Πολιτικη & Οικονομια

ΠΑΣΟΚ και η άλλη Αριστερά

42426-95404.jpg
Νίκος Μπίστης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ομιλία του Νίκου Μπίστη στο διήμερο πολιτικό-επιστημονικό Συνέδριο για την 39η επέτειο από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ


Οι άνθρωποι γράφουν την Ιστορία με ένα σχετικό όμως βαθμό ελευθερίας. Περιορίζονται από την αντικειμενική πραγματικότητα, από τα όρια που τους θέτει την συγκεκριμένη στιγμή που δρουν η οικονομία, η γεωπολιτική πραγματικότητα, οι συσχετισμοί δυνάμεων, τα ριζωμένα στην συνείδησή τους στερεότυπα. Αν αυτό ισχύει για τους ανθρώπους προφανώς, ισχύει και για τα πολιτικά κόμματα, που αποτελούν εθελοντική ένωση ανθρώπων που επιδιώκουν το γενικό καλό, καθένα από τη σκοπιά του.

Να γιατί η ανάλυση του παρελθόντος που στηρίζεται μόνο στην εκ των υστέρων γνώση και κρίνει την αφετηρία και το σύνολο εκ του τελευταίου συμβάντος είναι επικίνδυνα ανιστόρητη. Μια τέτοια αντίληψη οδηγεί στην απαξίωση της μεταπολίτευσης, στο μηδενισμό των κατακτήσεών της, ακόμα χειρότερα την θεωρεί  αποκλειστικά υπεύθυνη για την κρίση και τις δυσκολίες που περνάει ο λαός.

Με αυτή τη λογική δεν θα μείνει τίποτε όρθιο. Όχι μόνο η Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Κάστρο και ο Χο Τσι Μινχ, αλλά και τα άγια των Αγίων της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας, η Γαλλική Επανάσταση, θα μπορούσε κάλλιστα να ερμηνευτεί σαν ένα αιμοσταγές γιακωβίνικο πραξικόπημα που βύθισε τη Γαλλία στην τρομοκρατία και έφερε τον Ναπολέοντα. Προσοχή: με τα παραπάνω δεν ισχυρίζομαι ότι δεν πρέπει να μελετήσουμε αφετηριακά λάθη που οδήγησαν μεγάλα ιστορικά πειράματα σε τραγικά αδιέξοδα ή, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, να μην προβληματιστούμε για τις παθογένειες της μεταπολίτευσης και τα λάθη των πρωταγωνιστών της σε μια αντιφατική πορεία που παρά ταύτα εδραίωσε τη δημοκρατία στην χώρα μας.

Αν όμως δεν προβληματιστούμε για τους λόγους που αυτές οι παθογένειες είχαν πίσω τους ισχυρή κοινωνική στήριξη, αν ετσιθελικά και εκ των υστέρων αφαιρέσουμε τη δράση από το ιστορικό της πλαίσιο, τότε θα γλιστρήσουμε σε αφορισμούς και μηδενισμούς βολικούς για τους δημαγωγούς και χρήσιμους για τους επικίνδυνους. Έκανα αυτή την εισαγωγή για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί, όπως θα καταλάβατε, έχω εξοργιστεί με όσους από τα δεξιά και από τα αριστερά συστηματικά απαξιώνουν τη μεταπολίτευση. Δεύτερον, γιατί είναι χρήσιμη στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμε την πορεία, τα συν και τα πλην του ΠΑΣΟΚ. Και, τρίτον, γιατί μας δίνει ένα ερμηνευτικό εργαλείο για να προσεγγίσουμε το θέμα των δύσκολων σχέσεων του ΠΑΣΟΚ με την άλλη Αριστερά.

1974. Η χώρα βγαίνει από την επτάχρονη δικτατορία. Σε ένα τμήμα του πληθυσμού –γιατί ένα άλλο προτίμησε τη σιγουριά του εξελιγμένου Καραμανλή– συντελούνται διεργασίες καλπάζουσας ριζοσπαστικοποίησης που εξελίσσονται καθ’ όλη την δεκαετία του ’70 και κορυφώνονται με την εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ το ’81.

Ποιο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναγκαστικά κινούνται άνθρωποι και κόμματα; Το πλαίσιο καθορίζεται από την ανάγκη αλλαγής από τους παλιούς λογαριασμούς που άφησε η νικήτρια του εμφυλίου δεξιά και το αυταρχικό κράτος που οικοδόμησε, και κυρίως η επτάχρονη δικτατορία. Απολύτως δικαιολογημένα ο λαός –και όχι μόνο πλέον της Αριστεράς– ταυτίζει τη δικτατορία με το ΝΑΤΟ, ενώ οι διαφοροποιήσεις της τότε ΕΟΚ δεν εγγράφονται στη συλλογική συνείδηση, όπου κυριαρχεί ένας διάχυτος αντιδυτικισμός. Αυτός αποτυπώνεται και στη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη και προφανώς με πολύ έντονο τρόπο στο κυρίαρχο στο χώρο της Αριστεράς φιλοσοβιετικό ΚΚΕ. Η δικτατορία εκ των πραγμάτων ανακόπτει τις διεργασίες ανανέωσης της Αριστεράς που ξεκίνησαν στην ΕΔΑ και την Επιθεώρηση Τέχνης προδικτατορικά και κορυφώθηκαν το ’68 με το συγκλονισμό που επήλθε στις συνειδήσεις των κομμουνιστών και των αριστερών από την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Εδώ υπερτερούσε ο συγκλονισμός από την επιβολή της δικτατορίας και ο συμψηφισμός λειτουργούσε.

Γενικότερα στην Ελλάδα πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες για τα πλατιά στρώματα της αριστεράς οι διεργασίες που ισχυροποίησαν τη σοσιαλδημοκρατία και κατέδειξαν τα αδιέξοδα του μοντέλου του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι στην πρώτη φάση η εμβληματική και κυρίαρχη θέση «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» υπάρχει στο στόμα των διαδηλωτών του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, στον επίσημο λόγο των κομμάτων και αντικειμενικά διαμορφώνει ένα άτυπο μέτωπο στα συνδικάτα, την αυτοδιοίκηση, λιγότερο στη Βουλή.

Δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο το ιστορικό παράδοξο, πιο κοντά στις σοσιαλδημοκρατικές θέσεις να είναι το βαλλόμενο πανταχόθεν ευρωκομμουνιστικό ΚΚΕ Εσωτερικού, η συνεισφορά του οποίου στη διαμόρφωση της σύγχρονης κεντροαριστερής πλέον αντίληψης είναι ανεκτίμητη παρότι έχασε πανηγυρικά στο πεδίο των συσχετισμών. Και όχι το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ, που είχε έντονες επιρροές από την παραδοσιακή Αριστερά, αλλά από τριτοκοσμικές αντιλήψεις που τότε είχαν βάρος και πέραση. Μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας άρχισε η πορεία προς το ρεαλισμό, που όμως παρουσιάστηκε περισσότερο ως πειθαναγκασμός και λιγότερο ως ανάγκη. Πάντως έγινε.

Η κριτική που ασκεί η παραδοσιακή αριστερά σε αυτή την προσαρμογή είναι ότι «ο Ανδρέας πήρε τα συνθήματα της Αριστεράς και με αυτά τον κόσμο της». Πρόκειται για παράπονο, όχι για κριτική. Στην πολιτική και στα συνθήματα δεν υπάρχει προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας. Το απέδειξε με τον πιο απόλυτο τρόπο ο Λένιν, υιοθετώντας σε ένα βράδυ το αγροτικό πρόγραμμα των Εσσέρων. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν σωστά εγκαταλείφθηκε αυτή η πολιτική και συνθηματολογία και η απάντηση είναι ναι.

Η δεύτερη ένσταση είναι ότι το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας δεν μοιράστηκαν την εξουσία με την Αριστερά. Το πρώτο ερώτημα είναι σε ποια βάση θα συγκυβερνούσαν; Σε αυτήν που το ΠΑΣΟΚ σταδιακά και με αντιφάσεις εγκατέλειπε; Το αίτημα αυτό αγνοούσε το ιστορικό πλαίσιο. Ο Ανδρέας αξιοποίησε την παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης για να ασκήσει μια πιο ευέλικτη εξωτερική πολιτική, αλλά ήξερε ότι υπάρχει μια κόκκινη γραμμή που την τραβούσαν οι συμμαχίες της χώρας. Ο χώρος της κεντρικής κυβέρνησης ήταν «απαγορευμένος» για το πανίσχυρο και αποδεδειγμένα ανεξάρτητο από τους Σοβιετικούς Ιταλικό ΚΚ. Πόσο μάλλον για το ΚΚΕ. Η περίοδος από το ’82-83 μέχρι και το ’89 ήταν η πιο δύσκολη για τις σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με την άλλη Αριστερά στο σύνολο της. Από την μια πλευρά η αυξανόμενη αλαζονεία από την άσκηση της εξουσίας, όσο αυτή τραβούσε σε βάθος, με όλες τις συνακόλουθες παθογένειες που ακόμα μας ακολουθούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι κόπηκαν οι γέφυρες και με δυνάμεις που ιδεολογικά αλλά και σε επίπεδο πρακτικής ήταν κοντά στο ΠΑΣΟΚ και συνεργάζονταν αποδοτικά μαζί του, κυρίως στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπως το ΚΚΕ Εσωτερικού. Η φράση που συμπύκνωνε τις σχέσεις ΠΑΣΟΚ Ανανεωτικής Αριστεράς και που ακόμα στοιχειώνει και δημιουργεί τόνους καχυποψίας είναι «ΠΑΣΟΚ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις».

Τότε δημιουργήθηκε στον κόσμο και την ηγεσία της Αριστεράς το πολιτικό και ψυχολογικό υπόβαθρο που οδήγησε στο σφάλμα του ’89. Αλλά όσο αντιφατική ήταν η πολιτική του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80 άλλο τόσο εσφαλμένη ήταν επί της ουσίας η πολιτική της Αριστεράς. Προηγήθηκε μάλιστα του συνθήματος «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» και υπερθεμάτισε. Όταν το ’85 ο Ανδρέας Παπανδρέου προσπάθησε να συμμαζέψει τα πράγματα στην οικονομία και συγκρούστηκε με συνδικαλιστές της παράταξής του η Αριστερά, στο σύνολό της, στάθηκε απέναντί του. Για το ’89 έχουν γραφτεί τόνοι χαρτιού. Δηλητηρίασε και δίχασε τη βάση του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς για μεγάλο διάστημα και έφερε για μια περίοδο στο κομματικό προσκήνιο του ΠΑΣΟΚ δυνάμεις του μίσους και της καθυστέρησης.

Για την Αριστερά, αν ζούσε ο Ηλίας Ηλιού, θα επανελάμβανε για την ηγεσία της ότι «δεν άφησε πεπονόφλουδα που να μην την πατήσει». Πολιτικά το ’89 σε συνδυασμό με την παραπομπή Παπανδρέου μόνο ζημιά προξένησε στην Αριστερά, ήταν μια κίνηση που συσπείρωσε το ΠΑΣΟΚ, ενώ ανέστειλε διεργασίες στο εσωτερικό του. Τις καθυστέρησε, αλλά δεν τις εμπόδισε. Ήδη από το 2003 ο Ανδρέας Παπανδρέου έχοντας επίγνωση των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που σηματοδότησε η πτώση του τείχους πραγματοποίησε στροφή στην οικονομία και στην εξωτερική πολιτική, έγινε πιο ευρωκεντρικός. Η στροφή αυτή ολοκληρώθηκε και ντύθηκε ιδεολογικά, με καθαρά σοσιαλδημοκρατικό ένδυμα από τον Κώστα Σημίτη.

Την περίοδο του εκσυγχρονισμού έγινε η πιο συγκεκριμένη, προωθημένη και ρεαλιστική κίνηση του ΠΑΣΟΚ προς την Αριστερά και συγκεκριμένα τον ΣΥΝ. Διατυπώθηκε το 1996 στην ομιλία-χαιρετισμό του πρωθυπουργού στο Συνέδριο του ΣΥΝ. Αν μέχρι τότε σε άλλες περιπτώσεις υπήρχαν εκατέρωθεν δικαιολογίες που επιτρέπουν ένα επιμερισμό της ευθύνης ,η απόρριψη της συγκεκριμένης πρότασης βαραίνει αποκλειστικά την τότε ηγεσία του ΣΥΝ και θέλω να είμαι κατηγορηματικός σε αυτό το σημείο Έκτοτε ο ΣΥΝ πήρε την πορεία που σταδιακά τον απέκοψε από τις αρχές της ανανεωτικής Αριστεράς, μεταλλάχθηκε σε κάτι άλλο. Η τροπή αυτή με την απόρριψη κάθε συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ είχε επιπτώσεις και στην πορεία του ΠΑΣΟΚ και του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος.

Αναγκαστικά το ΠΑΣΟΚ σήκωσε μόνο του το βάρος του προοδευτικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, δεν είχε συμμάχους και όταν επήλθε η κόπωση έμεινε από εφεδρείες. Να αναφέρω το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σήμερα όλοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της εφαρμογής της μεταρρύθμισης Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό . Ας θυμηθούμε τις δυνάμεις που την εμπόδισαν. Σύσσωμη η Δεξιά, σύσσωμη η Αριστερά, και ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ που σήμερα στην πλειοψηφία του διαμορφώνει σοσιαλιστική τάση στον ΣΥΡΙΖΑ.

Από τότε οι σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με τις οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς πήγαν από το κακό στο χειρότερο και το χάσμα συνεχώς διευρυνόταν. Καθ’ όλη την διάρκεια της καταστροφικής πενταετίας Καραμανλή τα κόμματα της Αριστεράς επιδόθηκαν σε μια softαντιπολίτευση που συγκρινόμενη με αυτή που άσκησαν κατά του ΠΑΣΟΚ έμοιαζε με χάδι. Ο προγραμματικός της λόγος γλίστρησε στον αντιευρωπαϊσμό, ενώ το πρώην ανανεωτικό της κομμάτι σταμάτησε να παράγει ιδέες και προτάσεις. Αντίστοιχα το ΠΑΣΟΚ, προσανατολισμένο στην ανακατάληψη της κυβέρνησης, όξυνε τον αντιδεξιό λόγο αλλά δεν αντελήφθη το μέγεθος της επερχόμενης κρίσης, ενώ καλλιέργησε αυταπάτες για τις δυνατότητες ικανοποίησης υπερβολικών ή και παράλογων απαιτήσεων παρά τις προειδοποιήσεις από υπεύθυνα στελέχη του δικού του χώρου. Η έκταση της κρίσης που ξέσπασε το βρήκε ανοχύρωτο, όπως και την χώρα.

Για να είμαστε ακριβείς ούτε τα άλλα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας κατανόησαν το βάθος της επερχόμενης κρίσης και κατέβαλαν στις χώρες του νότου το αντίστοιχο τίμημα. Μόνο που εδώ το τίμημα ήταν τεράστιο, προξενώντας φυγόκεντρες τάσεις όχι μόνο στο εκλογικό σώμα αλλά και σε στελεχικό δυναμικό που έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του με τις σεισμικές ανακατατάξεις. Επί της ουσίας μπορεί να ασκήσουμε κριτική στο ΠΑΣΟΚ για πολλά αυτή την περίοδο. Για τον αιφνιδιασμό που υπέστη, για το πώς διαπραγματεύτηκε ή δεν διαπραγματεύτηκε στο πρώτο μνημόνιο και για αλλά πολλά. Όμως αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι σήκωσε μόνο του το τεράστιο βάρος της αντιμετώπισης του πρώτου γιγαντιαίου κύματος της κρίσης, όταν η ΝΔ φιλολογούσε σε αντίθετη κατεύθυνση στο Ζάππειο και η Αριστερά μας πρότεινε να δοκιμάσουμε συνταγή σαν αυτή που προσπάθησε να εφαρμόσει η Κύπρος με τα γνωστά αποτελέσματα. Και αυτό πιστώνεται στον Γ. Παπανδρέου.

Ερχόμαστε λοιπόν στο σήμερα των σχέσεων ΠΑΣΟΚ Αριστεράς και στη συζήτηση που είναι σε εξέλιξη για τη συγκρότηση της μεγάλης μεταρρυθμιστικής κεντροαριστεράς. Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι το αυτονόητο, ότι η συζήτηση αυτή γίνεται σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον από τις προηγούμενες απόπειρες και με άλλους πολιτικούς συσχετισμούς. Δεν έχουμε αυτή την στιγμή ένα ισχυρό κεντροαριστερό πόλο, πρέπει να τον δημιουργήσουμε. Το αίτημα για την διαμόρφωση μιας ισχυρής παράταξης ώστε να μην αφεθεί η χώρα και ο ψηφοφόρος στο δίλημμα ΝΔ η ΣΥΡΙΖΑ είναι επιτακτικό. Η λύση δεν είναι εύκολη, προσκρούει σε ποικίλες ενστάσεις και αντιστάσεις, αλλά είναι μονόδρομος, αν δεν θέλουμε να παραχωρήσουμε για αυτήν την περίοδο την πρωτοβουλία των κινήσεων σε άλλους. Δεν υπάρχουν συνταγές γενικής χρήσεως, πρέπει να βρούμε τη δική μας πατέντα. Στην Ιταλία για παράδειγμα με την κατάρρευση του τείχους το Ιταλικό ΚΚ δεν κάθισε πάνω στην Ιστορία του και τα σύμβολα του περιμένοντας την δική του σταδιακή απίσχναση. Έφτιαξε την Ελιά, συναντήθηκε με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και του Κέντρου και συγκρότησαν το Δημοκρατικό Κόμμα και παρέμεινε με αυτόν τον τρόπο η κυρίαρχη δύναμη στην χώρο με κυβερνητικό ρόλο. Δεν λέω να το κάνουμε όπως στην Ιταλία, όμως πρέπει επειγόντως να βρούμε τη δική μας συνταγή.

Οι επικείμενες ευρωεκλογές είναι ένα ευνοϊκό πεδίο για την συγκρότηση μια ελληνικής Ελιάς που θα κατέβει στις εκλογές κάτω από την πανευρωπαϊκή ομπρέλα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και θα συγκροτήσει παντού Επιτροπές Πρωτοβουλίας, όπου θα συναντηθούν τα μέλη των υπαρχόντων κομμάτων που θα διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους με νέες δυνάμεις από την κοινωνία που μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα ενεργοποιηθούν. Δεν μας αρκεί το άθροισμα των υπαρχόντων κομμάτων, ακόμα και αν η ΔΗΜΑΡ αλλάξει προσανατολισμό. Χρειαζόμαστε τον συνδυασμό του νέου (προγραμματικά και ηλικιακά) με το παλιό που είναι ακόμα χρήσιμο. Χρειαζόμαστε μια πρωτότυπη σύνθεση που θα δημιουργήσει δυναμική και θα αποκαθηλώσει τα εκλογικά ποσοστά δίνοντας ορμή και αυτοπεποίθηση στον κόσμο μας.

Τελειώνω με μια παρατήρηση που την προκάλεσαν κάποιες τοποθετήσεις χτες στο πρώτο τραπέζι. Και με τον ΣΥΡΙΖΑ τι κάνουμε, τον αποκλείουμε από αυτές τις διεργασίες, μήπως πιο πρακτικό θα ήταν να ανοίξουμε διαύλους συνεργασίας μαζί του; Το πρώτο που νομίζω ότι όλοι έχουμε κατά νου είναι ότι η χώρα έχει κάνει πολύ δρόμο αλλά ακόμα έχει ένα κρίσιμο διάστημα να διανύσει. Η συγκρότηση της κεντροαριστεράς δεν θα βάλει σε κίνδυνο την πολιτική σταθερότητα, που εγγυάται με όλα της τα εγγενή προβλήματα η σημερινή κυβέρνηση.

Εδώ υπάρχει διαφορά στρατηγικής με τον ΣΥΡΙΖΑ που ποντάρει στην δημιουργία κοινωνικού χάους ελπίζοντας ότι αυτό θα τον ωφελήσει εκλογικά, αγνοώντας την επόμενη μέρα και τα κέρδη που μια τέτοια εξέλιξη θα προσπορίσει στην εμφανιζόμενη ως αντισυστημική ναζιστική Χρυσή Αυγή. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε αδιάφοροι για την πορεία και τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ περισσότερο για τον κόσμο που από την κάλπη του ΠΑΣΟΚ μεταπήδησε στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Μιλάω για τον κόσμο και όχι για εκείνο το στελεχικό δυναμικό που εκπροσωπεί ότι πιο αναχρονιστικό κυκλοφορεί.

Ο χειρότερος όμως τρόπος για να πείσεις και να επαναπατρίσεις στις γραμμές της κεντροαριστεράς τον κόσμο αυτόν είναι να αναγνωρίσεις πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση της κεντροαριστεράς στον ΣΥΡΙΖΑ. Ανεξαρτήτως προθέσεων μια τέτοια τακτική θα δικαιώσει στα μάτια των πολιτών που ακολούθησαν τον ΣΥΡΙΖΑ την επιλογή τους και αντί να συγκροτήσουμε κεντροαριστερά θα έχουμε ένα σχήμα με δορυφόρους περί τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για να επανασυνδεθούμε με αυτόν τον κόσμο είναι να συγκροτήσουμε την μεγάλη μεταρρυθμιστική κεντροαριστερή παράταξη και να απευθυνθούμε με αυτοπεποίθηση σε αυτούς. Επίσης είναι ο μόνος δρόμος για να επικρατήσουν και στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πιο μετριοπαθείς και σε κάποια επαφή με την πραγματικότητα απόψεις. Η συνειδητοποίηση ότι η κατά μέτωπο επίθεση δεν αποδίδει σε συνδυασμό με την παρουσία του ισχυρού τρίτου πόλου μπορεί να οδηγήσει σε επανασύνδεση του ΣΥΡΙΖΑ με την λογική. Αυτό γίνεται . Το ανάποδο όχι.

Είπα προηγουμένως ότι δεν υπάρχει έτοιμη συνταγή από τις κουζίνες του παρελθόντος, τον δρόμο πρέπει να τον βρούμε φτιάχνοντας τον ταυτόχρονα. Σε δυο πράγματα από την μέχρι τώρα δημόσια συζήτηση συγκλίνουν όλοι. Σε ένα προαπαιτούμενο και σε μια ελπίδα. Τα προαπαιτούμενο είναι ότι αυτή η υπόθεση θα προχωρήσει χωρίς ηγεμονισμούς και αποκλεισμούς. Και η ελπίδα είναι ότι όλοι μαζί μπορούμε. Με αυτήν την βεβαιότητα κλείνω: όλοι μαζί μπορούμε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ