Πολιτικη & Οικονομια

Σαν το καλοκαίρι με τη Μόνικα

Θέλεις πίσω τα καλοκαίρια που δεν γίνονται κομμάτια από μια χώρα που φτάνει κάποιο καλοκαίρι στο χείλος της αβύσσου

img_2485.jpg
Περικλής Δημητρολόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
summer-with-monika.jpg

Τα καλοκαίρια κάποτε ήταν χαλαρά, νωχελικά, τα καλοκαίρια κάποτε μπορούσαν να γίνουν ακόμη ανιαρά. Ο χρόνος περνούσε αργά, διαστελλόταν όπως το μέταλλο στη ζέστη. Καθόσουν, ας πούμε, εκεί όπου έκανε «ρεύμα» για να δροσιστείς, έπινες κόκα κόλες, έκανες ένα, δύο, τρία ντους μέχρι το απόγευμα και οπωσδήποτε ένα το βράδυ πριν πέσεις στο κρεβάτι με ανοικτά τα παράθυρα ή καθόσουν έξω στο μπαλκόνι και χάζευες τους γείτονες που κάθονταν στα δικά τους μπαλκόνια με ανοικτές τις μπαλκονόπορτες και σβηστά φώτα στο σαλόνι που φωτιζόταν μόνο από το γαλαζωπό φως της τηλεόρασης.

Δεν χρειάζεται να νοσταλγήσει κανείς την εποχή που ο κλιματισμός ήταν είδος πολυτελείας. Αλλά δεν μπορεί να μη νοσταλγήσει εκείνα τα ανιαρά, ατελείωτα καλοκαίρια της πόλης. Εκείνες της ήσυχες ημέρες του Αυγούστου με τον Βέγγο, τη Διαβάτη και την Μπαζάκα που κινηματογράφησε ο Βούλγαρης και αναγνωρίζαμε στα πρόσωπά τους κάτι από μας, οι ζωές τους στην οθόνη ήταν λίγο και οι ζωές μας.

Όχι ότι δεν υπήρχαν και από τα άλλα καλοκαίρια. Τα καλοκαίρια με τη θάλασσα, τον δυνατό ήλιο, τις ερημικές παραλίες, την απογευματινή αύρα, τη γυμνή επαφή με τη φύση, την αίσθηση της απόδρασης ή ό,τι άλλο μπορούσε να κάνει ένα καλοκαίρι μοναδικό, το κανονικό καλοκαίρι που διαρκεί τρεις ολόκληρους ημερολογιακούς μήνες και όχι τις δυο τρεις εβδομάδες της θερινής άδειας, ένα καλοκαίρι που μπορείς να ζήσεις λίγες φορές και πάντα κάπου εκεί στα είκοσί σου χρόνια, τα λίγα καλοκαίρια της ζωής χωρίς όρια, διορίες και εκπνοές, τα καλοκαίρια που αφήνουν την υπόσχεση ότι θα μείνουν αξέχαστα, που μοιάζουν να σου δίνουν όλη την ελευθερία του κόσμου και δεν ζητούν τίποτε περισσότερο από λίγα χρήματα στην τσέπη και μια στάλα ελευθεριότητα.

Έτσι δεν ήταν το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», εκείνο το αισθησιακό κορίτσι της ταινίας που Μπέργκμαν που ερωτεύεται ο Χάρι, παρατάνε τις δουλειές τους για μια έρημη ακρογιαλιά μέχρι η πραγματικότητα να κάνει όχι μόνο το καλοκαίρι τους, αλλά όλα τους τα όνειρα κομμάτια;

Δεν νοσταλγείς τα είκοσί σου χρόνια, αλλά θέλεις πίσω τα καλοκαίρια που δεν γίνονται κομμάτια από μια χώρα που φτάνει κάποιο καλοκαίρι στο χείλος της αβύσσου, στο τελευταίο όριο της πλήρους κατάρρευσης, που δοκιμάζεται από τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό και τον κυνισμό κι αυτό το καλοκαίρι μετράει νεκρούς, νεκρούς, νεκρούς σαν κάθε καλοκαίρι να μην είναι διαφορετικό από το προηγούμενο, ούτε λιγότερο ήσυχο, ούτε καν χειρότερο, αλλά πιο οδυνηρό.

Αλλά και πάλι μπορεί εκείνα τα καλοκαίρια της πόλης να μην ήταν ήσυχα, μπορεί να ήταν μοναχικά και γεμάτα θλίψη. Και τα καλοκαίρια σαν τα Καλοκαίρια με τη Μόνικα να μην ήταν και τόσο ελεύθερα, ούτε ελευθεριακά και να μην έμειναν και τόσο αξέχαστα. Μπορεί να είναι το παρελθόν και η εξωραϊστική του δύναμη, αυτή η απολύτως ανθρώπινη τάση της εξιδανίκευσης, που προκαλεί τη νοσταλγία.

Το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» εξάλλου δεν είναι μια ταινία για το ιδανικό καλοκαίρι. Αλλά για το τέλος των ψευδαισθήσεων.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ