Πολιτικη & Οικονομια

Ελληνικά πανεπιστήμια και brain drain: Μπορούμε να κάνουμε τίποτα; (μέρος 2ο)

Ποια γενιά θα αδικηθεί αν θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
brain_drain.jpg

Του Γιάννη Σακελλαρίδη

Στο προηγούμενο κείμενο περιέγραψα την εμπειρία μου ως επίκουρου καθηγητή στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με ταυτόχρονη απασχόληση στο πανεπιστήμιο Rutgers των ΗΠΑ. Εδώ θα διατυπώσω την άποψή μου για το τι να κάνουμε, αν θέλουμε να αναστραφεί η φυγή επιστημόνων από τα ελληνικά πανεπιστήμια.

Ένα ερώτημα του τύπου «τι να κάνουμε» είναι πάντοτε προβληματικό, όταν δεν είναι σαφές σε ποιους απευθύνεται. Όπως συμβαίνει και σε άλλους τομείς, όπως είναι η οικονομία, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα ώστε μία ομάδα από ειδικούς με καλή γνώση της διεθνούς πραγματικότητας να μπορούσε εύκολα να συγκλίνει στους βασικούς τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι ότι δεν ξέρουμε τι πρέπει να γίνει. Το ζήτημα είναι η απόσταση θεωρίας και πράξης που, όπως θα επιχειρηματολογήσω παρακάτω, δεν μπορεί να καλυφθεί από το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Ας δούμε, για παράδειγμα, την περίπτωση του νεοσύστατου Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), του «NSF της Ελλάδας» που θα αναλάβει να χρηματοδοτήσει τη βασική (και όχι μόνο) έρευνα. Μια καλή, κατά βάση, πρωτοβουλία του Αναπληρωτή Υπουργού Έρευνας και Καινοτομίας, που όμως εν τη γενέσει της πάσχει από τις συνήθεις θεσμικές και οικονομικές αδυναμίες του ελληνικού κράτους:

Δεν στηρίζεται σε αδιάβλητες, αξιοκρατικές διαδικασίες, αφού η διοικητική του δομή, με μία γενική συνέλευση από εκπροσώπους όλων των ανώτατων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας, παραπέμπει περισσότερο σε όργανο που θα τηρεί πολιτικές ισορροπίες, παρά σε φορέα αριστείας. Όλως τυχαίως, ο διευθυντής του, που δεν είχε ποτέ μόνιμη καθηγητική θέση σε κάποιο πανεπιστήμιο, έχει παραπλήσιο ερευνητικό αντικείμενο με τον Υπουργό, με θητεία στο ίδιο ίδρυμα.

Δεν υπάρχει προγραμματισμός για τακτικούς κύκλους χρηματοδότησης, ενώ τα χρονοδιαγράμματα (όπως καταγγέλλει η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών) ήδη δεν τηρούνται. Ένας ερευνητής που επιστρέφει στην Ελλάδα δεν γνωρίζει αν θα έχει τη δυνατότητα να καταθέτει τακτικά προτάσεις για χρηματοδότηση της έρευνάς του, ή αν πρόκειται για ένα πυροτέχνημα που θα σβήσει όταν εξαντληθούν τα δανεικά.

Η χρηματοδότηση του Ιδρύματος με 240 εκατομμύρια για τρία χρόνια, από δάνειο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, δεν αρκεί παρά για ελάχιστα ερευνητικά προγράμματα. Αν δούμε το ποσό αυτό σε σύγκριση με τα ποσά που ξοδεύουμε από τον κρατικό προϋπολογισμό για τα «ευγενή ταμεία»: 535 εκατ. ευρώ για το ΤΑΠ–ΟΤΕ και 579 εκατ. ευρώ για το ταμείο της ΔΕΗ (στοιχεία του 2016), θα διαπιστώσουμε ότι μόνο για δύο ευγενή ταμεία η χώρα μας ξοδεύει κατ' έτος σχεδόν πενταπλάσια απ' όσα ξοδεύει (και μάλιστα όχι από τον προϋπολογισμό) για τη χρηματοδότηση της βασικής έρευνας επί μια τριετία!

Με τέτοιες διαδικασίες, και τέτοιες προτεραιότητες, είναι αστείο να συζητάμε για ανάσχεση του brain drain.

Δεν θέλω να ρίξω όλο το βάρος στους πολιτικούς. Εμείς οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί έχουμε μεγάλο, αν όχι το μεγαλύτερο, μέρος της ευθύνης. Στο πρώτο μέρος του κειμένου έγραψα για την έλλειψη κανόνων και διαδικασιών μέσα στα πανεπιστήμια· κανένας νόμος όμως δεν υποχρεώνει τα πανεπιστήμια να λειτουργούν χωρίς εσωτερικούς κανονισμούς και μηχανισμούς λογοδοσίας, δεν απαγορεύει στους πρυτάνεις να ελέγχουν αν οι υπάλληλοι τηρούν το ωράριο και αν σηκώνουν τα τηλέφωνα. Δεν το κάνουν όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις.

Ένα ελάχιστης σημασίας περιστατικό αναδεικνύει το κλίμα που επικρατεί μεταξύ των πανεπιστημιακών: όταν πρότεινα σε συνδιδάσκοντα ενός μαθήματος να βάλουμε μία υποχρεωτική σειρά ασκήσεων (homework), μου είπε, επειδή θα αντιδρούσαν κάποιοι φοιτητές: εγώ, Γιάννη, δεν πρόκειται να συγκρουστώ· διότι, όταν το έκανα, δεν βρέθηκε κανείς να με στηρίξει.

Έτσι, λοιπόν, υπάρχει ένα κλίμα παραίτησης, με δονκιχωτικές μάχες που δίνονται μεμονωμένα, και συνήθως εξαντλούνται όταν φανεί η ματαιότητα της προσπάθειας. Το χειρότερο είναι ότι έχει εμπεδωθεί μία ιδεολογία ελληνικού εξαιρετισμού: κάποια πράγματα, κάποιες διαδικασίες, που θα ήταν αυτονόητες παντού στον αναπτυγμένο κόσμο, εδώ θεωρούνται εξωτικές, και έχουμε πειστεί ότι «δεν γίνονται αυτά τα πράγματα εδώ». Ταυτοχρόνως, ο υπόλοιπος κόσμος προχωράει υπό έναν όλο και πιο έντονο διεθνή ανταγωνισμό (με την ανάπτυξη των χωρών της Ασίας), και η Ελλάδα μένει όλο και πιο πίσω. Ωραιοποιήσεις για την δήθεν ποιότητα των πανεπιστημίων μας και των αποφοίτων μας εν γένει δεν στέκουν, διαψεύδονται από τα περισσότερα δεδομένα, και χρησιμοποιούνται εκ του πονηρού από όσους φοβούνται τις αλλαγές. Συνήθως, βασίζονται σε λαμπρά παραδείγματα μιας ελίτ φοιτητών που σταδιοδρομούν στο εξωτερικό, και όχι στον μέσο φοιτητή του μαζικού πανεπιστημίου, τον οποίο το ελληνικό πανεπιστήμιο αποτυγχάνει να εκπαιδεύσει. Η γενιά της κρίσης, όμως, και οι γενιές που ακολουθούν, χαντακώνονται από την αποτυχία της γενιάς μας να διατηρήσει παράλληλο βηματισμό με τα αναπτυγμένα κράτη.

Δεν είμαστε μία χώρα με καλή κρατική λειτουργία, ισχυρούς ανεξάρτητους θεσμούς, αποτελεσματική διάκριση των εξουσιών, αποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης και λογοδοσίας. Αυτό ελπίζουμε όλοι να αλλάξει κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά μέχρι τότε δεν πρόκειται να αποκτήσουμε τα δημόσια πανεπιστήμα ποιότητας που έχουν τα κράτη της κεντρικής Ευρώπης. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να συζητάμε τι πρέπει να γίνει, διότι όποια καλή μεταρρύθμιση γίνει από μία κυβέρνηση είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα ανατραπεί σε μεγάλο βαθμό από μία επόμενη. Υπάρχουν θετικές παρεμβάσεις που επιβιώνουν, αλλά είναι πολύ λίγες και αραιές, και δεν αρκούν ώστε να συμβαδίζουμε με τα αναπτυγμένα κράτη.

Στην ιστορία των ΗΠΑ, υπήρξε μία απόφαση–σταθμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1819, στην υπόθεση Dartmouth College v. Woodward, η οποία εξασφάλισε την υπεροχή των ιδρυτικών συμβολαίων ενός πανεπιστημίου έναντι πολιτικών παρεμβάσεων, και υπήρξε καθοριστική, μεταξύ άλλων, για τη δημιουργία αυτού του τεράστιου μωσαϊκού της ανώτατης εκπαίδευσης των ΗΠΑ, όπου μέσα από λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα πειράματα δημιουργήθηκε το πιο ισχυρό πανεπιστημιακό και ερευνητικό σύστημα που έχει γνωρίσει ποτέ ο πλανήτης. Τέτοια, ανεξάρτητα ιδρύματα χρειαζόμαστε και εμείς, που θα μπορέσουν να χαράξουν μακροπρόθεσμα την πολιτική τους, και θα είναι ελεύθερα να πετύχουν ή να αποτύχουν. Και δεν θα τα αποκτήσουμε, σε μια χώρα με τόσο αδύναμους θεσμούς, εάν δεν επιτραπεί η λειτουργία ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν είναι πανάκεια, αλλά θα είναι οι βασικοί φορείς επαναπροσέλκυσης επιστημονικού δυναμικού από το εξωτερικό. Ταυτοχρόνως, θα απελευθερώσουν την ανώτατη εκπαίδευση από το μονοπώλιο του κράτους και των κυβερνητικών παρεμβάσεων, και θα πιέσουν τα δημόσια πανεπιστήμια να λειτουργήσουν καλύτερα ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικά. Θα μπορέσουν, επίσης, να λειτουργήσουν ως φορείς σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή, με πολλαπλά κέρδη για την οικονομία και τους αποφοίτους των πανεπιστημίων, ιδιωτικών και δημοσίων.

Εδώ υπάρχει η παρανόηση που βασίζεται στον ισχυρισμό ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι ταξικά. Είναι, αλλά πολύ λιγότερο από το σημερινό καθεστώς, που καταδικάζει την μεγάλη πλειοψηφία σε άθλιες συνθήκες σπουδών, στέλνει άλλους σε κερδοσκοπικά ιδιωτικά ιδρύματα χαμηλοτάτου επιπέδου ή στο εξωτερικό για σπουδές, και τελικά απευθύνεται μόνο στους καλύτερους φοιτητές, που ανεξαρτήτως συνθηκών θα βρουν το δρόμο τους, και που συνήθως προέρχονται από τις πιο εύπορες κοινωνικές τάξεις. Όπως συμβαίνει σε όλον τον κόσμο, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα χρειαστούν κρατική ενίσχυση για να λειτουργήσουν μακροπρόθεσμα, π.χ. υπό τη μορφή ερευνητικών κονδυλίων, και σε αντάλλαγμα το κράτος θα μπορούσε να απαιτήσει την παροχή δωρεάν εκπαίδευσης σε ένα μεγάλο ποσοστό των φοιτητών. Επιτυχημένα παραδείγματα υπάρχουν στις γειτονικές μας Κύπρο και Τουρκία· η πλειοψηφία των Τούρκων συμφοιτητών μου όταν έκανα το διδακτορικό μου στο Stanford προερχόταν από ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπου είχε σπουδάσει δωρεάν, με υποτροφία.

Λύσεις και μοντέλα λειτουργίας υπάρχουν και μπορούν να συζητηθούν επί μακρόν, αλλά ας μη χάσουμε την ουσία: το δημόσιο, δωρεάν πανεπιστήμιο απέτυχε. Το ελληνικό κράτος, παρά την πίεση που υπέστη στα χρόνια της κρίσης, απέτυχε να μεταρρυθμιστεί, και μάλιστα στον τομέα των πανεπιστημίων έκανε πολλά βήματα πίσω. Μπορούμε να συζητάμε όσο θέλουμε για λόγους, αιτίες, και ευθύνες, αλλά δεν έχουμε δικαίωμα να καροϊδεύουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο λέγοντας ότι ό,τι αποτύχαμε να κάνουμε τόσα χρόνια, με κάποιον μαγικό τρόπο θα το επιτύχουμε στο μέλλον, ούτε να καταδικάζουμε την τριτοβάθμια εκπαίδευση, και τη νέα γενιά, σε μακροχρόνια υστέρηση. Το brain drain είναι από τα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας μεσοπρόθεσμα, και δεν θα αντιμετωπιστεί ούτε από κυβερνήσεις που καταλύουν, αντί να δημιουργούν, μηχανισμούς λογοδοσίας, ούτε από τα 240 εκατομμύρια του κ. Υπουργού.

Θα τελειώσω με μία δυσάρεστη διαπίστωση: αν θέλουμε να αλλάξουν τα πράγματα, η γενιά που σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος κατά τα χρόνια της κρίσης θα αδικηθεί. Άνθρωποι που θυσίασαν την ερευνητική τους καριέρα για να μπορέσουν να στηρίξουν διδακτικά το πανεπιστήμιο, θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση σε ένα πιο ανταγωνιστικό και αξιοκρατικό περιβάλλον. Όσο και αν τους στηρίξουμε, όση αναγνώριση και αν λάβουν για την προσπάθειά τους, εάν κάποτε δημιουργηθούν οι ελκυστικές συνθήκες που θα προσελκύσουν τους απόδημους επιστήμονες πίσω στη χώρα, θα υπάρχουν προνόμια που θα απονέμονται με αυστηρώς αξιοκρατικά κριτήρια, και δεν θα χωρέσουν το σύνολο του σημερινού επιστημονικού προσωπικού των ΑΕΙ. Οι Κινέζοι, προκειμένου να επαναπατρίσουν το επιστημονικό τους προσωπικό, προσφέρουν θέσεις πρώτης βαθμίδας σε εξαιρετικά μικρές ηλικίες. Εδώ, είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε να μας προσπεράσουν οι νεότεροι, όταν έχουμε τραβήξει τόσο κουπί; Νομίζω ότι μόνο μία απάντηση υπάρχει, αν θέλουμε να αλλάξει η κατάσταση.

O Γιάννης Σακελλαρίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Μαθηματικών στο Rutgers University–Newark των ΗΠΑ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ