορεί να ζήσει ενωμένο. Χωριστά μεν, αλλά ενωμένο.

Εκείνο το απομεσήμερο του Φλεβάρη, όταν πέρασα το «σύνορο» και σταμάτησα δεξιά για να ξαλαφρώσω, δεν ήμουν πια μπερδεμένος. Ήταν ολοφάνερο. Ένα σύνορο, δύο κόσμοι, δύο κουλτούρες, δύο θρησκείες, δύο γλώσσες, δύο οικονομίες, δύο χαμένες μνήμες. Τίποτε το κοινό. Πολύς πόνος ανάμεσά τους, πολύ αίμα και θανατικό.

Η Κύπρος χάθηκε από την προδοσία των «Τρωκτικών» που στη συνέχεια έζησαν πίνοντας το αίμα των σκιών, μέχρι που και αυτές είπαν, νισάφι. Τα φασιστικά τάγματα της ΕΟΚΑ και του Ντενκτάς, του Γρίβα και των άλλων, έστησαν τη στρατιά των αρουραίων, αυτά τα θρασίμια της Ιστορίας. Το χε πει ο ποιητής, το ’γραψε, στις Γάτες του Αϊ-Νικόλα, αιώνες τώρα δηλητήριο, αιώνες τώρα δηλητήριο. Αυτοί κέρδισαν τελικά, έφαγαν τις σάρκες των ανθρώπων και μετά τα σωθικά της ιστορίας, τελικά ρούφηξαν και την τελευταία σταγόνα και άφησαν το Βαρώσι να θυμίζει τη νίκη τους. Τώρα είναι πια αργά. Κανείς δεν θυμάται. Όλοι ξέχασαν. Οι προδότες πέθαναν. Δεν υπάρχουν πια μάρτυρες. Το έγκλημα ήταν τέλεια στημένο. Στρατιές τρωκτικών…!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ