Πολιτικη & Οικονομια

Ένας έρωτας

Ανταπόκριση από το φθινοπωρινό Μιλάνο

foto_essex_cropped.jpg
Μάνος Ματσαγγάνης
ΤΕΥΧΟΣ 673
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
milan-705880_1920.jpg

Κάνει ακόμη αρκετή ζέστη στο Μιλάνο, αλλά κανείς εδώ δεν αμφιβάλλει ότι το φθινόπωρο ήρθε οριστικά. Κιτρινισμένα φύλλα δεν φαίνονται πουθενά, ούτε πρωτοβρόχια, αλλά μερικά πράγματα δεν επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή. Για όσους δεν έχουν (ή δεν είναι οι ίδιοι) παιδιά σχολικής ηλικίας, η καλύτερη απόδειξη είναι η παρουσία εκατοντάδων φωτομοντέλων στους δρόμους της πόλης, που όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή αναπνέει στους ρυθμούς της «Εβδομάδας της μόδας». Ο ανταποκριτής σας κοιτάζει τα νεαρά κορίτσια με το ανέκφραστο βλέμμα και το υπερβολικά αδύνατο σώμα όπως κοιτάζει ο εντομολόγος τους ανωφελείς κώνωπες, συμφωνώντας με τον Έ., που αναγνωρίζει ως μοναδικό προσόν των μοντέλων τα ψηλά ζυγωματικά («δεν είναι και λίγο» απαντά ο πατέρας του, μόνιμο πνεύμα αντιλογίας), και με τη Ρ. που υποψιάζεται ότι η ζωή τους «πρέπει να είναι λίγο θλιβερή».

Χθες, καθισμένος σε ένα παγκάκι στο πάρκο, δίπλα σε μαμάδες που πασάλειβαν μεθοδικά τα πιτσιρίκια τους με αντικουνουπικές κρέμες, παρακολουθώντας με ανησυχία τις φουσκάλες από τα τσιμπήματα να αυξάνονται και να πληθύνονται στο μπράτσο μου, κατάφερα επιτέλους να τελειώσω το «Un amore», το ερωτικό μυθιστόρημα του Dino Buzzati που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 προκαλώντας πλήθος αντιδράσεων. Ο πρωταγωνιστής, ένας 50χρονος αρχιτέκτονας στο Μιλάνο, ερωτεύεται ένα λαϊκό κορίτσι με τα μισά του χρόνια ή λιγότερα, που πουλάει το κορμί της σε όποιον δίνει περισσότερα, με την ώρα ή με το μήνα. Ο έρωτάς του γίνεται εμμονικός, παρασύροντάς τον σε ένα σπιράλ εξευτελισμού και ταπείνωσης.

Πρόκειται για ένα είδος «Γαλάζιου Άγγελου» αλά ιταλικά. Στην ταινία του Josef von Sternberg (βασισμένη στο μυθιστόρημα του Heinrich Mann), ο Rath, αξιοσέβαστος καθηγητής Γυμνασίου, ερωτεύεται τη Λόλα, αρτίστα καμπαρέ (την υποδύεται η Marlene Dietrich), στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όλο και λιγότερο αξιοσέβαστος, ο καθηγητής Rath έχει άσχημο τέλος. Ο Antonio πάλι, ο πρωταγωνιστής του Buzzati, όχι ακριβώς – αν και εδώ οι γνώμες διίστανται. Η συνέχεια στις σελίδες του βιβλίου.

Δυστυχώς οι μόνες πόρνες και καμπαρετζούδες που έχει γνωρίσει ο ανταποκριτής σας, επίσης καθηγητής, επίσης αξιοσέβαστος (μέχρι αποδείξεως τουναντίον), ήταν στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Ειδικά στην Ιταλία, αυτό σχετίζεται εν μέρει με την ψήφιση του «Νόμου Μέρλιν», από το όνομα της σοσιαλίστριας γερουσιαστού που τον εισηγήθηκε, ο οποίος απαγόρευσε τους οίκους ανοχής («case di tolleranza»). Εν μέσω σφοδρής διαμάχης, το νομοσχέδιο εγκρίθηκε το 1958, με τις ψήφους των χριστιανοδημοκρατών, των κομμουνιστών, των ρεπουμπλικάνων, των περισσότερων σοσιαλιστών, και λίγων σοσιαλδημοκρατών. Καταψήφισαν οι φιλελεύθεροι, οι ριζοσπάστες, οι νεοφασίστες, οι μοναρχικοί, πολλοί σοσιαλδημοκράτες, και κάποιοι διαφωνούντες από το σοσιαλιστικό και άλλα κόμματα.

Ο Dino Buzzati, δημοσιογράφος της «Corriere della sera» από το 1928 έως τον θάνατό του το 1972 (είχε δηλώσει ότι εμπνεύστηκε το αριστούργημά του «Η έρημος των Ταρτάρων» παρακολουθώντας τη ρουτίνα των συναδέλφων του στην εφημερίδα), στο θέμα του Νόμου Μέρλιν δεν είχε δίλημμα. Το άρθρο του, την επομένη της ψήφισης του νόμου, ήταν μια μεθοδική και αδιάλλακτη υπεράσπιση των οίκων ανοχής και του επαγγέλματος της «δημόσιας γυναίκας». Ήδη από τη δεύτερη γραμμή του άρθρου ο Buzzati προειδοποιεί τους αναγνώστες ότι δεν πρόκειται να λάβει υπόψη του την «τελετουργική υποκρισία που ευρέως θεωρείται υποχρεωτική κάθε φορά που θίγεται το θέμα». Φτάνει να συγκρίνει τη γερουσιαστή Μέρλιν με τον Ηρόστρατο «που διέταξε να καεί η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, καταστρέφοντας ένα τεράστιο πολιτισμικό κεφάλαιο που χάθηκε για πάντα». Θρηνεί την ανεκτίμητη απώλεια του «ερωτικού πολιτισμού που με λόγια και με έργα μετέδιδαν από γενιά σε γενιά οι οίκοι ανοχής». Και προς αποφυγή παρεξηγήσεων διευκρινίζει: «Δεν έχω καμία πρόθεση να αστειευτώ».

Ο ανταποκριτής σας, όπως του συμβαίνει συχνά, δεν ξέρει τι ακριβώς να σκεφτεί πάνω στο θέμα. Από τη μια αντιτίθεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, και δεν αμφιβάλλει ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η πορνεία είναι μια θλιβερή συναλλαγή χωρίς ίχνος glamour. Από την άλλη, έχει σχηματίσει την εικόνα –διαβάζοντας μελέτες και συνεντεύξεις, τι άλλο;– ότι για ορισμένες γυναίκες, σε ορισμένες ευνομούμενες χώρες, για μια σύντομη περίοδο ενδεχομένως (όσο διαρκεί η νεότητα), είναι επίσης μια εμπειρία ενδυνάμωσης, όπου ο συσχετισμός ισχύος ευνοεί τη «δημόσια γυναίκα». Οι νόμιμοι οίκοι ανοχής έγερναν την πλάστιγγα υπέρ της ενδυνάμωσης και κατά της εκμετάλλευσης, αντίθετα π.χ. με τα παράνομα σπίτια ή τους σκοτεινούς δρόμους. Και δεδομένου ότι η απαγόρευση των οίκων ανοχής δεν εξάλειψε την πορνεία, αναρωτιέται κανείς πού ακριβώς έγκειται το δημόσιο συμφέρον, και ποια πολιτική θα το διασφάλιζε, ταυτόχρονα με την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα των «δημόσιων γυναικών».

Καλύτερα να σταματήσω εδώ. Εάν το πανεπιστήμιο όπου διδάσκω βρισκόταν στις ΗΠΑ, το κίνημα #metoo θα φρόντιζε να απολυθώ. Στη μεσογειακή Ευρώπη ακόμη όχι – αν και ποτέ κανείς δεν ξέρει.


*Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι ο ανταποκριτής της Athens Voice στο Μιλάνο

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ