Πολιτικη & Οικονομια

Οι φίλοι του λοχαγού Λιντς

Στο Μισισίπι, στη Θεσσαλονίκη και αλλού…

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
bobjoneskkk.jpg
© Don Sturkey 1964 NC Collection, UNC-Chapel Hill

Δεν είναι εύκολο πράγμα να δώσεις το όνομά σου σ’ έναν διεθνή όρο. Ο λοχαγός Γουίλιαμ Λιντς το κατάφερε ως εξής: Όταν, κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης, αιχμαλώτιζε κάποιον loyalist (κάποιον  συμπολίτη του που παρέμενε πιστός στην βρετανική αυτοκρατορία), τον περνούσε από μια  δίκη-παρωδία και έπειτα τον παρέδιδε στο εξαγριωμένο πλήθος. Ήταν ο «νόμος του Λιντς» ή αλλιώς το λιντσάρισμα.

Φυσικά, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο όχλος αναλάμβανε «να αποδώσει δικαιοσύνη». Είχε συμβεί αναρίθμητες φορές στο παρελθόν και θα συνέβαινε και στο μέλλον. Εδώ όμως υπήρχε μια καινοτομία. Ο λοχαγός Λιντς οργάνωνε με επιμέλεια τα λιντσαρίσματά του, δίνοντάς τους παράλληλα μια επίφαση νομιμότητας. Δεν επρόκειτο για άναρχα ξεσπάσματα, αλλά για συντεταγμένες και καθωσπρέπει πράξεις βαρβαρότητας. Έτσι, ήταν πολύ πιο εύκολο στον καθένα να καταπνίξει τις αναστολές του και να βάλει –ή μάλλον να πετάξει-το λιθαράκι του για τον κοινό σκοπό.

Η πρακτική έγινε παράδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως έπειτα από την κατάργηση της δουλείας. Τότε, στο στόχαστρο μπήκαν οι «νέγροι» που με τις πράξεις τους «προκαλούσαν την κοινή γνώμη». Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το 1882 μέχρι το 1968 λιντσαρίστηκαν στις ΗΠΑ 4.743 άτομα. Κάποια είχαν προηγουμένως κατηγορηθεί για εγκληματικές πράξεις. Άλλα είχαν κάνει απλά το λάθος να συνάψουν ερωτικές σχέσεις με λευκές γυναίκες. Πολλές φορές πάντως δεν χρειαζόταν καν αυτό. Ο δεκατετράχρονος Έμετ Τιλ, για παράδειγμα, λιντσαρίστηκε το 1955 στο Μισισίπι επειδή σφύριξε σε μια λευκή σ’ ένα μανάβικο.

Οι θανατώσεις γίνονταν ποικιλοτρόπως. Με απαγχονισμό, πυροβολισμό, ξυλοδαρμό, πετροβολισμό, κάψιμο… Συχνά, κομμάτια από το σώμα του θύματος αφαιρούνταν και κρατούνταν σαν σουβενίρ. Επίσης οι δράσεις καλύπτονταν από επαγγελματίες φωτογράφους και τα καρτ ποστάλ που κυκλοφορούσαν γίνονταν ανάρπαστα. Στις φωτογραφίες αυτές, τις οποίες εύκολα μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο, εικονίζονται άνθρωποι να ποζάρουν περήφανοι γύρω από κρεμασμένα, καμένα ή απλά παραμορφωμένα πτώματα. Άνθρωποι πεπεισμένοι πως κάνουν το σωστό και πως κανείς δεν πρόκειται να τους κυνηγήσει ή να τους τιμωρήσει…

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η υπερασπιστική γραμμή των θυτών ή των αυτοπτών μαρτύρων, τις λίγες φορές που μια υπόθεση έφτανε στο δικαστήριο: Έριχναν το φταίξιμο στο θύμα. «Το έκανε για να προκαλέσει», «Ο κόσμος έχει εξαγριωθεί», «Ό,τι σπείρεις θερίζεις», «Δεν σεβάστηκε τα ήθη και τις παραδόσεις μας» είναι οι φράσεις που επανέρχονται στις δικογραφίες. Είναι οι ίδιες ακριβώς φράσεις, που συναντούμε σήμερα στα διαδικτυακά σχόλια που αφήνουν οι αυτόκλητοι υπερασπιστές ανάλογων επιθέσεων.

Οι εποχές βέβαια έχουν αλλάξει και οι περιπτώσεις έχουν ευδιάκριτες διαφορές μεταξύ τους. Δεν μπορεί όμως κανείς να μη εντοπίσει και τις ομοιότητες. Για παράδειγμα, παρότι ζούμε σε μια εποχή όπου τα πάντα φωτογραφίζονται και βιντεοσκοπούνται, οι θύτες των ομαδικών επιθέσεων δρουν με την ψευδαίσθηση της ατιμωρησίας. («Είμαι δικός σας» είπε ο Ρουπακιάς στους αστυνομικούς έπειτα από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα). Επίσης, στο μυαλό τους, οι πράξεις τους δικαιολογούνται απόλυτα, καθώς εντάσσονται σε μια ιδεολογία ή σε ένα καθορισμένο εκ των προτέρων ηθικό πλαίσιο. («Πρόσβαλε βάναυσα τον ποντιακό ελληνισμό» έγραφαν οι υπέρμαχοι της πρόσφατης επίθεσης στον δήμαρχο Θεσσαλονίκης»). Κάποτε, αυτές τις ασπίδες προστασίας τις εξασφάλιζε η παρουσία του λοχαγού Λιντς. Τώρα, στη θέση του τελευταίου βρίσκονται οι πολιτικοί καθοδηγητές, οι «αντισυστημικοί» δημοσιογράφοι, οι επίορκοι αστυνομικοί και δικαστές, αλλά και οι απλοί πολίτες που προπαγανδίζουν και δικαιολογούν καθημερινά αυτού του τύπου τη βία από το ψηφιακό τους μετερίζι.

Μια ακόμη διαφορά: Στην Αμερική του προηγούμενου αιώνα, η λογική του λυντσαρίσματος ανήκε δικαιωματικά και αποκλειστικά στην άκρως συντηρητική και μισαλλόδοξη δεξιά των πολιτειών του Νότου. Στην Ελλάδα του σήμερα, παρότι η ακροδεξιά εξακολουθεί να έχει τη μερίδα του λέοντος, με τη συγκεκριμένη λογική φλερτάρουν και παρατάξεις ή πολιτικές ομάδες τελείως διαφορετικής ιδεολογίας. Παράδειγμα, οι ομαδικές επιθέσεις σε μεμονωμένους περαστικούς που ήταν (ή έμοιαζαν να είναι ή κάποιος έγραψε στο Facebook ότι είναι) «εχθροί του λαού», στους δρόμους των Εξαρχείων.   

Ένας διόλου αμελητέος παράγοντας σχετίζεται με το φύλο των θυτών. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι γυναικείες παρουσίες στους εξαγριωμένους όχλους μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Εξαιρέσεις, βέβαια, υπάρχουν -παράδειγμα η γνωστή «αγανακτισμένη κάτοικος» των επιθέσεων σε μετανάστες στον Άγιο Παντελεήμονα. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως η συγκεκριμένη δράση έχει ένα άρωμα «ανδροπρέπειας» και επιδεικτικού ματσίσμο, το οποίο επίσης διαπερνά όλες τις πτέρυγες της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Απόδειξη αποτελούν και οι χαρακτηρισμοί (κότες, γυναικούλες, αδερφές, κ.α.) πολλών προοδευτικών κατά τα άλλα ανθρώπων, προς τους «μεταμελημένους» θύτες της επίθεσης στον δήμαρχο, όταν οι τελευταίοι -προς μεγάλη τους έκπληξη ασφαλώς- σύρθηκαν στο δικαστήριο. Λες και αν κρατούσαν μια πιο περήφανη, πιο «ανδροπρεπή» στάση οι πράξεις τους θα γίνονταν αυτόματα λιγότερο άτιμες και κατακριτέες. Ναι, ίσως τελικά οι φίλοι του λοχαγού Λιντς να είναι περισσότεροι από ό,τι νομίζουμε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ