Πολιτικη & Οικονομια

Η γητειά των περασμένων

Νύχτα με νεράντζια στον Φραγκομαχαλά

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
bitter_orange_-_citrus_aurantium_06-5889324e3df78caebcb8a77c.jpg

Στο κάτω κάτω ράφι της βιβλιοθήκης μου, αναπαύεται μια εγκυκλοπαίδεια που εκδόθηκε το 1926. Ανήκε σε μια από χρόνια πεθαμένη συγγενή και για κάποιο λόγο κατέληξε στον σπίτι μου. Όλο λέω να την ξεφορτωθώ γιατί πιάνει απίστευτο χώρο, αλλά όλο το αναβάλω. Τον τελευταίο καιρό, πάντως, ανακάλυψα επιτέλους μια της χρησιμότητα. Όταν κάποια βράδια έχω αϋπνία, πιάνω έναν τόμο στην τύχη και αρχίζω να διαβάζω. Προτιμώ μακροσκελή λήμματα πάνω σε άγνωστα πρόσωπα και γεγονότα για τα οποία η Wikipedia δεν θα ανέφερε το παραμικρό. Ή σε τελείως ξεπερασμένα επιστημονικά θέματα (για παράδειγμα στη χρήση της ακτινογραφίας κατά τη δεκαετία του 1920). Παραδόξως το κόλπο λειτουργεί. Η ανοίκεια μουσικότητα της καθαρεύουσας σε συνδυασμό με την παρωχημένη συλλογιστική των κειμένων μού προκαλούν σταδιακά χαλάρωση και νύστα.

Πιθανόν ο οργανισμός μου να αποζητά ένα ασφαλές καταφύγιο μακριά από το συχνά ακατανόητο και αγχωτικό παρόν. Ένας ανάλογος μηχανισμός, υποστηρίζουν πολλοί, ωθεί τους ανθρώπους να επιστρέφουν σε θέσεις και ιδεολογίες τις οποίες πριν από μερικές δεκαετίες νομίζαμε πως είχαμε αφήσει οριστικά πίσω μας. Να νοσταλγούν την υποτιθέμενη απλότητα που είχε ο παλιός κόσμος σε σχέση με το νέο. To παράξενο, βέβαια, είναι ότι επιχειρούν να τη ξαναβρούν, πετώντας στα σκουπίδια μονάχα τα θετικά που έχει το σήμερα και σφιχταγκαλιάζοντας κάθε τι νοσηρό.  Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση.

Χτες που –έπειτα από μια ιδιαιτέρως αγχώδη μέρα- η αϋπνία με επισκέφτηκε ξανά, πέτυχα το λήμμα «ακροχορδόνες -κοινή ονομασία βαρδαβίτσες, κορονυχίδες ή μυρμηγκιές» το οποίο απλωνόταν αυτάρεσκα σε δύο σελίδες διαστάσεων 35x25. Υπήρχε λεπτομερέστατη περιγραφή της πάθησης σε άψογη καθαρεύουσα και απαριθμούνταν όλοι οι τρόποι θεραπείας. Σε ένα σημείο έγραφε: «Συχνά παρετηρήθη αυτόματος ίασις δι’ αυθυποβολής. Η θεραπεία κατά αυτό τον τρόπο γίνεται και εμπειρικώς και μαγικώς». Έπειτα αναφέρονταν λαϊκές δοξασίες και «γητειές» απ’ όλη την Ελλάδα. «Κατά την εμπειρική μέθοδον εν Γκιουμουλζίνη της Θράκης (σ.σ. η παλιά ονομασία της Κομοτηνής) αι ακροχορδόνες δένονται σφικτά με νήμα μετάξινο. Αλλαχού οι παθόντες λειώνουν άλας επιλέγοντες: Όπως λειώνει το αλάτι να λειώσουν και οι βαρδαβίτσες μου».

Το κόλπο έδειχνε να πιάνει. Τότε όμως, μεταξύ πρώτου και δεύτερου χασμουρητού, θυμήθηκα κάτι που είχε συμβεί κάπου εικοσιπέντε χρόνια πριν. Σε μια εποχή τελείως διαφορετική. Όταν η φράση του Φουκουγιάμα για το «τέλος της ιστορίας» ήταν στα χείλη όλων, ενώ αν κάποιος μας έλεγε ότι η Χρυσή Αυγή (σ.σ. ναι, την γνωρίζαμε από τότε) θα έμπαινε κάποτε στη Βουλή ή ότι θα ερχόταν μια εποχή όπου θα βαδίζαμε στον δρόμο κοιτώντας το κινητό μας, θα τον περνούσαμε αυτομάτως για τρελό.

Τότε λοιπόν, είχα βρεθεί σαν στρατιώτης στη Χίο. Εκεί, στην πόλη της Χίου και πιο συγκεκριμένα στον Φραγκομαχαλά, ζούσε μια συγγενής της μητριάς του πατέρα μου. Ο τελευταίος με είχε παρακαλέσει πολλές φορές να την επισκεφτώ, γιατί ήταν ηλικιωμένη και άρρωστη και τελικά σε μια έξοδο τού έκανα, με βαριά καρδιά, το χατίρι. Θυμάμαι ότι πήρα την ανηφόρα από την πλατεία και μετά χάθηκα για λίγο στα στενά με τα χαρακτηριστικά χιώτικα τοιχάκια, ώσπου βρήκα τελικά το σπίτι.

Η θεία με δέχτηκε με πολύ μεγάλη χαρά. Είχε την γλυκύτητα των παχουλών γιαγιάδων και παρότι δυσκολευόταν να κινηθεί, δεν έχανε το χαμόγελό της. Σύντομα μου ζήτησε μια χάρη. Να ανεβώ στη σκάλα και να μαζέψω τα νεράντζια από το δέντρο του κήπου. «Και όταν περάσεις να με ξαναδείς θα σου έχω έτοιμο το γλυκό». Το έκανα γρήγορα γρήγορα και κανένα εικοσάλεπτο από τη στιγμή που είχα φτάσει, σηκώθηκα να φύγω. Κοίταξε τότε τα χέρια μου και μου ανακοίνωσε ότι έχω τρεις μυρμηγκιές στα δάχτυλα (πράγματι είχα, αλλά δεν ήξερα ότι τις έλεγαν έτσι) και ότι θα μου τις γητέψει. «Δηλαδή;» τη ρώτησα. «Εσύ μη το σκέφτεσαι καθόλου», μου απάντησε. «Εγώ θα δέσω τρεις κλωστούλες σ’ ένα φυτό και αφού περάσει το επόμενο φεγγάρι, το φυτό θα ξεραθεί μαζί με τις μυρμηγκιές». Κατόπιν τούτου τη χαιρέτησα και έφυγα υποσχόμενος ότι θα περάσω στην επόμενη έξοδό μου.

Δεν τήρησα την υπόσχεσή μου -ούτε και την ξαναείδα από τότε. Κάνα δυο μήνες μετά όμως, όταν κοίταξα τα δάχτυλά μου, συνειδητοποίησα πως οι μυρμηγκιές είχαν όντως εξαφανιστεί. Και να ’μαι, λοιπόν, εικοσιπέντε χρόνια και βάλε μετά, να κοιτάω μέσα στη νύχτα το ταβάνι, έχοντας στο στόμα μου τη γεύση από εκείνο το γλυκό νεράντζι που ποτέ δεν δοκίμασα.    

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ