Πολιτικη & Οικονομια

Τα πολιτικά εξτρέμ και η «θεωρία των δύο άκρων»

4628-666073.jpg
Προκόπης Δούκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ναι, στο ακραίο κομμάτι της αριστεράς βρίσκει στέγη ένας ολόκληρος κόσμος, φανατικός, που έχει χάσει το μπούσουλα. Που έχει μάθει να θεωρεί οτιδήποτε πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, δεξιό. Που προτάσσει μια νεφελώδη, μίζερη και συμπλεγματική «αξιοπρέπεια», προκειμένου να εξασφαλίσει την ακινησία – και μέσω αυτής την κατάρρευση των «μνημονιακών δυνάμεων». Που βαφτίζει όποιον του πάει κόντρα σιχαμένο, προδότη, συνεργάτη των Γερμανών. Που κάνει ανιστόρητους παραλληλισμούς με τη χούντα και την κατοχή. Που μιλάει με την ύβρι της αταλάντευτης βεβαιότητας. Που ονομάζει το Protagon «Πρώκταγκον», τον Γεωργελέ «Γεωργαλά» και αδιακρίτως όλους τους «συστημικούς» δημοσιογράφους «Μπάμπηδες». Που ονομάζει κάθε αδικία «βία» και κάθε συναισθηματική θεώρηση «ανάλυση». Που θέλει να προπηλακίσει, να λιντσάρει και να εκτονώσει την τυφλή οργή, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής. Που λατρεύει την υπερβολή, τη δημαγωγία και το λαϊκισμό. Που μιλάει για «πόλεμο» και στρατόπεδα και που έστρωσε το δρόμο, για να γίνουν αποδεκτές φασιστικές πρακτικές. Που αγνοεί ότι στη μέση των εμφυλιοπολεμικών «στρατοπέδων» υπάρχει ένας ολόκληρος (πολύ περισσότερος) κόσμος που εμφορείται από μετριοπάθεια και πιο δημιουργικές και ουσιαστικά προοδευτικές ιδέες.

Και, ναι, πολλές φορές οι επίσημες ηγεσίες των κομμάτων που προσφέρουν καταφύγιο σε αυτό το συνονθύλευμα, κάνουν το παν για του χαϊδέψουν τα αυτιά. Με ανιστόρητες υπερβολές, διχαστικά συνθήματα, αγένεια και θράσος στη δημόσια τοποθέτησή τους. Καλλιεργώντας την εχθρότητα, τη μη αναγνώριση των κανόνων της δημοκρατίας, την άκριτη υπεράσπιση κάθε είδους «λαϊκής» απαίτησης. Έτοιμες να συνομιλήσουν, προς χάριν του «αντιμνημονιακού μετώπου», ακόμα και με αυτούς που θα έπρεπε να είναι οι βασικότεροί της αντίπαλοι.

Αλλά όλα αυτά δεν δικαιολογούν επ’ ουδενί την ανιστόρητη «θεωρία των δύο άκρων». Τουλάχιστον όχι αυτή που εξισώνει την εγκληματική συμμορία των ναζιστών, με όποιον έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Γιατί δεν μπορείς να συγκρίνεις την κοινοβουλευτική αριστερά με μια ρατσιστική συμμορία ή μια οργάνωση που εμπίπτει στο κοινό ποινικό δίκαιο.

Τα δύο πολιτικά εξτρέμ υπάρχουν, αλλά εντός του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου». Και, δυστυχώς, αυτοί που αποτελούν τον έναν πόλο αναλώνονται στο να καταγγέλλουν τον άλλο. Αλλά δεν πείθουν, γιατί τα έργα και οι ημέρες τους δείχνουν ανάγλυφα πόσο το αλλοιθώρισμα προς τη φασιστική ακροδεξιά ευνόησε την ανάπτυξή της.

Αν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχε μια άμεση επίπτωση στο πολιτικό σκηνικό, αυτή ήταν η παταγώδης αποτυχία του φλερτ της ακροδεξιάς πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας με τη Χρυσή Αυγή. Κι αν αποδοκιμάστηκε η τακτική αυτή, αυτό δεν σημαίνει ότι το ακραίο κομμάτι των εθνικιστών και πατριδοκάπηλων, που έβλεπαν τη Χρυσή Αυγή ως «αδελφό κόμμα», δεν φέρει ακέραια την ευθύνη για τη γιγάντωση της άθλιας οργάνωσης, που σκοπό έχει να μαχαιρώνει για να επιβεβαιωθεί.

Γιατί χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να αντιμετωπιστεί η Χρυσή Αυγή, με βάση το ποινικό δίκαιο; Γιατί κανείς δεν είχε συνδέσει μέχρι τώρα όλες αυτές τις υποθέσεις, ώστε να τεκμηριωθεί η δράση της εγκληματικής οργάνωσης; Έπρεπε να φτάσουμε σε μια δολοφονία, που δεν μπορούσε να αποκρυβεί; Γιατί όσοι φώναζαν ότι ο σημαντικότερος κίνδυνος για τη χώρα είναι ο εκφασισμός κατηγορήθηκαν (από δεξιά και από αριστερά), ότι εξέτρεπαν την προσοχή από το κυρίαρχο οικονομικό πρόβλημα;

Μια ματιά σε πιο εμβριθείς αναλύσεις δείχνει ότι ο δρόμος για το ναζισμό δεν στρώθηκε από την κρίση, που ήταν ο καταλύτης, αλλά από συγκεκριμένες εξάρσεις εθνικιστικού λαϊκισμού και «αντιμνημονιακής» ρητορείας, που έκανε την τεράστια αναδίπλωση. Και η χαρακτηριστική ανοχή, όχι μόνο της αστυνομίας αλλά και συγκεκριμένων πολιτικών εκπροσώπων και μέσων, οδήγησε στο «ξέπλυμα» του ακροδεξιού φασισμού.

Ακραίο λοιπόν είναι το γεγονός ότι «μετανοημένοι ακροδεξιοί», όπως οι Βορίδης και Γεωργιάδης, είναι επίλεκτα μέλη της κυβερνώσας παράταξης. Ακραίο είναι το να υπάρχουν μέλη του «Δικτύου 21» τόσο κοντά στην κορυφή της εξουσίας. Ακραία είναι η κουτοπονηριά και η υπεράσπιση μιας αστυνομίας που ψηφίζει κατά το ήμισυ Χρυσή Αυγή, δεν εξιχνιάζει παρά ελάχιστες υποθέσεις ρατσιστικής βίας, κάνει τα στραβά μάτια στους «αγανακτισμένους» ακροδεξιούς, ασκεί ανεξέλεγκτη βία έχοντας πάρει διαζύγιο με τον επαγγελματισμό, βγάζει ανακοινώσεις-μνημεία όπως η ζαρντινιέρα και δημοσιεύει φωτογραφίες των ξυλοδαρμένων συλληφθέντων για τρομοκρατία, που δήθεν «έφαγαν κάτι μπουνιές στη συμπλοκή».

Ακραία είναι η επιμονή για αξιωματικούς «ελληνικού γένους». Ακραία είναι η με κάθε τρόπο αποφυγή της αντιρατσιστικής νομοθεσίας, παρά τις πιέσεις και της Ευρώπης. Ακραία είναι η ολιγωρία στην αντιμετώπιση του φασιστικού τραμπουκισμού (ενδεικτική η νοοτροπία «ε, όχι και μαχαίρι»), η δραματική καθυστέρηση σε κάθε είδους εκσυγχρονισμό, το «κλείσιμο του ματιού» στο οπισθοδρομικό κομμάτι της ιεραρχίας – ακόμα και η καινοφανής ιδέα οτι τα αρχαία ελληνικά δεν είναι νεκρή γλώσσα (παρότι η διδασκαλία τους είναι όντως χρήσιμη, στις σχετικές κατευθύνσεις).

Ακραίο είναι να μιλάς για το ενδεχόμενο συνεργασίας με μία «πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή», διατυπώνοντας την αντίφαση του αιώνα. Ακραίο είναι να επιτρέπεις τη λειτουργία της αστυνομίας, με την παραμικρή ανοχή στους τραμπουκισμούς των «αγανακτισμένων» χρυσαυγιτών δίπλα τους, ακόμα και μετά τη δολοφονία Φύσσα. Ακραίο είναι να υπομένεις τη διεξαγωγή δίκης χρυσαυγίτη, χωρίς την απαραίτητη προστασία και υπό συνθήκες (αν)ασφάλειας που διεκτραγωδούν κάθε έννοια δημοκρατικής ομαλότητας.

Ευθύνη για αυτό το λούμπεν κομμάτι του εκλογικού σώματος, που συγκεντρώθηκε υπό την σκέπη της Χρυσής Αυγής, είτε γιατί μπόρεσε να εκφράσει ελεύθερα το φασισμό του είτε γιατί θέλησε να εκδικηθεί το πολιτικό σύστημα (ακόμα και γιατί έχασε την Καγιέν του!), ευθύνη έχουν όλα τα κόμματα. Ακόμα και αυτά της αριστεράς, που πολλές φορές υπέθαλψαν την καφενειακή, αντιδραστική, λαϊκίστικη ψήφο, που δεν έβρισκε αλλού καταφύγιο. Και για τη μη σύμπηξη ενός δημοκρατικού αντιφασιστικού μετώπου, πάλι τα περισσότερα κόμματα φταίνε.

Αλλά την κύρια ευθύνη τη φέρει η συντηρητική παράταξη, που αντί να ενισχύσει το σοβαρό κεντροδεξιό της πρόσωπο, διολίσθησε κουτοπόνηρα προς την ακροδεξιά της χειρότερης μορφής, δημιουργώντας δίπλα της καρκινώματα του πολιτικού συστήματος. Η πτώση της εκλογικής δύναμης της Χρυσής Αυγής κατά 30% και η μεταφορά του ίδιου ποσοστού των 2,5 μονάδων πίσω στη Νέα Δημοκρατία, το δείχνει ανάγλυφα.

Αν η σύγχρονη δεξιά δεν μπορεί να μιλήσει στο κοινό της, παρά μόνο με όρους «ασφάλειας από τους λαθρομετανάστες» (αντί για την πραγματική απειλή που είναι οι χρυσαυγίτες), ψευδοπατριωτικών εξάρσεων περί «της ορθόδοξης παράδοσης που απειλείται» και κινδύνων που «διατρέχει το έθνος από το ξαναγράψιμο της ιστορίας», τότε η ρητορική της οδηγεί κατευθείαν στην (αυτο)καταστροφή της χώρας, για την οποία τόσο υποτίθεται ότι κόπτεται. Γιατί αυτή τρέφει (και τρέφεται από) το απέναντι άκρο, που δήθεν καταγγέλλει....

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ