Πολιτικη & Οικονομια

Περιπλοκή στο Μόναχο

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος «διαβάζει» τη φωτογραφία

23660472_945802692242346_639465225_o.jpg
Παναγής Παναγιωτόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 671
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
contre-jour_pittas2-25-11.jpg
© Κωνσταντίνος Πίττας

Είναι η εκκλησία του Αγίου Πέτρου, στο κέντρο της παλιάς πόλης, δίπλα στη Marienplatz, στο Μόναχο, την πρωτεύουσα της Βαυαρίας. Το ομόσπονδο κρατίδιο που εμβληματικά αντιπροσωπεύει τη γερμανική αυστηρότητα και μια καθιερωμένη και δημοκρατική όψη του ευρωπαϊκού συντηρητισμού. Με έντονη και θεσμική παρουσία της καθολικής εκκλησίας και το κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών να διατηρεί την αυτονομία του έναντι των Χριστιανοδημοκρατών με τους οποίους απλά συνεργάζεται, το κρατίδιο αυτό βρίσκεται σήμερα στην αιχμή των συναισθηματικών ανακατατάξεων και των πολιτικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σε όλη την Ευρώπη. Αυτών που προκλήθηκαν από την προσφυγική κρίση διαρκείας που ξεκίνησε σαν αποθέωση της ανοιχτής πολυπολιτισμικής κοινωνίας το 2015 για να καταλήξει στις εθνικιστικές συσπειρώσεις και τη γέννηση ενός λαϊκού και μαζικού νέου συντηρητισμού σήμερα. Το Μόναχο και η Βαυαρία σήμερα, μέσα από την πολιτική θέση των Χριστιανοκοινωνιστών συμμάχων της καγκελαρίου Μέρκελ, αποτελούν το θερμόμετρο αυτής της Ευρώπης που κάπως καθυστερημένα αντιλαμβάνεται ότι η παγκοσμιοποίηση, ενώ αφαιρεί από την οικονομική ισχύ της ηπείρου μας, δεν της στερεί τη μαγνητική της έλξη για τους απόκληρους του κόσμου.

Το όραμα των νέων συντηρητικών δεν είναι θετικό, δεν περιγράφει ένα προοδευτικό μέλλον. Επιζητά την επιστροφή σε μια πραγματικότητα εθνικής ομοιογένειας και πολιτιστικής συνοχής μιας χριστιανικής, ή έστω εκκοσμικευμένης χριστιανικής συνθήκης. Μια πραγματικότητα που ίσως να μην υπήρξε ποτέ ως εδραίο ιστορικό παρελθόν, φαντάζει όμως πλέον ως μοναδικός ορίζοντας της ύπαρξης για πολλούς. Το Ισλάμ, είτε ως φορέας βίας όταν ριζοσπαστικοποιείται, είτε ως άλλος τρόπος ζωής που μοιάζει άκαμπτος και βαθιά ξένος, έχει γίνει η μετωνυμία όλων των φόβων. Αδίκως δε απορροφά την οικονομική ανασφάλεια και την κρίση του κράτους πρόνοιας. Και αν είναι βλακώδης η κατάχρηση της κατηγορίας της ισλαμοφοβίας για κάθε κριτική σε αυτή τη θρησκεία-ιδεολογία, και αν –από την άλλη– είναι βαθιά ελιτίστικη η εντύπωση ότι τα τρομαγμένα λαϊκά στρώματα της Ευρώπης θα όφειλαν να πανηγυρίζουν που οι γειτονιές τους αλλάζουν ραγδαία –και εφόσον δεν το κάνουν «κακό του κεφαλιού τους»–, και αν είναι χυδαία η αδιαφορία του μετα-φεμινιστικού κινήματος για την καταπίεση των γυναικών από την ισλαμική ανδροκρατία, η παγκοσμιοποίηση, η τραχύτητά της και κυρίως η συνθετότητά της δεν πρόκειται να αναστραφούν.

Μπορεί το αίτημα της εθνικής κυριαρχίας να επιστρέψει, αν κάποια στιγμή η Ευρώπη αποφασίσει να λειτουργήσει ως ένα πολιτικό έθνος που διεκδικεί τα δικά του σύνορα και φροντίζει για την οικονομική και συναισθηματική ασφάλεια των πολιτών του, μα η εθνική μοναξιά δεν θα ξαναϋπάρξει – αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ποτέ τέτοιο πράγμα.

Μπορεί οι οικονομίες της Eυρώπης να ανακάμψουν δίνοντας ξανά ισχύ στο κοινωνικό ασανσέρ που έχει πάψει να ανεβάζει κόσμο στους πάνω ορόφους και που τον κρατάει έγκλειστο και καθηλωμένο μεταξύ μίζερης αναπαραγωγής και καθόδου στο υπόγειο, μα αυτό δεν θα γίνει με μεγάλες κρατικές πολιτικές και συλλογικές μετακινήσεις– θα χρειαστεί να εφευρεθούν οι προσωπικές διαδρομές ανόδου και να αναληφθούν από τους πολίτες τα ρίσκα του ελεύθερου ηλεκτρόνιου.

Μπορεί να βρεθεί ένας κανόνας υποδοχής του ξένου που να μην είναι ετεροβαρής εις βάρος της κουλτούρας υποδοχής (όπως εν πολλοίς συμβαίνει σήμερα) αλλά, και πάλι, οι τρόποι ζωής θα έχουν ποικιλία και διαφορές. Ουδείς θα μπορεί να εξοικονομεί τον κόπο της προσαρμογής του στη διαφορετικότητα και στις περιπλοκές της, αν θέλει να νοηματοδοτήσει τον βίο του.

contre-jour_pittas2-25-1.jpg
© Κωνσταντίνος Πίττας

Αυτό δείχνει η φωτογραφία του Κωνσταντίνου Πίττα. Το πολλαπλά επίπεδα, τη μεγάλη περιπλοκή της ζωής μας και την αλλοπρόσαλλη σχέση των Eυρωπαίων με τον ξένο και δη με τον μουσουλμάνο. Αυτή που, αν την παραδεχτούμε, ίσως γλιτώσουμε από τη ζοφερή προοπτική ενός ενδοευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου στον οποίο θα αντιπαρατεθούν μέχρις εσχάτων εκείνοι που φαντασιώνονται π.χ. τον μετανάστη ως λυτρωτή που αίρει τις αμαρτίες της Δύσης και του καπιταλισμού, με εκείνους που τον διώκουν ως δήθεν φορέα της ενδογενούς ευρωπαϊκής και εθνικής τους κοινωνικής δυστυχίας.

Μια ευτραφής και καλοζωισμένη γυναίκα εντός του χριστιανικού ναού κρατά δύο smartphones. Με το ένα βγάζει μια σέλφι κατά τον γνωστό και ίσως δυτικό ναρκισσιστικό τρόπο. Φοράει χιτζάμπ, όπως και η έτερη που αυτοφωτογραφίζεται με τα χέρια τεταμένα ως άλλη προσευχόμενη. Βασίμως θα υποθέταμε ότι είναι μουσουλμάνες αραβικής προέλευσης τουρίστριες. Τα έντονα βαμμένα μάτια και το οριεντάλ υπερτονισμένο φρύδι ενισχύουν την εντύπωσή μας. Η ακριβή τσάντα του καταναλωτικού κομφορμισμού δείχνει οικονομική ευρωστία. Παγκοσμιοποιημένες μουσουλμάνες που χαμογελούν. Η μία κόρη, έφηβη, φοράει ήδη το χιτζάμπ, και η μικρότερη, το κοριτσάκι, ένα σεμνό βελούδινο φόρεμα με αραβουργήματα. Τουρίστες σαν όλους. Κοσμοπολίτες και καταναλωτές, ειρηνικοί και με ενδιαφέρον για την εκκλησία αυτή που είναι ένα καταπληκτικό δείγμα αρχιτεκτονικού εκλεκτισμού, αφού συνδυάζει από γοτθικά αρχέτυπα μέχρι στοιχεία ροκοκό, σαν χριστιανική πολιτισμική γενεολογία της δυτικής Ευρώπης. Αυτό βλέπουμε.

Εκεί, στη Βαυαρία, όπου στις γυναίκες της φωτογραφίας επιτρέπεται να περνούν τα σύνορα ως τουρίστριες. Εκεί όπου το χιτζάμπ με λεφτά δεν φοβίζει τόσο. Εκεί, στη Βαυαρία, όπου δοκιμάζονται λόγω του προσφυγικού οι αντοχές του γερμανικού συντηρητισμού και της δημοκρατίας.


↑ Φωτογραφία του Κωνσταντίνου Πίττα. Τραβήχθηκε το καλοκαίρι του 2014. Σύντομα κυκλοφορεί εμπλουτισμένη έκδοση του φωτογραφικού του λευκώματος «Eικόνες μιας άλλης Ευρώπης».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ