Πολιτικη & Οικονομια

Ανιχνεύοντας την πολιτική βία

54059-118849.jpg
Πάνος Ερμείδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τον Δημήτρη Ψυχογιό τον γνώρισα πρόσφατα. Το όνομά του όμως μου ήταν από παλιά γνωστό, από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ανήκε στην πρώτη γενιά πολιτών που δεν συμβιβάστηκαν με την δικτατορία (1967 -1974) και επέλεξε το δρόμο της δυναμικής αντίστασης. Οι βόμβες που τοποθετούσαν –παρόλο που αποτελούσαν μεμονωμένες ενέργειες– είχαν τότε ισχυρό διεθνή αντίκτυπο. Με τα σημερινά δεδομένα ήταν «βίαιες» ενέργειες, πόσο βίαιες όμως μπορούσαν να θεωρηθούν όταν η συνταγματική νομιμότητα είχε καταλυθεί στη χώρα μας με τη δύναμη των όπλων από τους επίορκους συνταγματάρχες;

Σε όσους ωρίμασαν ή γεννήθηκαν μετά τη μεταπολίτευση, η περίοδος αυτή της δικτατορίας φαντάζει πολύ απόμακρη, δεν μπορούν εύκολα να αντιληφθούν την επιβολή της βίας των όπλων, το σαδισμό των βασανιστηρίων, τον έλεγχο της σκέψης και της ενημέρωσης. Κι όλα αυτά περιτυλιγμένα με ένα χυδαίο μείγμα αρχοντοχωριατισμού, κακογουστιάς και παράνοιας. Ακριβώς για αυτό το λόγο θλίβομαι και οργίζομαι, όταν ακούω το ανιστόρητο και προσβλητικό «η χούντα δεν τελείωσε το 1973».

Απέναντι στη δικτατορία έπρεπε να αντισταθούμε. Υπήρχε κατάλυση του συντάγματος με τη βία των όπλων. Όπως γράφει ο συγγραφέας, «η δικτατορία ήταν η συνέχεια της πιο ακραίας μορφής πολιτικής βίας που είχε γνωρίσει η Ελλάδα, του εμφυλίου πολέμου. Δεχθήκαμε την πρόκληση και απαντήσαμε με βόμβες – αυτό αποδείχθηκε εκ των υστέρων λάθος. Ήταν λάθος για κάτι που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τότε: ότι θα εμφανίζονταν οργανώσεις που θα συνέχιζαν τον ένοπλο εμφύλιο και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, έχοντας ως σημαίες τους τις βόμβες κατά της χούντας».

Όταν ήρθε η ώρα να διεκδικήσει και η δική μου ηλικία το δικό της ελεύθερο χώρο, οι συνθήκες ήταν λίγο ευνοϊκότερες. Είχε αμβλυνθεί η βία του καθεστώτος, μέσα στην προσπάθειά του να επιτύχει μεγαλύτερη νομιμοποίηση, ώστε να δημιουργήσει εξόδους διαφυγής. Αυτό καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τη δική μας τακτική, ως φοιτητικό κίνημα της περιόδου 1971-1973. Αποτέλεσε συνειδητή μας επιλογή όλες οι κινητοποιήσεις της περιόδου εκείνης να είναι πράξεις πολιτικής ανυπακοής, επιλογές μη βίας.

Αυτό είναι κάτι που δεν τονίζεται συχνά, γιατί αντιβαίνει με τη μυθοποίηση που επιχειρήθηκε εκ των υστέρων των τότε αγώνων για τη δημοκρατία. Αν όμως αναζητήσει κανείς όλες τις τακτικές που αναπτύχθηκαν από το φοιτητικό κίνημα της περιόδου εκείνης (πολιτιστικές δράσεις, τοπικοί ή φοιτητικοί σύλλογοι, καθιστικές διαμαρτυρίες, αποχή από εξετάσεις, καταλήψεις νομικής και πολυτεχνείου), εύκολα θα διαπιστώσει ότι απουσιάζουν παντελώς οι πράξεις βίας. Εκτός κι αν κάποιος θεωρήσει ότι οι καταλήψεις των σχολών αποτελούσαν βίαιες ενέργειες απέναντι στα τανκς της δικτατορίας.

Πιστεύω ότι αυτή ακριβώς η πολιτική μη βίας αποτέλεσε και την κορυφαία συνεισφορά μας στην αποκατάσταση της δημοκρατίας. Στρέψαμε όλοι τα βλέμματά μας στην προσπάθεια για την εδραίωση και εμβάθυνση ενός φιλελεύθερου, δημοκρατικού καθεστώτος. Κι αν υπήρξαν ελάχιστες εξαιρέσεις στην προσπάθεια αυτή, αυτές ήταν ασήμαντες έως γραφικές, δεν ταιριάζει ούτε καν η ρήση ότι «οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα».

Ωστόσο, μετά την ομαλή αποκατάσταση της δημοκρατίας, η χώρα μας εισήλθε σε μια νέα περίοδο πολιτικής βίας, και ρητορικής και δολοφονικής. Αναλύοντας τα φαινόμενα αυτά βίας ο Δημήτρης Ψυχογιός, αναζητεί τα αίτιά της σε αυτή καθ΄ αυτή την κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας: εκτιμά ότι «η πολιτική βία διαιωνίζεται επειδή αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων μας». Ότι πρόκειται για φαινόμενο που συνδέεται αλλά δεν ταυτίζεται με τον εθνικισμό, αλλά με την αγωνιστική ανάγνωση της ιστορίας, που η Δεξιά αποκαλεί «πολεμική αρετή των Ελλήνων» και η αριστερά «αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού». Ότι η ιστορία μας δηλ. διδάσκεται ως μία σειρά βίαιων αγωνιστικών πράξεων, που εξ ορισμού θεωρούνται επιτυχημένες, χωρίς ποτέ να γίνεται αναφορά για τις συνέπειες των πράξεων αυτών.

Δεν είμαι ειδικός για να αναλύσω όλες τις παραμέτρους της πολιτικής βίας, από την επανάσταση του 1821 έως σήμερα. Σίγουρα η περίοδος μετά τον εμφύλιο έως και το 1974, είναι μία περίοδος που δεσπόζει η κρατική βία, ως αποτέλεσμα της κοντόφθαλμης και τυχοδιωκτικής στάσης του ΚΚΕ αφενός και της αλαζονείας των νικητών αφετέρου, μέσα σε ένα περιβάλλον ψυχρού πολέμου. Υπάρχει την περίοδο αυτή ένα οργανωμένο παρακράτος από μισαλλόδοξες ομάδες των νικητών του εμφυλίου, το οποίο θρέφεται από την ανόητη εμμονή των νικημένων να θεωρούν ότι ο ένοπλος αγώνας συνεχίζεται και ότι έχουν «το όπλο παρά πόδα». Την 21η Απριλίου 1967 το οργανωμένο αυτό παρακράτος γίνεται κράτος με τη βίαιη δια των όπλων κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση στρατοκρατικής δικτατορίας.

Η αποκατάσταση της δημοκρατίας όμως το 1974, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου και κοινωνικά δίκαιου καθεστώτος. Εκτιμώ ότι υπήρξαν σοβαροί και έντιμοι πολιτικοί, από όλο το πολιτικό φάσμα, που εργάστηκαν προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο ίσως η κοινωνία δεν ήταν ώριμη ακόμη για να δεχθεί τις ποιοτικές αυτές μεταβολές.

Μέσα στο κλίμα ευφορίας και χαλάρωσης των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων, ξεπήδησαν ένοπλες τρομοκρατικές οργανώσεις, κυρίως από τον χώρο της άκρας αριστεράς. Συγχρόνως αναβίωναν μίση και εμπάθειες του παρελθόντος, καλλιεργώντας μια υπερβολική ρητορεία της βίας που διαχέονταν προς κάθε κατεύθυνση, ενώ παράλληλα υπήρχε τεράστια ανοχή έως και συγκατάβαση από τους πολίτες. Ήταν, όπως τονιζόταν, μία σύγκρουση ανάμεσα στις «δυνάμεις του φωτός και του σκότους». Ανάμεσα στις απόψεις που εκφράζονταν, όπως «δεν δικαιούσθε διά να ομιλείτε» και «εδώ και τώρα απαλλαγή», μπορεί να υπήρχαν διαφορές, πυροδοτούσαν όμως αμφότερες την οξύτητα και το διχασμό.

Όλη η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίσθηκε από μια τέτοια πολιτική, ως να υπήρχαν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας. Το δημοκρατικό πλαίσιο υπονομευόταν συστηματικά από ρήσεις –ακόμη και από πρωθυπουργικά χείλη– του τύπου «δεν υπάρχουν θεσμοί, υπάρχει μόνο κυρίαρχος λαός!». Στους δρόμους φωνάζανε «νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη» και –σχετικά πρόσφατα– υποψήφιος για την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας έγραφε στο προεκλογικό του φυλλάδιο «Νόμος είναι το δίκαιο του λαού. Οι νόμοι είναι διεφθαρμένοι, όχι οι άνθρωποι».

Οι ισχυρές αυτές δόσεις λαϊκισμού, σε συνδυασμό με την αλαζονεία στη συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών μας κομμάτων, υπήρξαν τα βασικά αίτια όχι μόνο για την εδραίωση της ανομίας και την κλιμάκωση της βίας, αλλά και για την απονομιμοποίηση της Δημοκρατίας στις συνειδήσεις των πολιτών. Γιατί δημιούργησαν ένα ακραία διχαστικό πλαίσιο που συστηματικά αποδυνάμωνε τις βασικές λειτουργίες του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Τον Φεβρουάριο του 1985, σε δημοσιευμένο άρθρο μου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, υποστήριζα ότι μοιραία η πολιτική αυτή οδηγεί στην αναζήτηση πολιτικών εχθρών. Κι έκανα μνεία ότι η πολιτική αυτή, που βάλλει ευθέως εναντίον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, θεωρητικοποιήθηκε και υποστηρίχθηκε από το ναζιστή γερμανό πολιτειολόγο Carl Schmitt. Σύμφωνα με τον Schmitt λοιπόν, «όπως το κριτήριο της αισθητικής είναι η διάκριση μεταξύ ωραίου και άσχημου ή της ηθικής η διάκριση του καλού και του κακού, με τον ίδιο τρόπο η διάκριση μεταξύ εχθρού και φίλου οριοθετεί την αυτονομία της πολιτικής απέναντι σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων και προσδιορίζει την ίδια, τη βαθύτερη ουσία της. Και πως το κράτος, ως πολιτική ενότητα, έχει το δικαίωμα να προσδιορίζει το ποιος είναι ο εχθρός και στη συνέχεια να μεθοδεύει την εξόντωσή του».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας διαμορφώθηκαν οι γενιές των σημερινών σαραντάρηδων και πενηντάρηδων. Συγχρόνως εκκολάφθηκαν και οι ακραίες ομάδες των νεοσταλινικών και νεοφασιστικών ιδεολογημάτων. Συγκριτικά όμως τα φαινόμενα ανομίας και βίας περισσότερο πλησίασαν τους χώρους των αριστερών αντιεξουσιαστικών –και όχι μόνο– κινημάτων, στους οποίους έσπευσε να δώσει πολιτική κάλυψη και ιδεολογική ταυτότητα μέρος της παραδοσιακής κεντροαριστεράς και αριστεράς. Ήταν η «καλή βία», ως απάντηση στην «κακή βία» του προδικτατορικού παρακράτους.

Γνωρίζουμε όλοι ότι η τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη είχε την ανοχή μέρους της κοινωνίας μας. Κανείς δεν θρηνεί στις μέρες μας τα 23 θύματά της. Ήταν πριν από 2 χρόνια περίπου, στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, που διοργανώθηκε μια εκδήλωση μνήμης, με αφορμή την έκθεση κάποιων ντοκουμέντων για τους 2 δολοφονημένους από το παρακράτος βουλευτές, τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τον Κώστα Τσαρουχά. Κεντρικός εισηγητής στην εκδήλωση ήταν γνωστός πανεπιστημιακός και εκλογολόγος. Στην ομιλία του τόνισε ότι από τη λήξη του εμφυλίου, το 1949, μέχρι σήμερα έχουμε μόνο δύο δολοφονίες βουλευτών: των Λαμπράκη και Τσαρουχά.

Αν και προσωπικά εκτιμώ ότι δεν ήταν σκόπιμη η παράλειψη της αναφοράς του ονόματος του Παύλου Μπακογιάννη από τον ομιλητή, το γεγονός αυτό είναι χαρακτηριστικό της περιόδου που διανύουμε. Εμμένουμε πάντα στον υπερτονισμό της κρατικής βίας, ενώ είμαστε περισσότερο ανεκτικοί στη βία που εκπορεύεται από διάφορες ομάδες, ακόμη και όταν αυτή είναι δολοφονική.

Θυμάμαι τις προσπάθειες που κατέβαλε η τότε κυβέρνηση (1990), μετά τη δολοφονία του Μπακογιάννη, για να εμποδίσει τη δημοσίευση προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων. Γιατί, ως γνωστόν, τη βία και την τρομοκρατία τις θρέφει η προβολή. Σύσσωμη η τότε αντιπολίτευση κατήγγειλε τις ενέργειες αυτές ως προσπάθεια περιορισμού της ελευθεροτυπίας. Και οι εκδότες συμπαρατάχθηκαν. Η νίκη τους εκείνη νομιμοποίησε ακόμη περισσότερο την προβολή της βίας απ΄ όλα τα μέσα, έντυπα, ηλεκτρονικά και τηλεοπτικά.

Θυμάμαι επίσης –το 1995 πρέπει να ήταν– που συμμετείχα σε μία τηλεοπτική εκπομπή για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Όλοι μας οι ομιλητές προσπαθούσαμε να αποστασιοποιηθούμε από τη θλιβερή εξέλιξη των «επετείων» και τις ανόητες, βίαιες τις περισσότερες φορές, διαδηλώσεις που διοργανώνονταν. Ωστόσο ο δημοσιογράφος μας διέκοπτε συνεχώς για να μεταδώσει με πάθος τις σκηνές των επεισοδίων που διαδραματίζονταν. Όταν τον ρωτήσαμε γιατί αυτή η προβολή της βίας, απάντησε: μα αυτό «πουλάει».

Όπως σημειώνει ο Ψυχογιός στο βιβλίο του, «η κατάληψη του Πολυτεχνείου διά των επαναλήψεών της εξευτελίσθηκε, υποβιβάσθηκε σε συγκρουσιακό θέαμα. Προσέφερε δωρεάν τηλεοπτικό πρόγραμμα στους σταθμούς, σαν να επρόκειτο για ποδοσφαιρικό αγώνα». «Ούτε οι Γάλλοι καταλαμβάνουν κάθε χρόνο τη Σορβόννη, ούτε οι Γερμανοί γκρεμίζουν κάθε χρόνο το Τείχος, ούτε οι Αμερικανοί καίνε κάθε χρόνο το Λος Άντζελες, ούτε οι Τσέχοι επιτίθενται σε κτίρια στην πλατεία Βέντσεσλας, ούτε οι Ιταλοί ή οι Πορτογάλοι επαναλαμβάνουν κάθε χρόνο το ίδιο «εξεγερσιακό γεγονός», το οποίο ακριβώς για αυτό το λόγο χάνει τελικά τη σημασία του και καταλήγει επίδειξη βίας…»

Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για την εκδήλωση πλήθους άλλων κρουσμάτων ανομίας και πολιτικής βίας, που ενισχύονταν ολοένα και περισσότερο όσο συνειδητοποιούνταν η οικονομική κατάρρευση της χώρας μας. Ωστόσο, σε καμία άλλη χώρα με αντίστοιχα οικονομικά προβλήματα δεν παρατηρούνται παρόμοια φαινόμενα. Εξάλλου, γράφει ο Ψυχογιός, «ποτέ άλλοτε στην ιστορία μας δεν είχαμε μεγαλύτερη περίοδο πολιτικής ομαλότητας και οικονομικής ανάπτυξης σαν αυτή των μεταπολιτευτικών χρόνων –αλλά η ομαλότητα συνοδευόταν από φαινόμενα πολιτικής βίας που δεν υπάρχουν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες». Και αυτό – εκτιμά ο συγγραφέας- γιατί η βία στην Ελλάδα έχει πολιτισμικές ρίζες.

Ήταν ένα υπέροχο μαγιάτικο βράδυ του 2011, όπου ήμασταν συγκεντρωμένοι για να παρακολουθήσουμε την παρουσίαση του βιβλίου του Πέτρου Παπασαραντόπουλου «Πολιτικό Τραβέρσο στην Ύστερη Μεταπολίτευση». Λίγα λεπτά μετά την έναρξη της εκδήλωσης, μία οργανωμένη ομάδα 15-20 ατόμων αρχίζει να φωνάζει «χρήματα για τανκς, λουκέτα στα σχολεία, να ποια είναι η τρομοκρατία». Και συνεχίζουν «είμαστε εδώ, θα είμαστε παντού, θα είμαστε ο τρόμος του κάθε υπουργού» κ.ά.

Προφανώς η παρουσίαση του βιβλίου διακόπηκε βίαια. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη αυτό, είχε ξανασυμβεί και στο παρελθόν. Το θέμα είναι ότι το ακροατήριο, κατά τεκμήριο μορφωμένο και δημοκρατικής παιδείας, παρέμεινε απαθές, κανείς δεν αντέδρασε στο φαινόμενο αυτό εκφασισμού της πνευματικής μας ζωής. Αυτή η απάθεια, η ανοχή στη βία, δεν είναι δείγμα μιας συγκροτημένης κοινωνίας. Είναι ίσως το αποτέλεσμα της γενικευμένης ανομίας που χαρακτηρίζει όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, με κύρια ευθύνη του πολιτικού μας συστήματος, όπου ο καθένας μπορεί να προβαίνει σε έκνομες πράξεις χωρίς να υφίσταται τις συνέπειες του νόμου.

Η ρητορική του μίσους εξαπλώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς, ως καρκίνωμα μέσα στον κοινωνικό μας ιστό. Οι αγχόνες –νοητά– στηθήκανε, οι πλατείες γεμίσανε με «αγανακτισμένους», πολιτικοί χαρακτηρίστηκαν ως «δωσίλογοι» και στοχοποιήθηκαν, η δημοκρατία χλευάσθηκε και η Βουλή απειλήθηκε με πυρπόληση, αφού και αυτή –αρκετά χρόνια νωρίτερα– είχε τη δική της συμβολή στην αγωνιστική ανάγνωση της ιστορίας χαρακτηρίζοντας τη Μικρασιατική Καταστροφή ως γενοκτονία. Έτσι τα δικά μας σφάλματα και παραλήψεις, που μας οδήγησαν στην καταστροφή του 1922 και από τα οποία θα έπρεπε να διδασκόμαστε, απαλείφθηκαν.

Μέσα στην γενικευμένη ανομία, τους εμπρησμούς και τις δολοφονίες αναδύθηκε –όπως ήταν αναπόφευκτο– και το άστρο του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, η οποία, ακόμη και σήμερα, παρά τον επίσημο χαρακτηρισμό της ως εγκληματικής οργάνωσης, φαίνεται ότι διατηρεί –δημοσκοπικά τουλάχιστον– υψηλό βαθμό αποδοχής. Η πρόσφατη άγρια όμως δολοφονική επίθεση εναντίον νέων της Χρυσής Αυγής, επαναφέρει –ως ένα βαθμό– στην επιφάνεια την εγκληματική αυτή οργάνωση, με την ιδιότητα του θύματος αυτή τη φορά.

Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο πολίτευμα που στηρίζεται στην εφαρμογή κατά τεκμήριο δίκαιων νόμων, τους οποίους οφείλει το κοινοβουλευτικό σύστημα να εξασφαλίζει. Σαφώς ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να αγωνισθεί –με θεμιτά μέσα– για να αλλάξει ένα νόμο που κρίνει άδικο. Υπάρχουν ανεξάντλητοι τρόποι έκφρασης, με τους οποίους μπορεί κανείς να αντιδράσει, να διαμαρτυρηθεί ή και να επιδιώξει ακόμη και την κατάργηση ενός νόμου ή μιας πολιτικής απόφασης, μέσα στο πλαίσιο όμως που ορίζει το Σύνταγμα. Ωστόσο, έξω από αυτό το πλαίσιο, όσοι ονειρεύονται νέα, της «γενιάς τους τα Πολυτεχνεία», θα πρέπει να γνωρίζουν ότι κατά κανόνα αυτά τα ακολουθούν και νέα «περίφημα» κτίρια, αντίστοιχα αυτών της οδού Μπουμπουλίνας στην Αθήνα και της οδού Βαλαωρίτου στη Θεσσαλονίκη.

Τέλος, κλείνω την παρέμβασή μου με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ψυχογιού:

«Όλη η ιστορία της χώρας μας, από τις αρχές του 20ού αιώνα ως το 1974, είναι ιστορία πραξικοπημάτων, δικτατοριών, εμφυλίων πολέμων, διχασμών, εξεγέρσεων. Είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρώπης όπου έγινε εμφύλιος πόλεμος μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η μοναδική όπου έγινε δικτατορία – αλλά και μετά τη δικτατορία συνεχίσαμε αυτή τη βίαιη παράδοση: η ένοπλη αριστερή τρομοκρατία επιζεί ακόμη, και από την άλλη πλευρά εμφανίστηκε ισχυρό νεοναζιστικό κόμμα. Οι καταλήψεις και οι καταστροφές επαναλαμβάνονται κάθε τόσο, οι δρόμοι της Αθήνας έχουν γίνει εκατοντάδες φορές πεδία μάχης, ακόμη και στο όνομα της οικολογίας κάποιοι σηκώνουν τα όπλα, οι απεργίες παίρνουν τη μορφή ολικής αναμέτρησης, η σύγκρουση «μνημονιακών – αντιμνημονιακών» μας οδήγησε στο χείλος της καταστροφής. Στις διεθνείς μας σχέσεις συνεχώς εμφανιζόμαστε «ανυποχώρητοι» όπως και στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, η ρητορική του μίσους είναι ο αυτονόητος τρόπος πολιτικής έκφρασης – και αυτό το ξεχείλισμα της πολιτικής βίας έχει πολιτισμικές ρίζες, συνδέεται με την αντίληψη της ελληνικής ιστορίας ως πολεμικής αφήγησης και με την καλλιέργεια της ανάγκης ηρώων και ηρωισμών».

Πρέπει να ξεφύγουμε από αυτά. Αν κάποτε η πρώτη προτεραιότητα ήταν να απαλλαγούμε από τη χούντα, σήμερα είναι να απαλλαγούμε από την κουλτούρα της βίας.


[το κείμενο, με ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Ψυχογιού «Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία» (εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ) στη Θεσσαλονίκη, στις 7 Νοεμβρίου 2013]

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ