Πολιτικη & Οικονομια

Τι είναι αυτό που αγαπάμε;

Αποτοξίνωση σ’ ένα μικροαστικό θέρετρο

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
amos_chapple2.jpeg
© Amos Chapple

«Μετά θυμήθηκα πως ήμασταν τόσο απασχολημένοι να λέμε εξυπνάδες που δεν είχαμε το χρόνο να μάθουμε τι είναι αυτό που αγαπάμε».  [Γκρεγκ Τζάκσον, Οι Άσωτοι, μτφ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες)

Διαβάζω το διήγημα καθισμένος μπροστά στη θάλασσα, με την πλάτη στον λιγνό κορμό ενός μικρού φοίνικα. Το αριστερό μου πόδι βρίσκεται λίγο πιο ψηλά απ’ το υπόλοιπο σώμα, καλά προστατευμένο μέσα σε μια γιγάντια ορθοπεδική μπότα. Έχω αναγκαστεί να τη φορέσω εξαιτίας μιας αλυσίδας γεγονότων που περιλαμβάνει ύπουλους μκροτραυματισμούς, ατυχείς ιατρικές διαγνώσεις και εκτιμήσεις καθώς και μπόλικες δικές μου απροσεξίες και αποκοτιές. Τώρα πια βγάζω την μπότα μόνο όταν είμαι στο σπίτι και όταν μπαίνω στη θάλασσα. Ευτυχώς, όχι μόνο επιτρέπεται να κολυμπάω, αλλά κάνει και καλό. Έτσι, όταν δεν φυσάει πολύ, σέρνομαι καθιστός στο νερό και κολυμπάω ένα-έναμιση χιλιόμετρο.  

Στην κλίμακα των αναποδιών που μπορούν να βρουν έναν άνθρωπο στη διάρκεια της ζωής του, η δική μου κατατάσσεται μάλλον χαμηλά. Παρ’ όλα αυτά, η επιβολή της (στη ρουτίνα, στις συνήθειες, στο τρόπο ζωής) είναι καταλυτική. Σου επιβάλλει επίσης διάφορες ανακατατάξεις και σου θυμίζει το κοινότοπο αλλά αληθινό: πόσο σημαντικό είναι να έχεις ανθρώπους γύρω σου. Εκτός από την φροντίδα των αγαπημένων μου προσώπων, απολαμβάνω την συμπόνια, την αλληλεγγύη -ίσως και τον σιωπηλό οίκτο- των ξένων. Τις προάλλες, ένας άγνωστος με είδε να προσπαθώ να βγω -επίσης καθιστός και με την όπισθεν- από τη θάλασσα και έτρεξε να με βοηθήσει. Η αλήθεια είναι ότι, όπως με άρπαξε, το πόδι μου πιέστηκε στις πέτρες και πόνεσα, αλλά σε κάθε περίπτωση το πάθος του ήταν συγκινητικό. Λίγο αργότερα, μια κυρία προσφέρθηκε να μου δώσει το πτυσσόμενο καρεκλάκι της.  «Κρίμα το παιδί» την άκουσα να λέει στις φίλες της -και ας ήταν σχεδόν συνομήλική μου.

Φυσικά έχω πει την ιστορία του τραυματισμού μου άπειρες φορές και κάθε φορά που αναφέρω το κεφάλαιο με τις λανθασμένες διαγνώσεις, ορισμένοι από τους άγνωστους συνομιλητές μου ταράζονται, εξοργίζονται και στεναχωριούνται πιο πολύ και από εμένα τον ίδιο. Οι φιλόσοφοι και οι ψυχολόγοι έχουν αναλύσει αυτήν την τάση μας να ταυτιζόμαστε με όσους έχουν υποστεί αναποδιές. Κάποιοι βρίσκουν συγγένειες με τις αποτρεπτικές τελετουργίες του μακρινού παρελθόντος. Υπερβάλλουμε, δηλαδή, ώστε η γκαντεμιά να μας λυπηθεί και να μας ξεπεράσει.   

Στη θάλασσα συναντώ και έναν παλιό μου γνωστό, ο οποίος έρχεται κάθε πρωί και κολυμπάει πολύ περισσότερο από εμένα. Αυτός μου έμαθε και τον τρόπο να υπολογίζω την απόσταση. Σύμφωνα με τη θεωρία του, χρειάζομαι 50-60 χεριές για κάθε 50 μέτρα. Το κόντρα ρεύμα της θάλασσας δεν το υπολογίζουμε επειδή στην επιστροφή θα το έχουμε πίσω μας. Φυσικά χάνω πολύ σύντομα το μέτρημα, αλλά μετά μου λέει εκείνος πόσο κολύμπησα.

Τα τελευταία χρόνια, ο συν-κολυμβητής μου κάνει κάθε Αύγουστο μερική αποτοξίνωση απ’ την τεχνολογία. Βασικά κλείνει τα προφίλ του σε Facebook και Twitter στα οποία για έντεκα μήνες είναι εξαιρετικά ενεργός. Επίσης μπαίνει στο ίντερνετ μόνο απ’ τον υπολογιστή του και μόνο μία φορά τη μέρα για να δει τα mail του και τις βασικές ειδήσεις και έχει μεταφέρει την κάρτα sim του σ’ ένα αρχαίο κινητό με πορτάκι, για να μην μπει στον πειρασμό να ανεβάσει κάποια φωτογραφία στo Instagram και κυλήσει –ή μάλλον σκρολάρει. Μέχρι να πάει διακοπές κάπου αλλού, περνάει τις μέρες του εδώ στο μικροαστικό θέρετρο της Αττικής, κολυμπώντας, διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα, μαγειρεύοντας για την οικογένειά του, παίζοντας με τον σκύλο του και κάνοντας σιέστα. «Είμαι κιόλας άλλος άνθρωπος», μου είπε σήμερα με το που ήρθε και με βρήκε στην παραλία. «Πώς ζούμε ρε φίλε όλη τη χρονιά; Τι είναι αυτό που κάνουμε στους εαυτούς μας;»

Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Του διάβασα λοιπόν το απόσπασμα από το διήγημα του Γκρεγκ Τζάκσον: «Μετά θυμήθηκα πως ήμασταν τόσο απασχολημένοι να λέμε εξυπνάδες που δεν είχαμε το χρόνο να μάθουμε τι είναι αυτό που αγαπάμε. Κι αν έκλεινες το ένα μάτι και βρισκόσουν μέσα στη στιγμή μιας αλλιώτικης προοπτικής, θα μπορούσες να ακούσεις ένα κούφιο θεατρικό γέλιο να αντηχεί στους πεντακάθαρους δρόμους, (…) κατρακυλώντας τις δεκαετίες και τις βραχώδεις κοιλάδες (…) έναν ήχο που διασκορπίζεται με τον άνεμο –αυτό το γυαλιστερό επίχρισμα της ευτυχίας τόσο λείο και λαμπερό όσο τα λέπια σ’ ένα ψόφιο ψάρι». 

Κοιταχτήκαμε για λίγο κουνώντας σαν χαζοί τα κεφάλια μας. «Πάμε;» είπε μετά. Έβγαλα την μπότα μου, έβαλα τα γυαλάκια μου και τον ακολούθησα στο νερό. Σε λίγο κολυμπούσαμε παράλληλα με την ακτή, μετρώντας τις χεριές μία μία.

Κεντρική φωτογραφία: Amos Chapple

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ