Πολιτικη & Οικονομια

Φωτιά και τσεκούρι για κάθε αντίπαλο

27006-59247.jpg
Δημήτρης Ψυχογιός
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διάβασα στα Νέα πως δημοπρατείται αυτές τις ημέρες επιστολή του Κολοκοτρώνη του 1822 στην οποία εμφανίζεται ξανά η περίφημη φράση «φωτιά και τσεκούρι» – που ως τώρα γνωρίζαμε πως είχε χρησιμοποιηθεί από τον «Γέρο του Μωριά» το 1826 ως απειλή αντίποινων για τους «προσκυνημένους», όσους δηλαδή παραδίδονταν χωρίς μάχη στον Ιμπραήμ Πασά (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Φωτιά και τσεκούρι» ξανά, 191 χρόνια μετά).Ο Κολοκοτρώνης, που είναι εκείνη την εποχή επικεφαλής της πολιορκίας της Πάτρας, καλεί τους κατοίκους της Λιοδώρας «από Ζάτουνα έως Άσπρα Οσπήτια» να στρατευθούν υπό τις διαταγές του «γενναιότατου χιλιάρχου Δημητράκη Πλαπούτα». Προσθέτει πως του έχει δώσει την άδεια για όσους δεν υπακούσουν «να θύση και να απολέση με φωτιά και με τζεκούρι».

Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:

«Εις Ελόγου Σας χωρία της Λιοδώρας, όλα από Ζάτουνα έως ΑσπραΟσπήτια. Ευθύς όπου λάβετε το παρόν μου να ακούσετε την φωνήν του γενναιοτάτου χιλιάρχου Δημητράκη Πλαπούτα, τον οποίον διορίζω με πληρεξουσιότητα να πάρη τα άρματά σας, και όλοι μαζύ να ελθήτε το ογληγορώτερον κατά το χρέος σας. Του έδωσα άδεια διά εκείνους από εσάς οπού δεν θελήσουν, να θύση και να απολέση με φωτιά και με τζεκούρι, οι δε λοιποί είσθε εις την αγάπην μου, και κάμνετε το χρέος σας με προθυμίαν, και ελπίζω ότι θ' ακολουθήσετε χωρίς δυσκολίας. Ακολουθήσατε λοιπόν, καθώς σας γράφω, και ακολουθήσατε τον Καπιτάν Δημητράκη, να προφθάσετε το ογληγορώτερον.

15 Ιουνίου 1822, Σαραβάλι, εκ της πολιορκίας Πατρών,

Ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης».

«Είναι η πρώτη φορά που ο Κολοκοτρώνης χρησιμοποιεί αυτή τη φράση σε μια προσπάθειά του να επιστρατεύσει τον κόσμο να βοηθήσει στην πολιορκία της Πάτρας … Η επιστολή ουσιαστικά συνοδεύει τον Πλαπούτα και μέσω αυτής προσπαθεί να επιστρατεύσει τον κόσμο που προτιμούσε να πάει να δει τα γεννήματά του, από το να πάει στον πόλεμο», εξηγεί ο ιδιοκτήτης του οίκου δημοπρασιών Πέτρος Βέργος στην εφημερίδα. Η επιστολή ανήκει σε απογόνους οικογένειας οπλαρχηγού της επανάστασης, οι οποίοι όμως επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, διευκρινίζεται στο ρεπορτάζ.

Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι: Ο Κολοκοτρώνης δεν θέλει να επιστρατεύσει πολεμιστές για να συνεχίσει την πολιορκία της Πάτρας αλλά για να επιτεθεί στο Άργος, να διαλύσει τη Βουλή και το Εκτελεστικό και να εγκαταστήσει στρατιωτική κυβέρνηση. Αποτελεί απειλή προς τους πολιτικούς του αντιπάλους και όχι προς τους συνεργάτες του εχθρού.

Στις αρχές του 1822 στην επαναστατημένη Ελλάδα η κατάσταση έχει ως εξής: έχει γίνει η εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, έχει συγκροτηθεί Βουλή και Εκτελεστικό, υπάρχει κυβέρνηση που εδρεύει στο Άργος, παραμένουν όμως και οι τρεις τοπικές κυβερνήσεις που έχουν συγκροτηθεί στην Πελοπόννησο, την Ανατολική και τη Δυτική Στερεά (Πελοποννησιακή Γερουσία, Άρειος Πάγος και Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, αντίστοιχα). Στο στρατιωτικό μέτωπο, έχει καταληφθεί και λαφυραγωγηθεί ο Ακροκόρινθος από τους επαναστάτες με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, πολιορκούνται το Ναύπλιο και η Πάτρα. Παράλληλα όμως έχει παραδοθεί και δολοφονηθεί ο Αλή Πασάς στα Γιάννενα, η κυβέρνηση φοβάται ότι τα τουρκικά στρατεύματα θα κινηθούν προς τη Στερεά και την Πελοπόννησο για να καταπνίξουν την επανάσταση – όπως και πράγματι έγινε, πρόκειται για τη γνωστή «Εκστρατεία του Δράμαλη».

Η κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Θεόδωρο Νέγρη και υπουργό Στρατιωτικών τον Ιωάννη Κωλέττη, αποφασίζει να οργανώσει στρατό 17.000 ανδρών για να αντιμετωπίσει την εισβολή και να συνεχίσει την πολιορκία της Πάτρας. Το πρόβλημα είναι πως όλοι αυτοί οι επικεφαλής που θα συγκεντρώσουν στρατό από διάφορες επαρχίες, θεωρούνται πολιτικοί φίλοι της. Αυτό ανησυχεί τους αντιπάλους της, κυρίως τους οπλαρχηγούς, που το αντιμετωπίζουν ως πράξη αποδυνάμωσής τους. Πάντως αρχικά είχε προταθεί στον Κολοκοτρώνη να εκστρατεύσει στη Δυτική Ελλάδα και είχε αρνηθεί, επικαλούμενος την ανάγκη να καταληφθεί η Πάτρα. Είχε στείλει τον γιο του Γενναίο με τετρακόσιους άνδρες.

Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, το θέμα είναι ότι η αντίπαλη των κλεφτών Κολοκοτρωναίων οικογένεια των προκρίτων Δηλιγιανναίωνέχει δικαίωμα να στρατολογεί στην Καρύταινα – αλλά οι Καρυτινοί «αποτελούσαν την τοπική δύναμιν του Κολοκοτρώνη», σημειώνει ο Διονύσιο Κόκκινος. Το ίδιο πρόβλημα έχει και ο Πλαπούτας «εξ επαγγέλματος στρατιωτικός και με δικαίωμα στρατολογίας έως τότε εις την Λιοδώραν»: οι Δηλιγιανναίοι στρατολογούν και εκεί(Η ελληνική επανάστασις, τόμος Δ, σελ. 237).Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει αρνηθεί να παραχωρήσει σε κοινοπραξία Κολοκοτρώνη-Σισίνη την είσπραξη των φόρων της Ηλείας (πλησιάζει η εποχή του θερισμού) γιατί έκρινε μικρό το ποσό που της προτάθηκε. Η είσπραξη των φόρων και η λαφυραγωγία, το πλιάτσικο, ήσαν τότε τα βασικά μέσα πλουτισμού προκρίτων και καπεταναίων.

Μια εβδομάδα μετά την παραπάνω επιστολή προς τους Λιοδωρίτες, στις 21 Ιουνίου,ο Κολοκοτρώνης διαλύει την πολιορκία των Πατρών. Η Πελοποννησιακή Γερουσία και ο Ιωάννης Κωλέττης στέλνουν από την Τρίπολη στον Κολοκοτρώνη επιτιμητικές επιστολές και τον καλούν να επιστρέψει στην Πάτρα, να συνεχίσει την πολιορκία που την ανάγκη συνέχισής της είχε επικαλεσθεί άλλωστε για να μην εκστρατεύσει στη Δυτική Στερεά. Ο Κόκκινος αποδίδει τις ενέργειες της φιλικής προς τον Κολοκοτρώνη Γερουσίας σε ραδιουργίες του Κωλέττη, αλλά πρόκειται για μόνιμο μοτίβο στην εξιστόρηση των συμβάντων της επανάστασης: οι διεφθαρμένοι ξενόδουλοι πολιτικοί οργανώνουν πλεκτάνες εναντίον των αγνών πατριωτών καπεταναίων.

Ο Κολοκοτρώνης βρίσκεται ήδη στη Γορτυνία και απαντά «Μετά δύο ή τρεις ημέρας έρχομαι εις την Τριπολιτσάν με δύο-τρεις χιλιάδες στρατόν και τότε θ’ απολογηθώ».Ακόμα και ο αγιογράφος του Κολοκοτρώνη Διονύσιος Κόκκινος αναφέρει τα εξής: «ο στρατηγός ευρισκόμενος εις την Γορτυνίαν ητοίμαζε στρατόν δια να κινηθή κατά της κυβερνήσεως. Εσκόπευε να φθάση εις την Τριπολιτσάν με όσον το δυνατόν περισσοτέραν δύναμιν, να παραλάβη και την Γερουσίαν, αν ήτο σύμφωνος μαζί του, και να κατέλθη εις το Άργος και να σχηματίση κυβέρνησιν στρατιωτικήν. Θα διέλυε την Βουλήν που απηρτίζετο από κυβερνητικούς, και αν αντέδρα η Γερουσία, θα την διέλυε και αυτήν» (ό.π., σελ. 299). Απορρίπτει την εκδοχή όσων ισχυρίζονται ότι αυτά τα έκανε για να συγκεντρώσει στρατό να αντιμετωπίσει τον Δράμαλη «διότι τότε δεν ήτο βεβαιωμένη εις το κέντρον της Πελοποννήσου η εκστρατεία του Τούρκου στρατάρχου και τα φήμας που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν περί τούτου δεν επίστευεν ο Κολοκοτρώνης. Ο στρατηγός ήκουε δυσπίστως ό,τι ελέγετο ανευθύνως φανταζόμενος κατόπιν των απείρων ραδιουργιών και των πλεκτανών που του εστήνοντο ότι επρόκειτο περί φημών που έθετε σκοπίμως εις κυκλοφορία η κυβέρνησις» (ό.π, σελ 300). Προσθέτει μάλιστα ο Κόκκινος ότι με επιστολή του «συνιστούσε εις τον Πλαπούτα να εμψυχώση τους φίλους του να μη ‘κιοτέψουν’ και έλεγεν ότι ‘έχομεν ακόμη δύναμιν να διαφεντεύσωμεν τα δίκαιά μας’».

Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι η επιστολή που θα δημοπρατηθεί εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας του Κολοκοτρώνη να συγκεντρώσει στρατό για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του και όχι για να συνεχίσει την πολιορκία της Πάτρας. Αποδίδει στον Πλαπούτα τα δικαιώματα στρατολογίας που του είχε αφαιρέσει η κυβέρνηση και η απειλή για «φωτιά και τσεκούρι» δεν αφορά «προσκυνημένους» ή αδιάφορους για τον αγώνα αλλά τους πολιτικούς του αντιπάλους που δεν θα συστρατευθούν. Δεν έχει σχέση με την επανάσταση αλλά εντάσσεται στην εμφύλια διαμάχη που είχε ήδη ξεκινήσει και την αποσόβησε προσωρινά η ανάγκη αντιμετώπισης του Δράμαλη. Την επόμενη χρονιά οι διαμάχες θα οξυνθούν και το 1824 θα ξεσπάσει ανοιχτά ο εμφύλιος πόλεμος γιατί υπάρχει ακόμη μεγαλύτερο επίδικο θέμα από τη λαφυραγωγία και τις ενοικιάσεις των φόρων: το αγγλικό δάνειο.

Η Μαίρη Αδαμοπούλου που υπογράφει το ρεπορτάζ μάς θυμίζει την επιτυχημένη σταδιοδρομία της φράσης «φωτιά και τσεκούρι»: την έχουν χρησιμοποιήσει ποιητές και πολιτικοί, από τον Παλαμά ως τον Ευάγγελο Αβέρωφ και από αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις ως τη Χρυσή Αυγή. Η χρήση της από τον Παλαμά δεν είναι πολιτική, την αμυντική φιλοπατρία και την πρόοδο εξυμνεί ταυτόχρονα ο ποιητής: ο πατέρας προτρέπει το παιδί του «το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις, όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις», να το μεγαλώσει και να το ομορφύνει. Αλλά να του βάλει«φωτιά και τσεκούρι» αν «έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι … χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα, για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα».

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ όμως, στο ομώνυμο βιβλίο του «Φωτιά και Τσεκούρι» που αποτελεί την προσωπική του εκδοχή για τον εμφύλιο πόλεμο, αποδίδει τη φράση στο ΚΚΕ:

Η επικρατέστερη πολεμική κραυγή του «Δημοκρατικού Στρατού», ήταν: «Φωτιά και τσεκούρι!» Από το άλλο μέρος του βαθιού φαραγγιού, αντηχούσε η πολεμική κραυγή του Αγώνος της Ανεξαρτησίας του 1821, που την είχε υιοθετήσει ο Εθνικός Στρατός: «Ελευθερία ή θάνατος!».

Δεν γνωρίζω κατά πόσο ο ΔΣΕ χρησιμοποιούσε πραγματικά αυτή την απειλή κατά των εθνικοφρόνων, υπερβολή του Αβέρωφ μου μοιάζει. Ο οποίος προφανώς ωραιοποιεί τον Εθνικό Στρατό αλλά και τις πολεμικές κραυγές των επαναστατημένων του 1821, γιατί και το «φωτιά και τσεκούρι» δική τους απειλητική κραυγή ήταν. Που πρωτοχρησιμοποιήθηκε κατά των εσωτερικών αντιπάλων του από τον Κολοκοτρώνη και όχι μόνο κατά των «προσκυνημένων», όπως διαπιστώνουμε από την ιστορία της φράσης.

Για τα δύο άκρα, αριστερούς τρομοκράτες και δεξιούς χρυσαυγίτες, προφανώς το «φωτιά και τσεκούρι», όπως και το παράγωγό του «νενέκοι», αποτελεί εμφύλια κραυγή-απειλή· μένουν πιστοί στην κολοκοτρωνέικη παράδοση, όπως έμειναν και ο Βελουχιώτης ή ο Γρίβας. Το πρόβλημα είναι ότι εξίσου πολεμικές φράσεις, που υποτίθεται ότι αποτελούν παρακαταθήκη φιλοπατρίας από προγενέστερους αγώνες εναντίον εξωτερικών εχθρών, χρησιμοποιούν συνεχώς στις πολιτικές αντιδικίες ακόμα και τα κόμματα του Κοινοβουλίου, μετατρέποντας τους αντιπάλους τους σε προδότες ή εσωτερικούς εχθρούς εξίσου επικίνδυνους με τους εξωτερικούς.

Και να προσθέσω κάτι: η Ζάτουνα στην οποία ήθελε να επιστρατεύσει πολεμιστές εναντίον των αντιπάλων του ο Κολοκοτρώνης, είναι το χωριό όπου εξορίστηκε ο Μίκης Θεοδωράκης επί δικτατορίας. Τυχαίο, προφανώς. Όμως σε μένα δημιουργεί τον συνειρμό ότι μπορεί η συνέχεια του ελληνισμού να αμφισβητείται αλλά συνέχεια κάποιων πολιτικών ηθών της σύγχρονης Ελλάδας φαίνεται να υπάρχει. Γιατί εξιδανικεύουμε το παρελθόν και μεταφέρουμε τη βιαιότητα των τότε συγκρούσεων στο σήμερα – ευτυχώς σε λεκτικό επίπεδο, μετά την πτώση της δικτατορίας τουλάχιστον, αν εξαιρέσουμε τους ακραίους.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ